Της Βάσως Κ. Ηλιάδη
Ήταν Ιούλιος του 2002 όταν φτάσαμε νύχτα στο νησί. Τα φώτα του έλαμπαν στα νερά του λιμανιού σαν μικρές φωτίτσες. Οι μυρουδιές των ψητών σου έσπαγαν τη μύτη. Η ζέστη, έντονη ως αργά το βράδυ. Βρήκαμε κατάλυμα σε έναν ανακαινισμένο, παραδοσιακό ξενώνα, με παχιούς, πέτρινους τοίχους και ξυλοδεσιά στο ταβάνι.
Το πρωί ξυπνήσαμε με ευκολία και ευεξία. Οι καμπάνες της εκκλησίας χτυπούσαν και τα πτηνά του ουρανού τιτίβιζαν γλυκά.
Ξεκινήσαμε την πεζοπορία μας. Το φρέσκο ψωμί μοσχοβολούσε από μακριά. Ο φούρνος τους ήταν παραδοσιακός με ξύλα. Η θέα των παλιών αρχοντικών θαυμάσια ακόμη και στα ερείπια. Το τοπίο ελάχιστα αμφιθεατρικό, νοσταλγικά παραμελημένο, με όλα τα σημάδια της πατίνας του χρόνου στα κτίρια. Ο ήλιος του εκτυφλωτικός. Το λιμανάκι του: ένα στολιδάκι όμοιο με χαριτωμένο πέταλο.
Κολυμπήσαμε στα γαλάζια του νερά, δίπλα σε μισογκρεμισμένα σπίτια. Το νερό πεντακάθαρο, τα βράχια του γεμάτα με αγκαθωτούς αχινούς. Από ψηλά υπήρχε το μακρινό παρελθόν, ένας λαξεμένος λυκικός τάφος. Η είσοδός του έμοιαζε με αρχαίος ναός.
Το μουσείο του νησιού στο παλιό κάστρο ήταν αρκετά προσεγμένο και επιμελημένο, αλλά σου άφηνε μια μικρή λύπη για τον πλούτο, την ακμή που υπήρχε κάποτε εκεί και χάθηκε…
Μια θαυμάσια εκδρομή στη γαλάζια σπηλιά και στο νησάκι της κυράς της Ρω, ήταν η πρόταση κατακλείδα στην πενθήμερη παραμονή μας.
(Οι φωτογραφίες που ακολουθούν είναι της Βάσως & Αμαλίας Κ. Ηλιάδη)