Ένα δωδεκαήμερο πασπαλισμένο άχνη ζάχαρη
Η προϊστορία των Χριστουγεννιάτικων εθίμων
Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΧΙΛΙΟΥ
«Χριστούγεννα- Πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου».
Οι πατέρες της Εκκλησίας στα πρώτα χριστιανικά χρόνια, γνωρίζοντας τον ρόλο και την επιρροή των συμβολισμών και θέλοντας να αναδείξουν το μέγεθος της του Χριστού Γεννήσεως, οριοθέτησαν μια σειρά από γιορτές θρησκευτικού περιεχομένου. Πρώτη και σημαντικότερη η Γέννηση του ιδρυτή του Χριστιανισμού, κατόπιν η μνήμη του Μ. Βασιλείου που συμπίπτει με την απαρχή του ενιαυτού (Πρωτοχρονιά), την Πρωτάγιαση, ημέρα που φεύγουν τα παγανά από τον πάνω κόσμο και τέλος την μεγάλη εορτή των Θεοφανείων.
Στη συνέχεια το λαϊκό ένστικτο, συχνά παρακινούμενο από την ανάγκη των κοινωνιών για γιορτές και πανηγύρεις, αφού έβαλε και το εμπορικόν πνεύμα το χεράκι του, πλαισίωσε το δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων με μια σειρά από έθιμα και συνήθειες που κάνουν τις ημέρες αυτές λαμπρότερες. Μιαν ανάσα χαράς.
Αφορμή για να συναντηθούν και να γιορτάσουν μαζί οι οικογένειες και οι παρέες. Να φάνε, να πιούν και την Άρτα να φοβερίσουν. Να γλυκοφιληθούν και να ευχηθούν τα καλύτερα, να ανανεωθούν και να δυναμώσουν οι σχέσεις, να πάρει ο καθένας δύναμη για να συνεχίσει τον αγώνα της καθημερινότητας. Μια αφορμή επίσης για να φάμε τον άμπακα. Γεύματα οικογενειακά λουκούλλεια, κατά τόπους οι συνήθειες ποικίλουν, μόνο τα γλυκά είναι πάντα το ίδιο λαχταριστά.
Ανάμεσα στις τρεις κορυφαίες γιορτές παρεμβάλλονται πολλές άλλες μικρότερες, επέτειοι και μνήμες αγίων, με τελευταία στις 7 Ιανουαρίου αυτήν του αγίου Ιωάννου του βαπτιστού.
Από την επομένη, μαζί με τα σχολεία που ανοίγουν, όλοι ξεκινούν δίαιτες σκληρές, οι περισσότερες με αμφίβολο αποτέλεσμα γιατί ακολουθεί σε σύντομο διάστημα η Αποκριά.
Μέσα σε όλα αυτά τα γιορταστικά και ευφρόσυνα, αναπτύχθηκε ένα περιστασιακό εμπόριο που διακινεί δώρα, διακοσμητικά, τρόφιμα, εμπόριο που μέχρι πρότινος ανθούσε κι έθαλλε. Παράλληλα, τα τελευταία χρόνια της πλαστής ευμάρειας, αναπτύχτηκε ο χριστουγεννιάτικος τουρισμός, καθώς επίσης τα μαγαζιά της νυχτερινής διασκέδασης γνώριζαν πιένες, αλλάζοντας έτσι εντελώς το γιορταστικό νόημα των ημερών.
Ώσπου ήρθε η οικονομική κρίση.
Ω έλατο, ω έλατο!
Το δένδρο των Χριστουγέννων, σύμβολο της ζωής
Στη βόρεια και την κεντρική Ευρώπη μέχρι τις αρχές του Μεσαίωνα κατοικούσαν διάσπαρτα βαρβαρικά φύλα, Κέλτες, Σάξονες, Άριοι και άλλες μικρότερες πληθυσμιακά ομάδες, που πολεμούσαν μεταξύ τους. Ημιάγριοι, ζούσαν μέσα στη φύση και τρέφονταν από το κυνήγι. Όταν έμπαινε ο χειμώνας και το χιόνι κάλυπτε τα πάντα, έβλεπαν κάποια από τα δέντρα να διατηρούν το φύλλωμά τους. Αυτό τους ικανοποιούσε ιδιαίτερα έτσι όπως έβλεπαν τη φύση ως συμβολισμό της συνέχειας της ζωής. Περί τα τέλη Δεκεμβρίου κρεμούσαν στο κλαδιά των δέντρων στολίδια και καρπούς, σε ένδειξη λατρείας.
Η μυθολογία λέει πως στις σκανδιναβικές χώρες ο Οντίν, θεός του ανέμου αλλά και των άλλων θεών, είχε υπό την προστασία του το δένδρο του σύμπαντος και της ζωής, την Ιγκντρασίλ. Διατηρούσε το φύλλωμά της και πρόσφερε την τροφή των θεών και το νερό των ανθρώπων.
Ο θεός Οντίν στην διάρκεια του δωδεκαημέρου κυνηγούσε καβάλα στο άλογό του, συνοδευόμενος από κουστωδία επιδέξιων κυνηγών. Οι άνθρωποι εκείνοι την περίοδο άφηναν στα σταυροδρόμια σιτάρι ή ένα δεμάτι χόρτα για το άλογο του θεού. Για την Ιγκντρασίλ, το δέντρο της ζωής, είχαν καρπούς της γης και σεβασμό απεριόριστο. Το Άγριο κυνήγι, έτσι ονομαζόταν, το συναντά κανείς και στη μυθολογία των Γερμανών, των Άγγλων, των Γάλλων, όπου ο θεός Οντίν παρουσιάζεται με άλλα ονόματα.
Το στολισμένο δέντρο ως Χριστουγεννιάτικο σύμβολο-έθιμο μαρτυράται από τον 8ο αιώνα, όταν ο άγιος Βονιφάτιος το 759 μ. Χ. θέλησε να εξαλείψει την ιερότητα που απέδιδαν οι ειδωλολάτρες στην βαλανιδιά, αντικαθιστώντας την με το έλατο, το δέντρο των Χριστουγέννων.
Ο στολισμός του συμβολίζει την ανθρώπινη ευτυχία και το αιώνιο, το αειθαλές της φύσης, σε συνδυασμό με την γέννηση του Χριστού.
Στα πρώτα χρόνια του εθίμου, τα στολίδια ήσαν συσκευασμένα φαγητά, είδη ρουχισμού και άλλα χρήσιμα είδη, που στο πέρασμα των χρόνων και με την άνοδο του βιοτικού επιπέδου έγιναν αποκλειστικά διακοσμητικά, μπάλες πολύχρωμες, λαμπιόνια και χρυσοκλωστές.
Κατά την παράδοση ο πρώτος που στόλισε δέντρο ήταν ο γερμανός καθηγητής και πρωτεργάτης της θρησκευτικής διαμαρτυρίας κατά του πάπα και του καθολικισμού, Μαρτίνος Λούθηρος.
Ερευνητές του εθίμου υποστηρίζουν ότι το πρώτο στολισμένο δέντρο εμφανίστηκε στη Γερμανία το 1539.
Άλλοι πάλι υποστηρίζουν ότι το πρώτο χριστουγεννιάτικο δέντρο εμφανίστηκε στη Ρίγα της Λετονίας το 1510, αλλά το πρώτο στολισμένο με κεριά έλατο στη Γερμανία το 1660. Οι έμποροι του νέου προϊόντος εξήντλησαν την εφευρετικότητά τους σε έναν ανταγωνισμό κατασκευής κομψοτεχνημάτων, αλλά από το 1880 τα χριστουγεννιάτικα στολίδια άρχισαν να ταξιδεύουν πέραν του Ατλαντικού. Εξαγωγές της Ευρώπης στην Αμερική.
Το 1882, τρία χρόνια αφότου ο Τόμας Έντισον εφηύρε τον ηλεκτρισμό, ο Έντουαρντ Τζόνσον που εργαζόταν στην επιχείρηση του Έντισον, διακόσμησε το χριστουγεννιάτικο δέντρο έξω από το σπίτι του στην 5η λεωφόρο της Νέας Υόρκης με τα πρώτα χριστουγεννιάτικα φωτάκια. Τούτος ο νεωτερισμός έκανε φοβερή εντύπωση και αμέσως τον γύρο του κόσμου. Η μαζική παραγωγή του νέου προϊόντος δεν άργησε καθόλου.
Στην Ελλάδα το έθιμο του έλατου ως χριστουγεννιάτικη διακόσμηση ήρθε για πρώτη φορά μετά την έλευση του βασιλιά Όθωνα, το 1833. Αρχικά στολίστηκε στο Ανάκτορο του Ναυπλίου και τα επόμενα χρόνια στην Αθήνα, όπου οι κάτοικοι έκαναν ουρές για να το θαυμάσουν.
Με τα χρόνια το έθιμο-συνήθεια πλουτίστηκε, αναπτύχθηκε μάλιστα ένας ανταγωνισμός ακόμα και ανάμεσα στις πόλεις. Το ψηλότερο δέντρο, το λαμπρότερο αστέρι στην κορυφή, η ωραιότερη και πιο ζεστή φάτνη με την αναπαράσταση των σκηνών της βίβλου στην βάση του δέντρου.
Αντίστοιχο παραδοσιακό ελληνικό έθιμο αποτελεί το στολισμένο καραβάκι, οι έλληνες ήσαν πάντα ναυτιλιακός λαός.
Σημασία έχει όμως η χαρά που προσφέρει η διαδικασία του στολίσματος και το όμορφο αποτέλεσμα στον χώρο.
«Άγιος Βασίλης έρχεται…
κρατάει κόλλα και χαρτί,
ζαχαρωτά και ζυμωτή…»
Η Φρέϊα, θεά της γονιμότητας στη Βόρεια Ευρώπη, περιφέρονταν πάνω σε άρμα που έσερναν αρσενικά ελάφια ή αγριόχοιροι, δίνοντας απλόχερα τα δώρα της στους ανθρώπους, καρπούς της γης και άνθη.
Στη Θουριγγία η θεά Μπέρθα, προστάτης της οικιακής βιοτεχνίας, τις νύχτες μεταξύ Χριστουγέννων και Φώτων περιόδευε από σπίτι σε σπίτι επιθεωρώντας το γνέσιμο της νοικοκυράς. Κατέστρεφε την δουλειά των βιαστικών και ανίκανων, ενώ αντάμειβε με δώρα τις εργατικές και πρόθυμες.
Η Φρέϊα και η Μπέρθα βρήκαν την ενσάρκωσή τους στο γελαστό πρόσωπο του δυτικού Αϊ-Βασίλη, του Santa Claus. Πάντα καλοδεχούμενος, καταφτάνει από τον βορρά πάνω σε έλκυθρο που σέρνουν τάρανδοι, για να μοιράσει δώρα στα παιδιά τη νύχτα της Πρωτοχρονιάς.
Βρίσκει πάντα τρόπο να μπει στο μανταλωμένο σπίτι, ακόμα και από την καπνοδόχο, να ανοίξει τη μεγάλη σακούλα που κουβαλά στην πλάτη και να βγάλει από εκεί μέσα το δώρο του καθενός ξεχωριστά.
Την εικοσαετία 1860-1880 ο εικονογράφος Τόμας Ναστ σκιτσάρει για πρώτη φορά τον αϊ-Βασίλη. Σκάρωσε έναν στρουμπουλό πάντα χαμογελαστό γεράκο με ολόλευκα μαλλιά και γένια προκειμένου το σκίτσο να δημοσιευθεί στο περιοδικό «Harpers», παραχαράσσοντας συνειδητά την ασκητική μορφή του πραγματικού αγίου Βασιλείου με την πλούσια ελληνοχριστιανική παιδεία, που έζησε στην Καισαρεία της Καππαδοκίας.
Υπάρχει όμως κι ένα ανεξήγητο ερωτηματικό σχετικά με την κόκκινη στολή του άγιου Βασίλη. Απάντηση δεν υπάρχει ούτε μέσα από τις λαϊκές δοξασίες, ούτε βέβαια και από τις Συνοδικές αποφάσεις της Εκκλησίας. Παρά μονάχα… μέσα από τις πρωτοβουλίες του εμπορίου και της διαφήμισης.
Το 1931 η εταιρεία αναψυκτικών coca cola ανέθεσε στον Χάντομ Σάντμπλομ να ντύσει τον Santa Claus στα κόκκινα, για να παραπέμπει η εμφάνιση της λαοφιλούς φιγούρας του με το χρώμα του αναψυκτικού της. Η διαφήμιση γνώρισε τέτοια επιτυχία που σήμερα ο άγιος Βασίλης ντυμένος στα κόκκινα θεωρείται αναπόσπαστο μέρος των εορτών και λατρεμένος πρωταγωνιστής μιας παιδικής φαντασίας καλπάζουσας.
Κάρτες ευχετήριες και τραγούδια
Μακρινός πρόγονος των sms και των εικονομηνυμάτων οι ευχετήριες χριστουγεννιάτικες κάρτες, σήμερα μόνο επαγγελματικούς σκοπούς εξυπηρετούν.
Η πρώτη ευχετήρια κάρτα πιθανολογείται ότι σχεδιάστηκε στη Βρετανία το 1843 από τον Τζον Χάρσλεϊ. Την παραγγελία είχε κάνει ο φίλος του Χένρι Κόουλ, που ήθελε να αντικαταστήσει με μια κάρτα ευχετήρια τα γράμματα που έστελνε σε φίλους και συνεργάτες.
Η κάρτα απεικόνιζε ένα δείπνο οικογενειακό και στο κάτω μέρος υπήρχε τυπωμένη η ευχή «Ευτυχισμένα Χριστούγεννα και καλή σας χρονιά».
Η UNISEF ήταν ο πρώτος διεθνής οργανισμός που εξέδωσε χριστουγεννιάτικη κάρτα, το 1949.
Αλλά οι γιορτινές μέρες πλαισιώνονται κι από χριστουγεννιάτικα τραγούδια που συνοδεύουν σχολικές γιορτές, εκδηλώσεις Δήμων, σωματείων, εκκλησιαστικές ακολουθίες και που γενικά προσδίδουν στο πανηγυρικό πνεύμα των ημερών.
Η «Άγια νύχτα» γράφτηκε μια νύχτα Χριστουγέννων από τον αυστριακό ιερέα Τζόζεφ Μορ προκειμένου να καλύψει το μουσικό κενό που δημιουργήθηκε στην εκκλησιαστική ακολουθία της παραμονής των Χριστουγέννων λόγω βλάβης του μουσικού οργάνου. Το ποίμνιο τραγούδησε τον ύμνο συνοδεία κιθάρας.
Το τραγούδι Jingles bells που αρχικά γράφτηκε για την ημέρα των Ευχαριστιών από τον Τζέϊμς Πίερποϊντ, τελικά δεν λείπει από καμμιά σχολική χριστουγεννιάτικη γιορτή, όπως και πολλά άλλα που πάνω τους προσαρμόσθηκε στίχος στα ελληνικά.
Γαλοπούλα γεμιστή με κάστανα
Το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι, συχνά πλουσιότερο και από εκείνο του Πάσχα, πονοκέφαλος για κάθε νοικοκυρά και για την τσέπη βάρος ασήκωτο. Πλήθος συνταγών, διαφορετικών κατά περιοχή και κατά τα γούστα βεβαίως. Βασίλισσα όμως του χριστουγεννιάτικου τραπεζιού παραμένει η γαλοπούλα.
Το πουλερικό ζει στον πλανήτη εδώ και δέκα εκατομμύρια χρόνια, έτσι αποδεικνύουν τα απολιθώματα στην Αμερική κυρίως. Οι Ινδιάνοι αγαπούσαν ιδιαίτερα το κρέας της γαλοπούλας και τις κυνηγούσαν με τα τόξα περίπου από το 1.000μ.Χ.
Αλλά μόλις το 1526 αποβιβάστηκαν οι πρώτες γαλοπούλες σε ευρωπαϊκό έδαφος, συγκεκριμένα στη Μ. Βρετανία όταν πια τα εμπορικά ποντοπόρα διέσχιζαν τον ωκεανό. Τις έφερε ο Γουίλιαμ Στρίκλαντ, άγγλος έμπορος, που τις πούλησε στην αγορά του Μπρίστολ για δυο πένες την καθεμιά. Κατόπιν αυτού οι καινουργιοφερμένες ξεκίνησαν την αναπαραγωγή επί ευρωπαϊκού εδάφους.
Ο Ερρίκος ο Η΄ υπήρξε ο πρώτος βρετανός βασιλιάς που ξεκοκάλισε γαλοπούλα και ενθουσιάστηκε.
Κατόπιν οι Ιησουίτες έφεραν τις γαλοπούλες στην Γαλλία. Γι αυτό μέχρι και σήμερα σε πολλές τοπικές διαλέκτους το όνομα «Jesuite» σημαίνει γαλοπούλα.
Στην Ιταλία το γιορτινό δείπνο των Χριστουγέννων περιλαμβάνει επτά διαφορετικά πιάτα, ενώ στην Πολωνία από δώδεκα νηστίσιμα πιάτα, ένα για κάθε μην που πέρασε, αποτελούμενο μάλιστα από τα προϊόντα της εποχής που φυλάσσονται επί τούτου.
Στην Ελλάδα η γαλοπούλα καθιερώθηκε ως χριστουγεννιάτικο έδεσμα μετά την απελευθέρωση. Άλλοτε βραστή με σούπα αυγολέμονο και άλλοτε στον φούρνο γεμιστή. Μέχρι τότε οι έλληνες κατανάλωναν χοιρινό κρέας γιατί την περίοδο των Χριστουγέννων υπήρχε το έθιμο της γουρουνοσφαγής.
Δώρα σε συσκευασίες μαγικές
Η κατ’ εξοχήν περίοδος της ανταλλαγής δώρων. Πακέτα σε εντυπωσιακές συσκευασίες, όλο κορδέλες πολύχρωμες.
Ένα μυστήριο μέχρι τα ανυπόμονα δάχτυλα του παραλήπτη το ανοίξουν.
Πρόγονος των χριστουγεννιάτικων δώρων ο Teddy Bear.
Το θρυλικό πια αρκουδάκι πήρε το όνομά του από τον αμερικανό πρόεδρο Θίοντορ Ρούζβελτ, που σύμφωνα με δημοσιεύματα εφημερίδων της εποχής έλαβε μέρος σε ένα κυνήγι αρκούδας το 1902 στα σύνορα Μισισιπή και Λουϊζιάνας. Οι συνοδεία του αιχμαλώτισε ένα νεογέννητο αρκουδάκι, ο πρόεδρος όμως απαίτησε να ελευθερωθεί το ζώο αμέσως. Το περιστατικό αυτό έδωσε στον Clifford Berryman την ιδέα να σχεδιάσει ένα καρτούν με τίτλο «Drawing the Line in Missisippi». Το εγχείρημα είχε μεγάλη επιτυχία και η ιστορία έκανε με πηχυαίους τίτλους μελό τον γύρο του κόσμου. «Ο πρόεδρος σώζει την ζωή ανυπεράσπιστου ζώου».
Τότε ο εμπορικός κόσμος έσπευσε να αξιοποιήσει το περιστατικό και το καρτούν που το παράσταινε και το εξιστορούσε. Ένας ρώσος μετανάστης στην Αμερική, ο Μόρις Μίστομ, τοποθέτησε στη βιτρίνα του καταστήματος του ένα αρκουδάκι από καφέ μοχέρ ύφασμα, παραγεμισμένο με ροκανίδια, μέσα σε μια θάλασσα από καραμέλες. Η βιτρίνα έγινε πόλος έλξης των περαστικών και τότε ο Μίστομ το έστειλε στον πρόεδρο μαζί με την παράκληση να του επιτραπεί να βαπτίσει το παιχνίδι «Teddy Bear». Ο πρόεδρος Ρούζβελτ έδωσε πρόθυμα την συγκατάθεσή του και η συνέχεια είναι γνωστή.
Την ίδια περίοδο στη Γερμανία ο έμπορος Richard Steiff έφτιαξε κι αυτός ένα παραγεμισμένο αρκουδάκι, το μοστράρισε σε θέση περίοπτη και τόση επιτυχία είχε, ώστε ξεκίνησαν αμέσως οι εξαγωγές στην Αμερική.
Τα επόμενα χρόνια η συνήθεια των χριστουγεννιάτικων δώρων εξελίχθηκε, φούσκωσε, εξαπλώθηκε, προς δόξαν του εμπορίου και του εφευρετικού πνεύματος. Κάθε συνάντηση ή επίσκεψη φίλων και συγγενών επιφυλάσσει την ευχάριστη έκπληξη της ανταλλαγής πακέτου.
Η Βασιλόπιτα, το νόμισμα κι ο εκλεκτός της βραδιάς
Το έθιμο της βασιλόπιτας και του νομίσματος που αναδεικνύει τον τυχερό της χρονιάς, τηρείται ιδιαίτερα από τους ορθόδοξους λαούς. Και η ποικιλία των συνταγών για την επιτυχία της βασιλόπιτας μεγάλη. Αλλά σχετικά με την προέλευσή του υπάρχουν εκδοχές τις οποίες μελετώντας μπορεί καθένας να συμπεράνει ποια είναι η επικρατέστερη.
Το έθιμο της βασιλόπιτας, όπως και άλλα του Δωδεκαημέρου, ανάγεται στα ρωμαϊκά Σατουρνάλια (τα ελληνικά Κρόνια), που ήσαν κατά βάση αγροτικές γιορτές της βλάστησης και του ξεκινήματος της ζωής που σηματοδοτεί η αρχή της νέας χρονιάς. Συνήθεια της γιορτής ήταν και η ανάδειξη με κλήρο του «βασιλιά των Σατουρναλίων» που μπορούσε να είναι ένας άσημος πολίτης, ακόμα και δούλος. Όμως ο τίτλος αυτός του έδινε τιμές και δόξα, επιτρέποντάς του παράλληλα ελευθερίες ασυνήθιστες. Η ρωμαϊκή τούτη συνήθεια πέρασε στους βυζαντινούς αλλά και σε όλους τους λατινογενείς λαούς, που τις ημέρες του Δωδεκαημέρου περιλάμβαναν στις διασκεδάσεις τους και την εκλογή του τυχερού της βραδιάς, με κουκί ή φασόλι, έναν πρόσκαιρο «βασιλιά», που τον θεωρούσαν τον τυχερό της βραδιάς.
Η βασιλόπιτα σχετίζεται με τον εορταστικό άρτο της ελληνικής αρχαιότητας που προσφερόταν στους θεούς κατά τις αγροτικές γιορτές, τα Θαλήσια και τα Θαργήλια, αλλά και με τις αρχαίες μειλίχιες προσφορές στις θεότητες του Άδη.
Η εκδοχή της προελεύσεως του εθίμου από τα Σατουρνάλια φαίνεται αδύναμη αν αναλογιστεί κανείς ότι δεν αναβιώνει σε λαούς όπως οι γερμανοί και οι ιταλοί. Η αρχαιοελληνική εκδοχή δεν αναδεικνύει το άτομο πίσω από το έθιμο. Πρόκειται απλά για απόπειρα εξευμενισμού των θεών. Τρίτη εκδοχή αυτή του Μεγάλου Βασιλείου, κυκλοφορεί κι αυτή σε αρκετές παραλλαγές. Πλέον διαδεδομένη κι επικρατέστερη, αυτή που στηρίζεται σε μια κωνσταντινουπολίτικη παράδοση.
Όταν ο Βασίλειος ήταν επίσκοπος στην Καισαρεία, ο έπαρχος Καππαδοκίας πίεζε τον λαό για την είσπραξη φόρων. Κάποια στιγμή οι πιέσεις έγιναν απειλές και τότε οι κάτοικοι, φοβισμένοι, ζήτησαν την προστασία του επισκόπου και ποιμενάρχη τους. Τότε εκείνος, στην προσπάθεια να βρει τρόπο για να βοηθήσει το ποίμνιό του, ζήτησε να του φέρουν ό,τι πολύτιμο αντικείμενο είχε κάθε οικογένεια στο σπίτι. Μάζεψε τα δώρα και συνοδευόμενος από τον λαό βγήκε στην είσοδο της πόλεως να προϋπαντήσει τον έπαρχο σε κάποια από τις επισκέψεις του, ίσως την πιο απειλητική. Ήταν όμως τέτοια η εμφάνιση και η πειθώ του Μεγάλου Βασιλείου που ο έπαρχος απέσυρε τις απαιτήσεις του χωρίς να θελήσει να πάρει τα δώρα των κατοίκων. Τότε εκείνοι γύρισαν πίσω στην πόλη χαρούμενοι κι ο άγιος Βασίλειος επιχείρησε να τους επιστρέψει τα πολύτιμα, όμως κάτι τέτοιο απεδείχθη περίπλοκο λόγω του ότι είχαν προσφέρει για χάρη του επάρχου πολλά παρόμοια αντικείμενα, δαχτυλίδια, πέτρες πολύτιμες, νομίσματα.
Τότε ο Βασίλειος σκέφτηκε έναν τρόπο μοιρασιάς, που απεδείχθη θαυματουργός. Έδωσε εντολή να φτιάξουν οι νοικοκυρές μικρές πίτες, τις συγκέντρωσε κι ύστερα τοποθέτησε ο ίδιος μέσα σε κάθε μια ένα από τα πολύτιμα αντικείμενα. Την επομένη προσέφερε από μια πίτα σε κάθε σπίτι, σε κάθε χριστιανό. Και τότε συνέβη το θαυμαστό! Μέσα στην πίτα του βρήκε ο καθένας ό,τι είχε προσφέρει.
Την συνήθεια αυτή ακολουθούν οι ορθόδοξοι λαοί, με πρώτους τους έλληνες και κάθε χρόνο στη γιορτή του αγίου Βασιλείου φτιάχνουμε πίτες που μέσα κρύβουμε κι ένα νόμισμα.
Για τον τυχερό της χρονιάς…