Κάτω από τις λεύκες, μες στα κρύα νερά,
στ’ άσπρα σου καλύβια φώλιαζε η χαρά.
Να σε παρατήσω δεν το ταγιαντούσα.
Όσο να μπορούσε να σε ειδεί το μάτι
μάκραινα μονάχα· τόσο δα μπορούσα.
Ω χωριό, ω φτωχό μου! Τόσο σ’ αγαπούσα,
πάνω από στρατούς και κράτη.
Πού είμαι, πού είσαι τώρα, γελαστή φωλιά!
Μακρινά σου στέλνω με το νου φιλιά.
Το ντουφέκι – να με! – βάρδια σου κρατάω,
στις βροχές, στα χιόνια, κι είναι η γης κρεβάτι.
Πρόσταξε η πατρίδα; Σ’ αποχαιρετάω·
Μα μες στην καρδιά μου σ’ έχω όπου κι αν πάω.
Πάνω από στρατούς και κράτη!
Τώρα τις γιορτάδες, μάνα και παιδιά,
μοναχοί θα κάτσουν με βαρειά καρδιά,
στ’ άσπρο το τραπέζι. Κάτι τριγυρίζει…
Τάχατε ο πατέρας;… Στων παιδιών το μάτι.
Στης μαμάς το μάτι κάτι λαμπυρίζει.
Τι μακριά που ο νους τους γοργοφτερουγίζει.
Πάνω από στρατούς και κράτη!