Βρέφος οκτώ μηνών, τι να θυμάμαι
από το Νοέμβρη του εβδομήντα τρία;
Τη νύχτα εκείνη, του Πολυτεχνείου
ανύποπτα με είδαν να κοιμάμαι
την ώρα που γραφόταν η ιστορία
που διδαχτήκαμε, στα χρόνια του σχολείου.
Ανύποπτα τους βλέπω να κοιμούνται
φιλήσυχους πολίτες, πια ενηλίκους,
που πίστεψαν πως είναι ελευθερία
να μεγαλώνουν, δίχως να φοβούνται
της φύσης τα στοιχειά, τους άγριους λύκους
με τεχνητή ασφάλεια, ευημερία.
Σ΄ ένα κλουβί μες τις τερατουπόλεις
κι η κάμερα να τους ακολουθεί.
Ωστόσο εγώ αισθάνομαι ασφυξία.
Στον έλεγχο αντιδρώ της σκέψης μου όλης,
μα με πηγαίνουν επιδέξια προς τα κει,
με μια -μεσαίας τάξης- χρήσεως οδηγία.
Το παραδέχομαι, κι εγώ περιοδικά
διαβάζω λαϊφστάιλ, καταναλώνω.
Ρούχα, παπούτσια, έχω ένα σωρό.
Ριάλιτυ όλο βλέπω και φανατικά
στοιχηματίζω υπέρ κάποιου και μαλώνω,
νιώθοντας κάπως σαν να κέρδισα κι εγώ.
Ειδήσεις βλέπω, από κείνες τις ωραίες
τις πιπεράτες, τι φοράει κανείς
και ποιος μαλλιοτραβήχτηκε προχθές.
Ακούω όλους εκείνους, που σπουδαίες
εκφέρουν γνώμες, που αλλάζουν εξ αρχής.
Αρέσει και σε μένα ο χαβαλές.
Μα κάπου-κάπου, από τη χαύνωσή μου
μνήμες του Χάξλεϊ και του Όργουελ ξυπνούν.
Οι Άλφα, οι Βήτα, ο Μεγάλος Αδερφός.
Και θ αναρωτηθώ, στη σύγχυσή μου
εάν υπάρχουν κι άλλοι, που ασφυκτιούν,
μήπως δεν είν αυτός πολιτισμός.
Και θα σκεφτώ πως στου Πολυτεχνείου
τα όραμα πρέπει να συσπειρωθούμε
και πάλι, γιατί λείπει η Ελευθερία.
Ελπίδα μόνη κάποιες Διαδικτύου
φωνές και λίγα έντυπα – μου αρκούνε.
Είμαστε πια πολλοί, που νιώθουμε ασφυξία.
Σοφία Κολοτούρου