Εμμανουήλ Ροΐδης. Η ζωή και το έργο του
Ο Εμμανουήλ Ροΐδης γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου στις 28 Ιουνίου 1836. Οι γονείς του ήταν πλούσιοι και κατάγονταν από γνωστές οικογένειες της Χίου.
Όταν ο Εμμανουήλ Ροΐδης ήταν 6 ετών, η οικογένειά του μετακόμισε στην Ιταλία για επαγγελματικούς λόγους. Εκεί παρέμεινε μέχρι τα 13 του, οπότε και επέστρεψε στη Σύρο και παρακολούθησε στο ελληνοαμερικανικό λύκειο Χρήστου Ευαγγελίδη. Ήταν συμμαθητές με τον λογοτέχνη Δημήτριο Βικελλά και κυκλοφόρησαν μαζί την μαθητική εφημερίδα “Μέλισσα”, που ήταν χειρόγραφη. Από νεαρή ηλικία απολάμβανε τη λογοτεχνία και αγαπούσε πολύ να διαβάζει τα μυθιστορήματα του Αλεξάνδρου Δουμά.
Από τα 19 του (1855) μέχρι την ηλικία των 27 ετών έκανε πολλά ταξίδια στο εξωτερικό. Γερμανία, Ρουμανία, Αίγυπτο. Στο Βερολίνο, όπου σπούδασε λογοτεχνία και φιλοσοφία, επισκέφτηκε για πρώτη φορά ιατρούς θέλοντας να θεραπεύσει το πρόβλημα ακοής που τελικά τον ακολούθησε σε όλη του τη ζωή. Στη Ρουμανία μετέφρασε το Οδοιπορικό του Σατωμπριάν. Όταν ο θείος του Ροΐδη διάβασε κατά τύχη το χειρόγραφο, τον παρότρυνε να το δημοσιεύσει, πράγμα που έκανε τελικά το 1860 στην Αθήνα. Το 1862, μετά τον θάνατο του πατέρα του στην Αίγυπτο, ο Εμμανουήλ Ροΐδης επιστρέφει ξανά στην Αθήνα κι αποφασίζει να ασχοληθεί με τη Λογοτεχνία.
Το 1866 δημοσιεύεται η Πάπισσα Ιωάννα, ένα νεανικό έργο του Ροΐδη που όμως παραμένει μέχρι και σήμερα το πιο αναγνωρίσιμο. Η Πάπισσα Ιωάννα βασίστηκε σε έναν θρύλο που είχε ακούσει στη Γένοβα όταν ήταν παιδί, για ένα κορίτσι που έγινε Πάπας τον 9ο αιώνα. Ενήλικος πια ο Εμμανουήλ Ροΐδης, έκανε έρευνα σε πολλές βιβλιοθήκες στη Γερμανία, στην Ιταλία και στην Ελλάδα. Το πλούσιο υλικό που βρήκε, τον βοήθησε πολύ στη συγγραφή του βιβλίου του, αλλά και τον έκανε διάσημο σε ολόκληρη την Ευρώπη. Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδας καταδίκασε το βιβλίο ως κακοήθες και βλάσφημο. Να σημειώσουμε εδώ ότι ο Ανδρέας Ανδρεάδης, ανιψιός του Ροΐδη και πρώτος βιογράφος του, τονίζει ότι ποτέ δεν αφορίστηκε ο Εμμμανουήλ Ροΐδης, αλλά μεταλάμβανε τα Άχραντα Μυστήρια μέχρι τα βαθειά του γεράματα.
Τα χρήματα από τις εμπορικές δραστηριότητες τόσο του ίδιου όσο και του πατέρα του, τα επένδυσε σε μετοχές της Εταιρείας Λαυρίου και της Πιστωτικής, και τα έχασε σχεδόν όλα το 1873. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την επιδείνωση της ακοής του, που πλέον τον εμπόδιζε να έχει τις κοινωνικές δραστηριότητες που πολύ αγαπούσε, επέδρασαν σημαντικά στην ψυχολογία του. Ο Εμμανουήλ Ροΐδης έγινε σαρκαστικός, έως και πικρόχολος. Το μόνο πράγμα που του έδινε χαρά πλέον ήταν το διάβασμα. Αλλά η σύγκριση της σύγχρονής του Ελληνικής Λογοτεχνίας με την αντίστοιχη Γαλλική της οποίας ήταν βαθειά γνώστης, είχε σαν αποτέλεσμα πολλές δημόσιες διαμάχες με άλλους συγγραφείς και ποιητές. Χαρακτηριστική είναι περίπτωση η σύγκρουσή του με τον Άγγελο Βλάχο, με την κριτική που του έκανε με το άρθρο “Περί Συγχρόνου Ελληνικής Ποιήσεως”.
Μολονότι ο Εμμανουήλ Ροΐδης έγραφε τα έργα του στην Καθαρεύουσα, ήταν ένας από τους υπέρμαχους της Δημοτικής Γλώσσας και στάθηκε στο πλευρό του Κωστή Παλαμά. Μέχρι τα βαθειά του γεράματα συνεργάστηκε με πολλές εφημερίδες ως αρθρογράφος. Επίσης τέλεσε Έφορος και Διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης.
Ο Εμμανουήλ Ροΐδης πέθανε στην Αθήνα, στις 7 Ιανουαρίου 1904
Εμμανουήλ Ροΐδης. Αποφθέγματα
Η ανοχή της αισχρότητος είναι το κυριώτατον γνώρισμα του καθʼ ημάς Έλληνος, ο λοβός ο πάσχων παρʼ ημίν φρικώδη υπερτροφίαν, έλκος μιαρόν και δυσώδες καταβιβρώσκον πάσας τας τάξεις της ελληνικής κοινωνίας.
Έκαστος τόπος έχει την πληγήν του: Η Αγγλία την ομίχλην, η Αίγυπτος τας οφθαλμίας, η Βλαχία τας ακρίδας και η Ελλάς τους Έλληνας.
Όπως οι Ινδοί, έτσι και οι Έλληνες χωρίζονται σε φυλές. α) Σε Συμπολιτευόμενους, που έχουν ένα κουτάλι και το βυθίζουν στη χύτρα του προϋπολογισμού. β) Σε Αντιπολιτευόμενους, οι οποίοι δεν έχουν κουτάλι και ζητούν να πάρουν ένα με κάθε τρόπο. γ) Σε Εργαζομένους, αυτοί ούτε έχουν κουτάλι, ούτε το ζητούν, αλλά είναι επιφορτισμένοι να γεμίζουν την χύτρα με τον ιδρώτα τους.
Πλην των άλλων έχουν και τούτο το αλλόκοτον οι ερωτευμένοι, ότι δεν δύνανται να εννοήσωσιν ούτε ότι ενδέχεται να πεινάσουν, όταν είναι χορτάτοι, ούτε ότι ημπορούν να χορτάσουν, όταν είναι πεινασμένοι.