Ο Κλοντ Μονέ γεννήθηκε στο Παρίσι στις 14 Νοεμβρίου του 1840. Ο πατέρας του ήταν έμπορος αποικιακών ειδών. Πέντε χρόνια μετά την γέννηση του Κλοντ, η οικογένεια του εγκατέλειψε την Γαλλική πρωτεύουσα και εγκαταστάθηκε στην Χάβρη.
Από την ηλικία των 16 ετών και ενόσω σπούδαζε στο κολλέγιο της Χάβρης, άρχισε να ζωγραφίζει καρικατούρες. Το 1857 έμεινε ορφανός από μητέρα και την φροντίδα του ανέλαβε η θεία του, Ζαν-Μαρί Λεκάτρ, η οποία ήταν ερασιτέχνης ζωγράφος.
Ένα χρόνο μετά τον θάνατο της μητέρας του, γνώρισε τον ζωγράφο Εζέν Μπουντέν, ο οποίος έγινε μέντορας του. Ο Μπουντέν τον παρακίνησε να εγκαταλείψει τις καρικατούρες και να αρχίσει να ζωγραφίζει τοπία. Πράγματι, ο Μονέ, ζωγράφισε εκείνη την περίοδο μερικούς πίνακες οι οποίοι απεικόνιζαν τοπία που βρίσκονταν γύρω από την Χάβρη.
Το 1859 πήγε στο Παρίσι όπου άρχισε να συχνάζει σε καλλιτεχνικούς κύκλους. Εκεί γνώρισε και έκανε παρέα με διάφορους ζωγράφους της εποχής. Δύο χρόνια μετά, κατατάχθηκε στον Γαλλικό στρατό για να υπηρετήσει την θητεία του. Με την ιδιότητα του στρατιώτη πήγε στο Μαρόκο από το οποίο όμως επέστρεψε μετά από λίγους μήνες λόγω ασθενείας. Από το υπόλοιπο της στρατιωτικής του θητείας απαλλάχθηκε χάρη στα χρήματα που πλήρωσε στο Γαλλικό κράτος, η θεία του Ζαν-Μαρί Λεκάτρ.
Έχοντας αποφασίσει, πλέον, ότι θα ασχοληθεί επαγγελματικά με την ζωγραφική, ξεκίνησε να μαθητεύει στο εργαστήριο του διάσημου ζωγράφου Σαρλ Γκλερ. Κατά την διάρκεια της μαθητείας του στο εργαστήριο του Γκλερ, γνώρισε τον Ρενουάρ και βρέθηκε μαζί του για λίγο καιρό στα περίχωρα της Μπαρμπιζόν, όπου εκείνο τον καιρό αποτελούσε πόλο έλξης ζωγράφων που επέλεγαν θέματα από την φύση για τους πίνακες τους. Την Μπαρμπιζόν θα ακολουθήσει η περιοχή του Ονφλέρ, όπου ο Μονέ θα συνεχίζει να αποτυπώνει στον καμβά του στιγμιότυπα από την φύση της περιοχής. Εντωμεταξύ έχουμε φτάσει στο 1865. Το εργαστήριο του Γκλερ έχει κλείσει, ενώ ο τύπος έχει αρχίσει σιγά σιγά να ασχολείται με τον Μονέ και τα έργα του. Αυτό όμως δεν βοηθά την οικονομική του κατάσταση, η οποία είναι πολύ άσχημη.
Ένα χρόνο μετά, το 1866, γνώρισε τον πρώτο του έρωτα που άκουγε στο όνομα Καμίγ. Ωστόσο, η οικονομική του κατάσταση έχει γίνει τόσο δυσμενής, που οι πιστωτές του απειλούν να κατασχέσουν τα έργα του. Ο Μονέ επιλέγει να τα καταστρέψει παρά να τα παραδώσει και έτσι εκείνη την εποχή κατάστρεψε περίπου διακόσιους πίνακες του.
Το 1867 πήγε στο Σεντ Αντρές και συνέχισε να ζωγραφίζει τοπία. Η Καμίγ, όντας έγκυος στο πρώτο τους παιδί, έχει παραμείνει στο Παρίσι. Τον Αύγουστο του ίδιου έτους, έρχεται στον κόσμο ο γιος τους Ζαν, και οι τρεις τους φεύγουν για την Χάβρη. Εκεί θα αλλάξει η οικονομική τους κατάσταση, αφού ο Μονέ αρχίζει να δέχεται παραγγελίες για πίνακες. Αφού θα ζωγραφίσει αρκετούς πίνακες, θα εγκαταλείψουν της Χάβρη και θα εγκατασταθούν στο Ετρετά.
Με την αγαπημένη του Καμίγ θα παντρευτούν τον Ιούνιο του 1870. Ένα μήνα μετά ξεκινά ο Γαλλο-πρωσικός πόλεμος και ο Μονέ μαζί με την γυναίκα και το παιδί του εγκαταλείπουν την Γαλλία και εγκαθίστανται στο Λονδίνο. Στην Αγγλική πρωτεύουσα θα παραμείνουν για ενάμιση χρόνο και στα τέλη του 1871 θα επιστρέψουν στην Γαλλία. Συνεχίζοντας την δουλεία του σε γοργούς ρυθμούς θα γίνει γνωστός τόσο στο Παρίσι όσο και στο Λονδίνο, ενώ οι πωλήσεις των πινάκων του θα τους χαρίσουν μια άνετη ζωή.
Το 1874 θα αλλάξει όμως αυτή η κατάσταση. Ο κριτικός Λουΐ Λερουά θα αποδώσει τον χαρακτηρισμό «Ιμπρεσιονιστές» στους ζωγράφους που επιλέγουν λαϊκά θέματα για τους πίνακες τους, στους οποίους δίνουν περισσότερη βαρύτητα στην εντύπωση που δημιουργούν τα χρώματα παρά στην ακριβή απόδοση των μορφών. Βασικός εκπρόσωπος αυτού του στυλ ζωγραφικής ήταν ο Μονέ. Επηρεασμένο ίσως από τις κακές κριτικές, το κοινό δεν είδε με καλό μάτι αυτό το νέο ρεύμα ζωγραφικής, με αποτέλεσμα ο Μανέ να δει τις πωλήσεις των έργων του να πέφτουν κατακόρυφα και τα οικονομικά προβλήματα να αρχίζουν ξανά να εμφανίζονται στην ζωή του.
Το 1878 έρχεται στον κόσμο ο δεύτερος γιος του Μονέ, ο Μισέλ. Η Καμίγ αρρωσταίνει και η υγεία της συνεχώς επιδεινώνεται. Μαζί με την υγεία της επιδεινώνονται και τα οικονομικά της οικογένειας. Τελικά η Καμίγ θα αφήσει την τελευταία της πνοή στις 5 Σεπτεμβρίου του 1879. Μετά τον θάνατο της, ο Μονέ και τα δύο του παιδιά θα εγκατασταθούν στο Βετέιγ. Εκεί θα συνεχίσει να δημιουργεί και τελικά θα ξεκινήσουν πάλι να πωλούνται έργα του. Το 1883, αναζητώντας την μοναξιά, θα μετακομίσει στο Ζιβερνί. Στην ζωή του εντωμεταξύ έχει εμφανιστεί ο δεύτερος έρωτας του η Αλίς Οσντέ. Τα παιδιά του Μονέ μένουν μαζί με την Αλίς στο Παρίσι, ενώ ο ίδιος εργάζεται με πυρετώδεις ρυθμούς. Οι πωλήσεις των πινάκων του αυξάνονται όπως και η φήμη του ζωγράφου.
Το 1888 πηγαίνει στην Κυανή Ακτή όπου συνεχίζει να δημιουργεί αντιμετωπίζοντας όμως κάποιο πρόβλημα υγείας. Τα ρευματικά προβλήματα στο χέρι του τον αναγκάζουν να ζωγραφίζει φορώντας ένα γάντι το οποίο έχει αλείψει εσωτερικά με γλυκερίνη. Δύο χρόνια μετά, το 1890, καταφέρνει να αγοράσει ένα κτήμα και σπίτι στο Ζιβερνί ενώ η φήμη του αυξάνεται συνεχώς. Το στυλ που ζωγραφίζει έχει αρχίσει όμως, σιγά σιγά να διαφοροποιείται από αυτό των υπολοίπων ιμπρεσιονιστών.
Το 1892 παντρεύεται την Αλίς Οσντέ και για τον Μονέ ξεκινά μια περίοδος προσωπικής και επαγγελματικής ευημερίας. Εργάζεται σε έντονους ρυθμούς και πέντε χρόνια μετά, το 1897, κάνει μια έκθεση των έργων του στην Στοκχόλμη. Είναι πλέον ένας διάσημος ζωγράφος που η φήμη του έχει περάσει και στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού. Το 1900 θα επισκεφθεί το Λονδίνο για δεύτερη φορά στην ζωή του, και θα αποτυπώσει στον καμβά του διάφορα σημεία της Αγγλικής πρωτεύουσας.
Πέντε χρόνια μετά θα αρχίσουν τα προβλήματα όρασης του Μονέ. Αρχίζει να αισθάνεται ιλίγγους και σκοτείνιασμα στα μάτια. Η όραση του σταδιακά αρχίζει και εξασθενεί. Αυτό όμως δεν θα τον αποτρέψει το 1908 να ταξιδέψει στην Βενετία και να δημιουργήσει μια σειρά έργων με θέματα παρμένα από την πόλη των Δόγηδων.
Το 1911 θα χάσει την δεύτερη γυναίκα του την Αλίς, ενώ τρία χρόνια μετά, το 1914, θα χάσει και τον πρώτο του γιο τον Ζαν. Μοναδική του παρηγοριά είναι πλέον η ζωγραφική στην οποία αφιερώνει τον περισσότερο χρόνο του. Αυτό θα συνεχιστεί μέχρι το 1923. Εκείνη την χρονιά θα υποβληθεί σε τρεις εγχειρήσεις στα μάτια και θα διαπιστωθεί η ύπαρξη όγκου στον αριστερό του οφθαλμό. Για τρία χρόνια θα παραμείνει άρρωστος στο κρεβάτι του έως τις 5 Δεκεμβρίου του 1926 όπου και θα αφήσει την τελευταία του πνοή.