Η μεσημεριάτικη ώρα του καλοκαιριού μοιάζει με τσιγγάνα χορεύτρια μαυρομάτα και σφιχτομελάχρινη και με χείλια που καίνε από φλογομανούσες ανιστόρητες δίψες. Τα φουστάνια της είναι κόκκινα σα μια μεγάλη πυρκαγιά κι έχουνε κεντημένα απάνω αστάχια χρυσά και στις άκρες μεγάλα ξόμπλια κίτρινα.
Τους αστραγάλους της γλυκοφιλούνε χαλκάδες χρυσοί και κουδουνάκια και στα μπράτσα της σφιχτοπεριπλέκονται ασημένια φίδια με μάτια από ρουμπίνι και τα χέρια της κρατούνε τέφι και καστανιέτες κι ως αναπηδά, αναπηδούν και τα στήθια της και ντιντινίζουνε τα βενέτικα κοσάρια και χορεύει, χορεύει, χορεύει καταμεσής του δρόμου κι αλαφροζωσμένες, πορφυροχειλάτες
αποκρεμούνται ξέπλεκες και τρομαγμένες οι επιθυμίες απ’ όλα τα παράθυρα των ανθρώπινων κορμιών για να τη δούνε.
Κι αυτή πηδά τρελή και φεύγει μέσ’ από τους δρόμους, απάνω από τις στέγες και χύνεται στα χωράφια, ανεβαίνει στα βουνά, τα τζιτζίκια τρέχουνε και καθίζουνε απάνω στα μαλλιά της και φωνάζουνε, τα ζώα στριγμώνουνται στους ίσκιους φοβισμένα, κανένας στρατολάτης δε φαίνεται στο δρόμο κι αυτή ορμά τρανοδύναμη με τα μπράτσα μπροστά –σαν τρικυμία από ήλιο–
ορμά σε πολιτείες και χωριά, και τα καμπαναριά ως τη δούνε από μακριά αρχίζουν και φωνάζουνε και σειούνται συθέμελα, λες και τα γέμισε ξάφνου σύγκορμα όλα, η κολασμένη ψυχή ενός ξεφρενιασμένου από αγάπη Κουαζιμόδου.
Νίκος Καζαντζάκης,
ένα πορτραίτο από τη “Ζωή η Αυτοκρατόρισσα”, 1909
(το υπέγραψε ως Πέτρος Ψηλορείτης)
Μακριά, στην άκρα τ’ ουρανού, κάτι σα φως κατακόκκινο, που μοιάζει και σαν πυρκαγιά. Τώρα ξημερώνει; Τώρα βραδιάζει; Ποιος το ξέρει. Νύχτα είναι παντού κι όλο σκιές κι αξεδιάλυτα τα πράματα μες στο σκοτάδι. Ένα σκοτάδι παράξενο που κάποια απόχρωσις μπλε του δίνει το λυκόφως που πέφτει.
Δεξιά στο βάθος, λες σαν φάντασμα, ένας μύλος με κατεβασμένες τις φτερωτές, θαμποφαίνεται, ποιος ξέρει που…
Κι εδώ μπροστά κάτι βράχοι, μεγάλες πέτρες, η αμμουδιά και τα νερά ολοκόκκινα – μια βάρκα τραβηγμένη κι ένας άνθρωπος σκυφτός στο πλάι της που κάτι πασχίζει…
Τίποτ’ άλλο: ο άνθρωπος σκυφτός στην βάρκα, τα νερά τα κόκκινα, ένα καλάθι ριγμένο στην ακρογιαλιά – κι όπου το φως πέφτει καταπόρφυρα βάφει και το καλάθι και τις πέτρες και τα μαλλιά του ανθρώπου… Κι όπου το φως δεν πέφτει, μια νύχτα ασάλευτη και βαρησκίωτα θλιμμένη σωριάζεται.
Αν έλειπε από κει μακριά το φως εκείνο που μοιάζει και σαν πυρκαγιά, τίποτα δεν θα ξεχώριζε και θά ‘τανε όλα σκεπασμένα αξεδιάλτα κι ανύπαρκτα.
Μια θλιμμένη σκέψις με πλανά. Μα τι νά ‘ναι; Τι νά ‘ναι το φως το κατακόκκινο εκεί μακριά στο βάθος τ’ ουρανού; Είναι ποξημερώματα, είναι οι στερνές αναλαμπές της μέρας; Τι νά ‘ναι;
Είναι ποξημερώματα κι ο άνθρωπος σπρώχνει την βάρκα του προς κάποιες μαγεμένες ακρογιαλιές που τις πλημμυρίζει σαν ήλιος η ελπίδα κι όπου άκουσε πως κοίτουνται και τον γλυκοπροσμένουνε κοράλλια και μαργαριτάρια και ξανθές σειρηνούλες σε φιλντισένια κοχύλια;
Ή μην είναι αι στερνές αναλαμπές της μέρας κι ο ναύτης τραβά ολαδιεανή την βάρκα του, ολαδειανή και την ψύχη του στο ακρογιάλι και κλαίει τη χαμένη του τη μέρα και τις ελπίδες που τον σπρώξανε πρωί-πρωί, στ’ ανώφελα και μακρινά ταξίδια;
Τι νά ‘ναι;
Γαλάτεια Καζαντζάκη,
“Ένα Πορτραίτο της Αδερφής μου”, 1909
(το υπέγραψε ως Πετρούλα Ψηλορείτη)