Τα κέφια μου όλα μου τα έκανες… Όχι δεν μου έλεγες…
Σε έπαιρνα τηλέφωνο και έλεγα… έλα παπά Γιώργη, η Βαγγελίτσα από πάνω είμαι…
…και σαν με έβλεπες έλεγες… γειά σου Βαγγελίτσα από πάνω!
Χτυπούσες την καμπάνα κι έλεγα… αχ παπά, ύπνο δεν έχεις!
Κάθε μέρα μου ξυπνούσες τα μωρά…
Πάλι Φανουρόπιτα;;; Για ποιόν την έκανες πάλι; Θα τον κουράσεις τον Άγιο, Θα σε βαρεθεί…
Η λύρα σου ακούγονταν τα απογεύματα του καλοκαιριού.…
…η μάνα εν κρύο νερό…
…σαράντισες τον Μίμη…
…τον βάφτισες…
… ήταν βαρύς…
Σε κούρασε…
…τον αντάμωνες κι έλεγες… αυτό το μοσχαρουδάκι εγώ το βάφτισα; Αχ! Πουλόπομ!
… πότε θα σε παντρέψω;
… παπά κάτσε καλά! παντρεμένη είμαι!!!
… ετοιμάσου τώρα που θα ανοίξει η εκκλησιά μας…
… καλά παπά, καλά…
Κι αφού δεν με πάντρεψες εσύ, δε θα με παντρέψει κανένας…
Χτύπησε η καμπάνα πένθιμα…
Για εσένα Παπαγιώργη…
Πόσο θα μας λείψεις…
Τίποτα δε θα είναι ίδιο…
Ο Παράδεισος άνοιξε!
Μπες!
Προσδοκώ Ανάσταση Νεκρών…
Λιλίκα
Τόσο το κείμενο όσο και η φωτογραφία που το συνοδεύει, είναι της φίλης μας της Λιλίκας και δημοσιεύονται στη Ματιά με την άδειά της.