Διαπολιτισμική εκπαίδευση: Αναγκαιότητα, ιδεολογική κατασκευή, παρηκμασμένη ουτοπία ή επιθυμία ιδανικού συμβιβασμού;
Τα τελευταία χρόνια φθάνουν στην χώρα µας πολλοί οικονοµικοί ή άλλου τύπου µετανάστες από διάφορες χώρες του κόσµου και την Ευρωπαϊκή Ένωση για µόνιµη εγκατάσταση. Ζώντας στην Ελληνική κοινωνία έρχονται αναγκαστικά σε επαφή µε µια καινούρια πραγµατικότητα γι’ αυτούς, που εξαρτάται από την περιρρέουσα κοινωνική, οικονομική, πολιτική, θρησκευτική ατµόσφαιρα. Το ερώτηµα που τίθεται, λοιπόν, είναι ποια στάση θα κρατήσει η ελληνική κοινωνία και πολιτεία απέναντί τους. Σε τελική ανάλυση, αφού έρχονται εδώ για να ζήσουν, να εργαστούν εδώ, τι θα γίνει µε το µέλλον αυτών των ανθρώπων; Ποια παιδεία (που αφορά τον χαρακτήρα και τον τύπο ανθρώπου – πολίτη που θέλουµε να διαπλάσσουµε, µέσω της µορφώσεως και µέσω της αγωγής) και ποια εκπαίδευση (που αφορά γνώσεις, δεξιότητες και εµπειρίες και τον τρόπο που θα αποκτηθούν αυτές µέσα από την εκπαιδευτική διαδικασία) θα πρέπει να τους παρέχει η ελληνική πολιτεία;
∆εν µπορεί κανείς να αρνηθεί ότι αυτοί οι άνθρωποι που έρχονται στη χώρα µας για διαφόρους λόγους (οικονοµικούς, κοινωνικούς, πολιτικούς κ.λ.π.), κουβαλάνε µαζί τους έναν πολιτισµό, µια κοσµοθεωρία, µια κουλτούρα και µια γλώσσα διαφορετική. Και από την άλλη συναντούν επίσης µια διαφορετική κατάσταση στη χώρα υποδοχής, όσον αφορά όλα τα παραπάνω. Το Ελληνικό κράτος γνωρίζει την κατάσταση αυτή, δηλαδή την διαφορετικότητα των ανθρώπων αυτών που οφείλεται στη χώρα προέλευσής τους, τις κοινωνικές, οικονοµικές δοµές της και τον πολιτισµό της, όπως επίσης ότι κάτι πρέπει να κάνει για την παιδεία και την εκπαίδευση αυτών των ανθρώπων, ιδιαίτερα των παιδιών τους.
Ο προβληµατισµός λοιπόν είναι µεγάλος. Τι θα κάνουµε µε αυτούς τους µαθητές; Με ποιες προϋποθέσεις και µε βάση ποια αναλυτικά προγράµµατα θα τους εντάξουµε στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστηµα; Τι θα γίνει µε τη γλώσσα; Τα µαθήµατα αυτοπροσδιορισµού, εθνικού καθορισµού και αυτογνωσίας µέσω του πολιτισµού, της κουλτούρας, της τέχνης, της ιστορίας, της γλώσσας της χώρας υποδοχής, θα διδαχθούν; Πώς; Και από ποιους; Μήπως για να πετύχουµε οµαλή και χωρίς εντάσεις ένταξη αυτών στο ελληνικό γίγνεσθαι θα πρέπει να κάνουµε εκπτώσεις στη διδασκαλία ορισµένων µαθηµάτων (π.χ. ιστορίας, πολιτισµού κ.λ.π.), δηλαδή αλλαγή του περιεχοµένου της διδασκόµενης ύλης και κατ’ επέκταση των αναλυτικών προγραµµάτων; Και η «αντικειµενική» για το ελληνικό εθνικό κράτος ιστορική πραγµατικότητα θα µείνει απέξω; Για παράδειγµα τα σχετικά µε το κίνηµα του Ζωγράφου και το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας για την αυτονοµία της Β. Ηπείρου θα διδαχθούν σε µαθητές προερχόµενους από τη γειτονική Αλβανία; Πώς θα ερµηνεύσουν π.χ. οι μουσουλμάνοι μαθητές/τριες τους θρησκευτικούς πολέµους στην Ευρώπη, τις Σταυροφορίες κ.λ.π.; Ή πως θα εµβαθύνουν σε πολλές µορφές τέχνης όπως η γλυπτική, η αγιογραφία, η αρχιτεκτονική, η ποίηση, η πεζογραφία κ.ά. που έχουν επηρεάσει και διαµορφώσει ολόκληρους πολιτισµούς και κοινωνίες; Πως θα ερµηνεύσουν γεγονότα και κοινωνικές συµπεριφορές, στάσεις ζωής και δρώµενα ολόκληρων λαών (εορτές κ.λ.π.) που βασίζονται στο θρησκευτικό βίωµα; Πως θα ερµηνεύσουν για παράδειγµα τον πόλεµο στην Γιουγκοσλαβία, την επίθεση της 11ης Σεπτεµβρίου ή τα σχετικά τελευταία γεγονότα της έκρηξης του Ισλάµ στον κόσµο µε αφορµή τα σκίτσα για τον Μωάµεθ;
Το σίγουρο είναι ότι θα πρέπει να υπάρχει σεβασµός και ανοχή στη διαφορετικότητα. Αλλά είναι γεγονός επίσης ότι θα πρέπει να δοθεί και έµφαση στη γλώσσα της χώρας υποδοχής αυτών των ανθρώπων, γεγονός που θα έχει σαν αποτέλεσµα την προσφορά µεγαλύτερης βοήθειας στους συγκεκριµένους µαθητές. Μήπως, όπως ισχυρίζονται πολλοί, αν δοθεί έµφαση στη γλώσσα της χώρας προέλευσης και κατ’ επέκταση σε ό,τι αυτήν ακολουθεί (αφού η γλώσσα δεν είναι απλά σύµβολα, αλλά κουβαλά ολόκληρο πολιτισµό), τονίσουµε τη διαφορετικότητα και µετά να προσπαθήσουμε να τη σεβαστούµε; Αλλά αυτό σε όλες σχεδόν τις χώρες που συνέβη οδήγησε στη δηµιουργία γκέτο, δηλαδή στη δηµιουργία παράλληλων κοινωνιών. Που σηµαίνει κατ’ επέκταση διαχωρισµό και εγκατάλειψη αυτών των διαφορετικών κοινωνιών, παραµελήσεις αυτών των ανθρώπων και κατά συνέπεια πιθανές εκρήξεις (π.χ. σχετικά πρόσφατα γεγονότα στη Γαλλία).
Γεννάται λοιπόν το ερώτηµα, τι σχολεία θα πρέπει να δηµιουργήσουµε γι’ αυτούς τους ανθρώπους; Σχολεία συντήρησης ενός άλλου πολιτισµού; Ή θα πρέπει να προσπαθήσουµε να εντάξουµε οµαλά αυτούς τους µαθητές στη πραγµατικότητα της χώρας υποδοχής, σεβόµενοι την ιδιαιτερότητά τους και τη διαφορετικότητά τους; Ή να τους αφοµοιώσουµε στην νέα πραγµατικότητα; Και ο σεβασµός στο διαφορετικό; Όµως δεν θα πρέπει από την άλλη να τους πληροφορήσουµε, µέσω της εκπαίδευσης, για την περιρρέουσα κοινωνική, πολιτική, πολιτισµική, ιστορική, θρησκευτική κ.λ.π. πραγµατικότητα της χώρας που ήρθαν για να ζήσουν; ∆εν θα διευκολύνει τη ζωή τους αυτή η παιδεία και εκπαίδευση στη χώρα υποδοχής και την ένταξή τους στο κοινωνικό της και κατ’ επέκταση εργασιακό της σύστηµα;
Το σχολείο που θα φιλοξενεί τέτοιους µαθητές θα κρίνεται από το αν µπορεί να αξιοποιεί τις δυνατότητες που έχει ώστε να προσφέρει προσόντα µαθητικά, ιδεολογικά, πολιτισµικά ώστε να έχουν όλοι οι µαθητές ίσες ευκαιρίες για την κοινωνία που θα ζήσουν. Να διδαχθούν αξίες όπως ελευθερία, ισότητα, δικαιοσύνη, αγάπη προς τον άλλο, τον διαφορετικό. Να εκφραστούν ως ολοκληρωµένες προσωπικότητες και να ενταχθούν επιτυχώς στο κοινωνικό και εργασιακό δυναµικό. Στόχος είναι το να κερδίσουν όλοι οι µαθητές το ίδιο και όχι να τεθούν οι οποιεσδήποτε πολιτισµικές διαφοροποιήσεις τροχοπέδη σ’ αυτή την ίση και δίκαιη απόλαυση των στόχων του σχολείου. Αν, αντίθετα προχωρήσουµε σε µια αντιρατσιστική διαπολιτισµική εκπαίδευση, στο όνοµα µιας θολής ιδέας περί πολυπολιτισµικότητας, υπάρχει ο κίνδυνος, τονίζοντας τις διαφορές, να υπάρξει αποκλεισµός, περιθωριοποίηση και εκρήξεις κοινωνικές ή άλλες µε οδυνηρές συνέπειες. Μπορεί ακόµη να µετατραπεί αυτή η εκπαίδευση σε ιδεολογικό-πολιτικό εργαλείο για την ικανοποίηση των αιτηµάτων αυτών των οµάδων ήτοι περιορισµός των κωδίκων της χώρας υποδοχής, και υιοθέτησης των δικών τους, δηλαδή αναζήτηση δικού τους ζωτικού πολιτισµικού χώρου, που είναι βέβαιο ότι θα επιτείνει το πρόβληµα αντί να το λύσει. Αναφέρουµε για παράδειγµα τη Θράκη (αν για παράδειγµα κατά παράβαση των συνθηκών ονοµασθεί Τουρκική και όχι Μουσουλµανική η µειονότητα), φορείς όπως το Ουράνιο Τόξο (που απαιτούν αναγνώριση «Μακεδόνων» γλωσσικά), τους λεγόµενους «Τσάµηδες» της Αλβανίας (χάριν ελλείψεως συγκρούσεων) κ.λ.π. Ή ακόµη χειρότερα την ίδρυση ξεχωριστών σχολείων µε έµφαση στη διγλωσσία για τους µετανάστες, οι οποίοι θα διδάσκονται τα ελληνικά ως ξένη γλώσσα, περίπτωση η οποία θα αποβεί πολύ προβληµατική, αφού θα προσφέρουµε επίσηµα πλέον έδαφος για διαχωρισµούς, δηµιουργία µειονοτήτων και άλλα συναφή.
Χρειάζεται πολύ προσοχή όταν µιλάµε για διαπολιτισµική εκπαίδευση, γιατί αν δεν αντιµετωπίσουµε σωστά το πρόβληµα θα υπάρξει πολύ µεγάλος κίνδυνος να κατακερµατιστούν τα σχολεία µας και τα προγράµµατά τους αλλά και να δηµιουργηθούν παράλληλες κοινωνίες, µε ότι αυτό συνεπάγεται (γκέτο). Θα πρέπει κατά κάποιο τρόπο να υπάρξει ένταξη και ενσωµάτωση αυτών των ανθρώπων στο γίγνεσθαι της χώρας υποδοχής και όχι αφοµοίωση, µε σεβασµό οπωσδήποτε και ανεκτικότητα στο διαφορετικό. Έτσι θα καταφέρουµε να τους εµπνεύσουµε σεβασµό στην κουλτούρα της χώρας υποδοχής αλλά ταυτόχρονα αυτογνωσία και αναγνώριση της δικής τους ιδιαιτερότητας και κουλτούρας καθώς και αυτοσεβασµό.
Σίγουρο είναι ότι θα πρέπει το Ελληνικό σχολείο που θα φιλοξενεί αλλοδαπούς µαθητές να κρίνεται από το αν µπορεί να αξιοποιεί τις δυνατότητες που έχει, ώστε να προσφέρει προσόντα τέτοια, ώστε να έχουν όλοι οι µαθητές ίδια πληροφόρηση καθώς και ίσες ευκαιρίες για την κοινωνία στην οποία θα κληθούν να ζήσουν και να εργασθούν. Να εκφραστούν ως ολοκληρωµένες προσωπικότητες και να ενταχθούν επιτυχώς στο κοινωνικό και εργασιακό δυναµικό. Στόχος είναι να κερδίσουν όλοι οι µαθητές το ίδιο και όχι να τεθούν οι οποιεσδήποτε πολιτισµικές διαφοροποιήσεις τροχοπέδη σ’ αυτή την ίση και δίκαιη απόλαυση των στόχων του σχολείου.
Αμαλία Κ. Ηλιάδη
Ιστορικός-Φιλόλογος (ΜΑ Βυζαντινής Ιστορίας)
Δ/ντρια 3ου Γυμνασίου Τρικάλων