ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
Χαράματα, Παραμονή των Χριστουγέννων,
πριν ακόμη ροδίσ’ η αυγή,
με το φώς του φεγγαριού μικρό παιδί,
παίρνω το δρόμο με κάποια χαρά.
Εκτός των άλλων είναι δική μου γιορτή,
Τα κάλαντα να πώ στο χωριό με τα παιδιά.
Κι ήταν αιθέρια ξαστεριά.
Λάμπαν τα’ αστέρια και τρεμόσβηναν
Σαν καντηλιού η λάμψη στον αέρα.
Τρέχαν τα σύννεφα και φάνταζαν
Σαν λιβανιού καπνός στον ουρανό.
Όμορφη θέα αλησμόνητη
μ’ αγνά αισθήματα στολίδια
στα πρώτα βήματα μέσα στη φτώχεια.
Με ξύπνησε, μ’ ετοίμασ’ η μητέρα,
πήρα το δρόμ’ αργότερα με τον πατέρα,
για το χωριό πολύ πρωί μα σπάνια ομορφιά
αντίκρυσα στη φύση αυνήθιστος
να ξυπνώ τέτοια ώρα άλλοτε
που είχ’ άλλη σειρά πηγαίνοντας σχολείο,
γιατ’ είχαμε διακοπές από κείνη τη μέρα.
Περνάγαμε τη μέρα αλωνίζοντας τους τόπους,
πηγαίνοντας παντού σε κάθε μαγαζί και σπίτι
τραγουδώντας όλοι μας τα Χριστούγεννα,
τα κάλαντα σε όλους τους ανθρώπους,
σκορπίζοντας θεία χαρά από τα αθώα στόματα,
γεμίζοντας τον κόσμο με χαρούμενες φωνές,
συμβάλλοντας στο μεγάλο πανηγύρι
με την ξεγνοιασιά που έχουν τα παιδιά.
Αρχίζαμε μείς πρώτα τη γιορτή
με το χαμόγελο στα χείλη
και τη γαλήνη στην καρδιά,
γινόμαστε του κόσμου ξυπνητήρι.
Βλέποντάς μας θυμάμαι οι ανθρώποι
αντλούσανε χαρά απ’ τη χαρά μας.
Μέσα στού μεροκάματου το δρόμο
Άνθιζε το χαμόγελό τους
και φωτιζότανε απ’ τη συγκίνηση το πρόσωπό τους.
Μέχρι το βράδυ τριγυρίζαμε.
Ήταν η μέρα όλη δικιά μας.
Απ’ το γνωστό το φιλοδώρημα μαζεύαμε
να πραγματοποιήσουμε τα παιδικά όνειρά μας.
Όσα χρειαζόταν για παιγνίδια
ή ν’ αγοράσουμε κάτι καινούργιο,
είτ’ από ρούχα ή παπούτσια,
ό,τι μας έλειπε και δεν μπορούσε
το μεροκάματο του πατέρα
να καλύψει τα έξοδά μας.
Θυμάμαι τι χαρά και τι συγκίνηση
σαν παίρναμε κάτι με τα λεφτά μας
που τέλος πάντων τα κερδίσαμε μονάχοι μας.
Εμαζευόμαστε τη μέρα τα Χριστούγεννα
στη γειτονιά στον όμορφό μας κόσμο
και έβλεπες παντού μια ζωηράδα και μια κίνηση.
Γεώργιος Βελλιανίτης