Το σήμαντρο της εκκλησιάς αχολογά με χάρη
καλώντας τους χριστιανούς για τον εσπερινό
και μια κοπέλα λιγερή με πρόσωπο φεγγάρι
σκουπίζ’ απ’ τα ματάκια της το δάκρυ το στερνό.
Παιδόπουλα με όργανα τις γειτονιές γυρίζουν
“Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλη…”
χίλιες γλυκές ανάμνησες στη σκέψη φτερουγίζουν,
κι απ’ το ποτήρι της χαράς θε να μεθύσουν όλοι.
Κι η κόρη μπρος στην Παναγιά, παρακαλώντας λέει:
-Δέσποινα Συ, Καλή Κυρά, λυπήσου με, Παρθένα,
δως τη χαρά σε μια καρδιά που μέρα νύχτα κλαίει
και τον λεβέντη π’ αγαπώ, αχ φέρτονε σε μένα!
Η Οικουμένη προσκυνά, Χριστούλη μου, μ’ ελπίδα
την Φάτνη που γεννήθηκες, η φύση εορτάζει
οι ταπεινοί προσμένουνε μια σπλαχνική αχτίδα
και μόνο στην καρδούλα μου ριζώνει το μαράζι.
Κι ενώ σωριάζεται στη γη η κόρη πικραμένη
τα δάκρυα ποτίζουνε τα ροδομάγουλά της.
Μα, να! Η πόρτα διάπλατη, χωρίς να το προσμένει
και σε λιγάκι βρίσκεται ο νιος στην αγκαλιά της.
Λέων Συμεωνίδης