Ρεαλισμός και Ποιητικότητα σε μέρες δανεισμού…
«Τους δανειστές τους δημιούργησε η τρυφή, όπως ακριβώς και τους χρυσοχόους, τους αργυροχόους, τους αρωματοποιούς και τους βαφείς υφασμάτων. Διότι χρεωνόμαστε για να πληρώσουμε όχι το ψωμί και το κρασί, μα εξοχικές κατοικίες, δούλους, μουλάρια, ανάκλιντρα και τραπεζώματα, καθώς και για να χρηματοδοτούμε χωρίς καμιά συγκράτηση, θεάματα για τις πόλεις, επιδιδόμενοι σε στείρους και δυσάρεστους ανταγωνισμούς.
Άνθρωπος όμως που μπλέκει μια φορά μένει χρεώστης για πάντα και, σαν άλογο που του έχουν φορέσει χαλινάρι, δέχεται στη ράχη του τον έναν αναβάτη μετά τον άλλο και μη βρίσκοντας κανένα καταφύγιο σε εκείνα τα λιβάδια και τα βοσκοτόπια πλανιέται μάταια…», σημειώνει ο γνωστός κυρίως για τους «Βίους Παράλληλους» αρχαίος συγγραφέας. Και συνεχίζει: «Ο δανειστής θίγει την ελευθερία σου και βάζει πωλητήριο στην αξιοπρέπειά σου. Αν πουλήσεις, ρίχνει την τιμή. Αν του ορκίζεσαι, σε προστάζει. Αν πας στην πόρτα του, την κρατάει κλειστή. Και αν μείνεις στο σπίτι σου, στήνεται στο κατώφλι και σου βροντά αδιάκοπα την πόρτα.
Για να διατηρήσουμε λοιπόν την ελευθερία μας ενώ έχουμε συνάψει δάνεια, κολακεύουμε ανθρώπους που καταστρέφουν σπιτικά, γινόμαστε σωματοφύλακές τους, τους καλούμε σε γεύματα, τους προσφέρουμε δώρα και τους πληρώνουμε φόρους, κι όλα αυτά όχι γιατί μας αναγκάζει η φτώχεια (αφού κανείς δεν δανείζει σε φτωχό), αλλά για χάρη της πολυτέλειας. Αν αρκούμαστε στα απαραίτητα, οι δανειστές δεν θα υπήρχαν ως είδος, όπως δεν υπάρχουν Κένταυροι και Γοργόνες».
Οποία σύμπτωσις! Σύμφωνα με τους ιστορικούς ερευνητές, πρόκειται για γραπτή ομιλία που εξεφώνησε ο Πλούταρχος το 92μ.Χ. πιθανώς στην Αθήνα, σε μια περίοδο που οι τότε ελληνικές πόλεις αντιμετώπιζαν μια οξύτατη κρίση χρέους αφού είχαν υπερδανειστεί σε ξένους, κατά κύριο λόγο, πιστωτές.
Κι εμείς σήμερα στην ίδια με κείνες όχθη: Φαύλος κύκλος στο χείλος του γκρεμού. Απελπισία κι ανελέητος τρόμος. Η χώρα, «Κοιλάδα των δακρύων». Κι ένας χορός ανένδοτων και δεδομένων να εξακολουθεί να «αρχηγεύει» και να υμνεί της πατρίδας το χαμό. Ραγισμένο το βλέμμα στο πρόσωπο του βετεράνου που δεν του φτάνει η σύνταξη για τα γεράματα, τυφώνας η οργή του απολυμένου που σκοντάφτει πάνω στην ασπίδα του κρανοφόρου.
Οι συντεχνίες της εξουσίας -συνασπισμοί μετριοτήτων, κλεπτοκρατών και κλεπταποδόχων, που μπερδεύουν την πατρίδα με την τσέπη, ανίκανες στρέφονται κατά πάντων, ελπίζοντας ν’ αρμέξουν αυτά που θα μπορούσαν να πάρουν αν είχαν φτιάξει στοιχειώδεις μηχανισμούς για τη φορολόγηση των εχόντων. Βλέπουν κι αυτές ότι το καράβι βουλιάζει, ναυαγεί, πάει φούντο. Όχι μόνο από λάθη, αβλεψίες που έχουν σωρηδόν διαπράξει, αλλά και γιατί η κοινωνία δε θέλει πια να πληρώσει, δεν μπορεί πια να πληρώσει, ο κόμπος έφτασε στο χτένι κι ότι ξεκίνησε ως κατακραυγή θα καταλήξει άγριο τσαλάκωμα και διαγραφή απ’ το χάρτη του σήμερα και του αύριο.
Έτσι κυλούν οι μέρες. Μ’ άσχημα μαντάτα σαν απειλητικές σφήκες στο πρόσωπο μικρού παιδιού. Γεμάτες ψέματα και θλίψη. Με απονενοημένα μέτρα -βήματα μεθυσμένου που τρεκλίζει και τσαλαβούτημα στην ύφεση. Με θυσίες χωρίς αντίκρισμα και την απόλυτη ατιμωρησία. Η ευτραπελία εκδηλώνει πλέον το μεγαλείο της απαστράπτουσα. Το ολίγιστο, καθιερωμένο εκ του συστήματος υπερθετικό, ορίζεται παραδειγματικώς εκ της εξεικονίσεως των προσώπων, αλλά και της δομής της εκφράσεως του ασυνάρτητου λόγου. Ηγεσίες με διορατικότητα αμηχάνου βοός, νεορήτορες περιλήψεων, καταναλωτές της γελοιότητας, περιφέρονται από γραφείον εις γραφείον συρράφοντας τις σελίδες της ανυποληψίας.
Τα σήματα λυγρά, μα ευανάγνωστα. Όμως ο κύκλος πρέπει να κλείσει. Η φύση δεν ανέχεται κενό αξιών, τα δάκρυα μπορούν να γίνουν καταρράκτης κι «η πείνα είναι ο δυναμίτης του ανθρώπινου σώματος», όπως έγραφε η Καρολίνα Μαρία απ’ τις φαβέλες. Η πολιτική κοινωνία οφείλει, περισσότερο από ποτέ πριν, ν’ ανασυνταχτεί και ν’ απαιτήσει δικαιοσύνη. Δικαιοσύνη στο υλικό και στο ηθικό επίπεδο, αλληλένδετα. Με ιστορική ευθύνη κι εντιμότητα. Για να δούμε και τους άλλους όρους του συνανήκειν. Τους υπερβατικούς. Τους ανθρώπινους. Αρνούμενοι τη λεηλασία της αξιοπρέπειας. Αρνούμενοι την εκποίηση της πατρίδας. Αρνούμενοι παραισθησιογόνους εκβιασμούς, αριθμολάγνους τοποτηρητές κι εντολοδότες ανθυπάτους. Για να μεταβληθεί η τραγωδία σ’ ανατροπή. Για να πάρουμε τη ζωή μας πίσω. Τώρα.
Γιατί με ποια πλευρά είσαι αν όχι με τον ουρανό; Κακοτράχαλο το μονοπάτι, ξέρω, στο σώμα σου τομές από τα αγκάθια και γύρω στην ατμόσφαιρα ρινίσματα σιδήρου κληρονομιά των άστρων. Και αναρωτιέσαι που είναι ο ήλιος και η βροχή και γιατί το χώμα δεν γεννά πια δέντρα αλλά θάμνους. Μοναχά τα βουνά γυμνά ψήλωσαν κι αυτός ο ατελείωτος δρόμος με ζώα άγνωστα να ίπτανται και ν’ απειλούν το επόμενο βήμα με βέβαιο θάνατο, μοιάζει ανυπέρβλητο. Και φοβάσαι αλήθεια, διψάς να γυρίσεις πίσω και κοιτάς με μάτι Ορφικό και τα μέτρα που έχεις διαβεί γκρεμός, η επιστροφή σου κατάβαση σε αναπότρεπτη καταδίκη. Και θαρρείς είσαι γενναίος αλλά ακολούθησες τις συντεταγμένες λάθος. Δειλέ άνθρωπε, η δειλία σου είναι η απορία. Ρώτησε πότε η σκόνη τον αγέρα ποιος δρόμος είναι ο σωστός; Όρμησε μπροστά και μη χρονοτριβείς το σύμπαν με δικαιολογίες. Ο ουρανός σε χρειάζεται αθώο και έρημο σχεδόν απελπισμένο. Να ’χεις διασχίσει τα ξερά ποτάμια και τις ανήσυχες θάλασσες μέσα σου. Και σαν έχεις τον δράκο να ξερνά φωτιά στο πεπρωμένο σου προσκύνησε με όση μεγαλοπρέπεια πρέπει σ’ έναν ηττημένο και ομολόγησε «είμαι με τον Ουρανό. Απεσταλμένος των πλανητών μόνος στον χώρο και στον χρόνο και είμαι απέναντί σου Δράκε. Γυμνός με νύχια ακονισμένα έτοιμος να πεθάνω για να γίνω αυτό που έχει οριστεί για μένα. Δεν θα δεχτώ τίποτα λιγότερο από μια μεγαλειώδη ήττα. Κάψε με αλλά ας είναι η φωτιά από τα ρουθούνια σου η πιο μεγάλη. Να φωτιστεί η πλάση και να γεννηθούν φυτά και έντομα. Κάψε με λοιπόν δεν μπορεί ο Ουρανός να περιμένει». Κι ο δράκος θα κάψει την φυλακή της ψυχής σου… Με ποια πλευρά είσαι λοιπόν αν όχι με τον Ουρανό;
Αμαλία Κ. Ηλιάδη
Φιλόλογος-Ιστορικός (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ το Α.Π.Θ.)
Δ/ντρια 3ου Γυμνασίου Τρικάλων