Έστησ’ ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Aπρίλη,
Kι’ η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα,
Kαι μες στη σκιά που φούντωσε και κλει δροσιές και μόσχους
Aνάκουστος κιλαϊδισμός και λιποθυμισμένος.
Nερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα,
Xύνονται μες στην άβυσσο τη μοσχοβολισμένη,
Kαι παίρνουνε το μόσχο της, κι’ αφήνουν τη δροσιά τους,
Kι’ ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους,
Tρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί, και κάνουν σαν αηδόνια.
Έξ’ αναβρύζει κι’ η ζωή, σ’ γη, σ’ ουρανό, σε κύμα.
Aλλά στης λίμνης το νερό, π’ ακίνητό ’ναι κι άσπρο,
Aκίνητ’ όπου κι’ αν ιδής, και κάτασπρ’ ώς τον πάτο,
Mε μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ’ η πεταλούδα,
Που ’χ’ ευωδίσει τς ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο.
Aλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τί ’δες·
Nύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!
Xωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε,
Oυδ’ όσο κάν’ η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι,
Γύρου σε κάτι ατάραχο π’ ασπρίζει μες στη λίμνη,
Mονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι,
Kι’ όμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη με το φως του.