Δέκα μέρες δεν είχε νέα απ’ τον Βαλάντη της. Ο άντρας της είχε βγει στα βουνά εδώ και δυο μήνες, μα πάντα της έστελνε μαντάτα και πότε-πότε ερχόταν και τους έβλεπε, εκείνη και το παιδί τους, τον μονάκριβο τον Γιάννο.
Ο μικρός Γιάννος δεν ήταν καλά εδώ και πέντε μέρες. Δεν ήθελε το φαγητό του, είχε χλωμάδα και το πρόσωπό του. Σήμερα τον άφηκε να κοιμηθεί παραπάνω, να γιάνει.
Ο καπτα-Βαλάντης είχε πάρει το καρυοφίλι του σαν μαθεύτηκε ότι τα Ρώσικα πλοία κατεβήκαν στο Αιγαίο. “Ήρθε ο καιρός”, της είπε, “δε θυμάσαι τον Πατρο-Κοσμά που προφήτευε;”
Και τον καλόγηρο θυμόταν, και θα ‘παιρνε κι αυτή τα όπλα -το ‘χε η ρίζα της να πολεμάνε κι οι γυναίκες, αλλά το παιδί; Ο Γιάννος ήταν πολύ μικρός και πώς θα άντεχε το κρύο και την κακουχία;
Κι έτσι έμεινε για το παιδί τους στο σπίτι. Σπίτι όμως άδειο χωρίς τον Βαλάντη της. Το γέμιζε ο μικρός ο Γιάννος πότε με το γέλιο του, πότε με τα κλάματά του. Μα η αγωνία για τον άντρα της έτρωγε τα σωθικά της.
Της έστελνε μαντάτα μ’ ένα κλεφτόπουλο κάθε τρεις-τέσσερας μέρες. Χτυπάγανε τους Τούρκους και τους Τουρκαλβανούς και ξαναφεύγανε. Τι να κάνουν δέκα κλέφτες με τόση Τουρκιά;
Ήταν και τ’ όνειρο. Το ξανάδε σήμερα κι όταν αγριεμένη ξύπνησε, άφηκε τον μικρό Γιάννο να κοιμάται και πήγε μόνη στο χωράφι. Δεν την πείραζε η κούραση, που ‘κανε μόνη τις δουλειές… Μα τ’ όνειρο τη στοίχειωνε.
Μια μαυρίλα, σα σύννεφα, σα φωτιά, τύλιγε μια πλαγιά και στην κορφή βγαίνουν δυο ασπροπούλια και βουτάνε στο γκρεμό σα σαϊτιά και κάτω να ‘ναι ένα ρυάκι κόκκινο.
Όχι, δεν ήταν απλό όνειρο αυτό, μα κάτι απ’ τα μελλούμενα της έλεγε και για καλό δεν ήταν. Κι ο καπτα-Βαλάντης της… Τελευταία φορά τον είχε φιλήσει πριν δυο βδομάδες σχεδόν και πριν δέκα μέρες είχε έρθει το κλεφτόπουλο. Του ‘δωκε λίγο φαΐ για τους κλέφτες κι ας μην της έφτανε καλά-καλά για κείνη και το παιδί. Θα ‘ρχόταν λέει ασκέρι τούρκικο κι ο κίνδυνος είν’ μεγάλος, να φυλαχτεί…
Πού να φυλαχτεί και τι να σώσει, που ο Τούρκος σκότωνε όποιον ήθελε χωρίς λόγους κι αφορμές. Τρεις αιώνες που πάτησε η Τουρκιά την Πατρίδα, τρεις αιώνες χαλασιά, φωτιές και χαμός. Πόσοι Έλληνες τούρκεψαν, πόσοι προσκύνησαν για ένα κομμάτι γης. Τι να τη κάμεις τη γη άμα χάσεις την Πίστη σου; Και μετά να διαφεντεύουν τους άλλους ραγιάδες, χειρότεροι αφέντες κι απ’ αυτούς τους Τούρκους.
Κει που κουβαλούσε, μια σκιά στον ουρανό σταμάτησε τις σκέψεις της. Τι σκιά; Καπνοί, φωτιά. Φωτιά! Θεέ μου το παιδί!
Τα πετάει όλα χάμω και τρέχει στο σπίτι – Θεέ μου φύλα το παιδί! Τι ‘ν’ αυτό, το σπίτι καίγεται; Πώς; Οι Τούρκοι! Ήρθαν και τα καίνε όλα, ν’ αφανίσουν την κλεφτουριά κι όσους τους βοηθάνε.
Έφτασε και βλέπει το μισό σπίτι στις φλόγες – “Γιαννάκη μου” και ορμά μέσα. Ακούει τα κλάματα, αρπάζει το παιδί και πηδά έξω να σωθούν. Πάει το βιός μας, αχ το γλύτωσα το παιδί, αχ… Θεέ μου να βγω να πάμε στον άντρα μου, να πεθάνουμε μαζί. Ελεύθεροι.
Τι ήταν αυτό; Οι Τούρκοι είναι κοντά, ακούω τις φωνές τους. Άμα με βρουν θα σκοτώσουν το παιδί και μετά… μετά θα μ’ ατιμάσουν οι άπιστοι. Όχι, δεν θα τους αφήσω. Δε θα μας πιάσουν. “Ήσυχα Γιάννο μου – σώπα μη μας δούνε”.
Κι έτρεχε, έτρεχε μ’ όλη τη δύναμη της μάνας έτρεχε.
Την είδαν οι Τούρκοι από πιο χαμηλά. Θα την έφταναν, είχαν τ’ άλογά τους. Και τότε θα μάθαινε η γκιαούρισα την τιμωρία για τους ρέμπελους. Ρωτάγανε για τους κλέφτες μα δε μίλαγε κανείς τους. Θέλανε ξεσηκωμούς οι ραγιάδες, δεν ήξεραν την θέση τους. Μα οι Ορλώφ έχασαν κι έφυγαν. Και τώρα οι γκιαούρηδες θα μάθαιναν το νόμο του προφήτη. “Δείτε την ωρέ, σα δορκάδα πάει. Όποιος την πιάσει είναι δική του”.
Αυτό περίμεναν οι άπιστοι. Χίμηξαν με λύσσα να την προλάβουν.
Μα εκείνη τους είχε καταλάβει κι έτρεχε τώρα μες στα δέντρα και τους θάμνους, να μην μπορούν τα άλογα να μπουν να τρέχουν.
Άλλαξε ο άνεμος. Μυρωδιά από καμένο. Σκοτείνιασε κι ο ήλιος. Μα δε θα την πιάσουν, όχι.
Έφτασε σ’ ένα γκρεμό. Μαύρα σύννεφα στον ουρανό και καπνοί απ’ τις φωτιές. Οι Τούρκοι πλησίαζαν – οι βρισιές τους ακούγονταν πιο δυνατά. Στις ρίζες του γκρεμού είχε ένα μικρό ποτάμι. Πίσω της, απ’ όλες τις μεριές ‘φτάναν οι Τούρκοι.
Ο Γιάννος δεν έκλαιγε πια. Το λευκό προσωπάκι του την κοίταγε με μια κατανόηση. Λευκό σαν περιστέρι.
Κατάλαβε τότε κι εκείνη.
Τα σύννεφα, οι καπνοί, οι Τούρκοι – η μαύρη καταχνιά. Το δάσος, η πλαγιά και ο γκρεμός. Ο χρόνος σταμάτησε. Το ποτάμι περίμενε. Περίμενε να γίνει κόκκινο.
Σήκωσε λίγο πιο ψηλά το γιο της κι έκανε μια μικρή δέηση στον Θεό. Φίλησε το αγγελούδι της, τελευταία φορά και τον κράτησε σφιχτά στον κόρφο της. Δεν θα γίνει Τουρκάλα!
Κι ο χρόνος ξεκινά πάλι. Οι Τούρκοι είναι δίπλα της σχεδόν. “Σιγά μωρή γκιαούρισα. Πού θα πας;” Είχε φτάσει στο τέλος. Καλύτερα μάρτυρας παρά στα χέρια τους. Πηδάνε στο κενό.
Οι Τούρκοι στέκουν ακίνητοι. Δε χωρά στο μυαλό τους αυτό που βλέπουν – δε ξέρουν τι σημαίνει αυτοθυσία. Και το ποτάμι γίνηκε κόκκινο.