Του Δημήτρη Χίλιου(*)
ΦΕΤΟΣ ΔΕΝ ΘΑ ΠΟΥΜΕ τα κάλαντα, μεγαλώσαμε έ; Του χρόνου βλέπεις τελειώνουμε το Γυμνάσιο! Κι όσο να το κάνεις, κοτζάμ μαντράχαλος μέχρις εκεί πάνω –ίσως και λίγο πιο κάτω, μα δεν πειράζει– να τραγουδάει, ξημερώματα, τα κάλαντα και μάλιστα φάλτσα έξω από μισάνοιχτες πόρτες, φαίνεται κομματάκι αστείο. Άσε που μπορεί να μας αρχίσουν στο δούλεμα!
Και –κοίταξε να δεις ατυχία!– πάνω που μεγάλωσες κι έχεις ανάγκη το χαρτζιλίκι.
Όμως –όχι στην παλαιολιθική εποχή, λίγο μόνο παλιότερα– μας ξεγελούσαν εύκολα. Είμαστε και πιο απονήρευτοι τότε ως παιδάκια, πιο ευκολόπιστοι. Σωστά χαζοπούλια. Αφού πιστεύαμε πως τα παιδιά τα φέρνει ο πελαργός!
Μας λέγανε πως τη νύχτα της Πρωτοχρονιάς θα έρθει ο αϊ-Βασίλης, φορτωμένος το σακούλι με τα δώρα. Από την καμινάδα θα κατέβαινε για να πέσει μες στις στάχτες του τζακιού, μα δεν είχε ανάγκη αυτός· τι άγιος ήταν!
Βάζαμε τα καλά παπούτσια, γυαλισμένα, αστραφτερά –λουστρίνια ήσαν τότε τα καλά– δίπλα στο παραγώνι και, περιμένοντας εναγωνίως το ξημέρωμα, μας έπαιρνε ο ύπνος. Άσε πού αποβραδίς γύρω στο τζάκι ακούγαμε ιστορίες ατελείωτες για τους καλικάτζαρους, τα παγανά, πού ανέβαιναν το δωδεκαήμερο στη γη και μας έλουζε κρύος ιδρώτας!
Ευτυχώς όταν ξανακατέβαιναν στον Άδη την Πρωτάγιαση, παραμονή των Φώτων που ο σταυρός θα αγίαζε τα νερά, σαν έβγαινε ο παπάς με την αγιαστούρα και το «Εν Ιορδάνη βαφτιζομένου Σου Κύριε…», τότε πια είχε θρέψει ξανά το δέντρο που στήριζε τη γη, τον πάνω κόσμο, έτσι ήθελε η παράδοση, και που οι καλικάντζαροι πριόνιζαν όλο το χρόνο για να γκρεμίσουν μαζί του τον κόσμο ολόκληρο. Γιατί ήσαν πλάσματα πού πάσχιζαν για το κακό και την καταστροφή· το προεξοφλούσε η δοξασία.
Δεν βαριέσαι! Παραμύθια! Μα παραμύθια που κάνουν την καθημερινότητα ανθρώπινη και γλυκειά, που συντηρούν την ελπίδα και που… Μα τέλος πάντων, εμείς θα καταργήσουμε έθιμα αιώνων;
Γι’ αυτό, καλού-κακού, βάλε τα καινούργια σου αθλητικά παπούτσια, εκείνα με τις τριπλές σόλες, δίπλα στην πόρτα το βράδυ της παραμονής. Πού ξέρεις τι έκπληξη θα σε περιμένει το πρωί! Έτσι εύκολα, νομίζεις, ξεχνάει ο αϊ-Βασίλης;
ΜΕΓΑΛΩΣΕΣ, ΔΕ ΛΕΩ! Τόσο που σου φαίνεται μακρινή η χρονιά πού έπαιξες τον Ιωσήφ σε κείνο το μικρό θεατρικό του Δημοτικού και την προηγούμενη ήσουν ένας απ’ τους μάγους με το στέμμα και το ραβδάκι, ντυμένος το μακρύ καφτάνι ραμμένο από παλιά κουρτίνα!
Τότε καμάρωνες, ας θύμωσες και κρέμασες τα μούτρα που σε παρατήρησε λίγο αυστηρά στην πρόβα ο δάσκαλος γιατί δεν ήσουν συγκεντρωμένος. Κι αυτός πια τέτοια μέρα διάλεξε να εξαντλήσει την αυστηρότητά του για να σου χαλάσει τη διάθεση· ήσαν μπροστά κι όλα τα κορίτσια της τάξης!
Μα θυμάσαι πως σε ολόκληρο το σχολείο κανείς δεν ήθελε να παραστήσει το βόδι πού θα ζέσταινε με το χνώτο του τη φάτνη με το Θείο βρέφος!
Και τα κορίτσια, δεν λέω, εκεί που παλιότερα σκοτώνονταν για το ποια θα παίξει την Παναγίτσα ή τα αγγελάκια με τις γαλάζιες φτερούγες καμωμένες από χαρτόνι, τώρα χαμογελούν ειρωνικά. Κι ύστερα βάζουν το cd με τα τραγούδια του Μιχάλη Χατζηγιάννη, άλλες πάλι πίσω από την πόρτα του δωματίου τους κρεμούν την καινούργια γιγαντοαφίσα του Σάκη Ρουβά, δώρο εκείνου του τηλεοπτικού περιοδικού.
Τα μελομακάρονα, οι κουραμπιέδες κι οι βασιλόπιττες, παραδοσιακά γλυκά των ημερών, δεν σας τρελαίνουν, κι αυτό το ξέρω· θα θέλατε κάτι άλλο. Μα μη ζητάτε ν’ αλλάξει το έθιμο.
Α, τότε τα κοιτάζαμε από το τζαμάκι της σερβάντας και ξερογλυφόμαστε γιατί μας έδιναν μονάχα ένα κάθε πρωί μετά το γάλα. Κουραμπιέδες και μελομακάρονα σχημάτιζαν πυραμίδα πάνω στην πιατέλα. Οι μεν ολόλευκοι, λαχταριστοί, να μοσχοβολούν φρέσκο βούτυρο, ραντισμένοι με ούζο και πασπαλισμένοι με ζάχαρη άχνη, τα δε βουτηγμένα στο σιρόπι και πάνω καρύδι τριμμένο και κανέλλα. Δυο πυραμίδες όνειρο.
ΨΑΧΝΟΝΤΑΣ ΠΡΟΣΕΧΤΙΚΑ στο συρτάριτου κομμού με τα παλιά περιοδικά, τα κουμπιά και τα σαρανταπεντάρια δισκάκια, βρίσκεις παλιές οικογενειακές φωτογραφίες και ευχετήριες κάρτες που σε φέρνουν δεκαετίες πίσω. Τότε που ήσαν οι δικοί σου παιδιά.
Κάρτες με την Γέννηση, μάγοι, βοσκοί, το άστρον λαμπρόν στην κορυφή. Χιόνια στο καμπαναριό, κόκκινες κορδέλλες σε ωραίους σχηματισμούς και τη φράση «Και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία», καμπάνες, κεράκια, ο αϊ-Βασίλης καβάλα στο έλκηθρο, κι όλα πασπαλισμένα με χρυσόσκονη χριστουγεννιάτικου δέντρου.
Πίσω, καλλιγραφικά, μα πού και πού ανορθόγραφα, Ευχόμεθα ολοψύχως χαρούμενας εορτάς, Τρισόλβιον κι ευτυχές το νέον έτος, Ευτυχέστατον.
Και πολλές φωτογραφίες. Η οικογένεια μπροστά στο Χριστουγεννιάτικο δέντρο πλαισιωμένη από μακρινά παρακλάδια, τα παιδιά μόνα τους αγκαλιά με φουσκωμένα μπαλόνια, κι άλλες φωτογραφίες, από οικογενειακά τραπεζώματα αυτές.
Φαγητά πλουσιότατα, γλυκά, πιοτά, μάγουλο βερίκοκο ρίκο-ρίκοκο, χαμόγελα –μερικοί είχαν κι από ένα δόντι χρυσό, ο παππούς μασέλα από πορσελάνη– και πολλές ευχές. Να πεθάνει ο χάρος, Άσπρο πάτο, Όποιος πει κακό για μας… Εδώ λέγονταν διάφορα αθώα, κι άλλα που έκαναν τις χαμηλοβλεπούσες να κοκκινίζουν και τις ξεθαρρεμένες να κακαρίζουν ένα γέλιο γάργαρο.
Σε λίγο οι άντρες τσακώνονταν για τα πολιτικά –εποχή μεγάλων εντάσεων, μην κοιτάς σήμερα που όλα γίνανε σαν ρύζι λαπάς ένα πράγμα– νύφη και πεθερά διασταύρωναν πύρινες ματιές κι υπονοούμενα για τη μαγειρική η μια της άλλης, μανάδες με κοράκλες της παντρειάς δεν παύαν τα παινέματα. Που η μεγαλοκοπέλλα τους στόμα είχε κι από μιλιά τίποτα, που τέτοια χρυσοχέρα η φύση άλλη δεν γνώρισε. Στα μουλωχτά τη λέγανε τεμπελχανού και ακαμάτρα, της άστραφταν καμμιά ανάποδη που μέχρι να σηκώσει το ’να πόδι είχε βρωμίσει τ’ άλλο!
Τα παιδιά, σαν δεν είχε η ομήγυρις συνομήλικους να καυγαδίσουν γερά, βαριούνταν αφόρητα και τραβούσαν τους γονείς από το μανίκι, να φύγουν. Πλάνταζαν στο κλάμα, έφτυναν στο πάτωμα ό,τι τους έδιναν, κι αφού σερβίρονταν ο καφές και το γλυκό, όλοι φώναζαν Χρόνια πολλά, Πάντα τέτοια, Καλή λευτεριά στις γκαστρωμένες, Γερό να ’ναι κι ότι ’ναι, Στις χαρές τους οι ανύπαντρες· τότε πια φιλιούνταν σταυρωτά και πήγαιναν στην ευχή της Παναγίας. Και του χρόνου να περάσουμε το ίδιο καλά, φώναζαν από την πόρτα, Όρεξη που είχα τα μούτρα σας, μουρμούριζε η νύφη του σπιτιού, κάτι ανάλογο οι δικοί σας, κι από μακριά χαμογελούσαν ευτυχισμένοι για τούτον τον αποχωρισμό.
Αργότερα, γυμνασιόπαιδες πια, με το πηλήκιο σήμα κατατεθέν, έκαναν πως δεν βλέπαν τα αγωνιώδη νοήματα των γονιών. Με την τελευταία μπουκιά, πριν το φρούτο, τους παράταγαν σύξυλους και ξεπόρτιζαν…
ΤΡΕΙΣ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ περίπου μετά, λίγα έχουν αλλάξει. Μόνο που να… κάτι τρίχες εκεί στους κροτάφους γκριζάρισαν. Μα όλα τούτα μας αφορούν εξ ίσου.
Εκείνη τη χρονιά πάλι που όλοι σου φέρανε δώρο βιβλία, πραγματικά είχες θυμώσει. Κι έφταιγε η μάνα σου που όλη μέρα παινευόταν σε φίλες και θείες, πόσο καλός μαθητής είσαι και πόσο αγαπάς τα βιβλία. Αυτή ήταν η αλήθεια μέχρις ενός σημείου, μα και κείνη το παράκανε. Τόσο που ώρες – ώρες δεν ήθελες ν’ αντικρίσεις χαρτί γραμμένο στα μάτια σου. Τόσο υπερβολική.
Πήραν κι αυτές αμπάριζα, θείες, φίλες και γνωστές, και με την πρώτη ευκαιρία σου κολλούσαν στα μούτρα από ένα βιβλίο, είχες δεν είχες όρεξη για διάβασμα. Έτσι σε είχαν δεδομένο, ήξεραν τι σε ευχαριστούσε· έτσι τουλάχιστον νόμιζαν.
Τι Πηνελόπη Δέλτα, τι Χριστουγεννιάτικα και Παιδικά του Παπαδιαμάντη, τι Έκτορος Μαλώ, τι Ιουλίου Βερν, τι Ζαχαρία Παπαντωνίου, τι Αλεξάνδρου Δουμά πατρός και υιού.
Μικρά πακέτα, με κορδέλα ή χωρίς, που ήξερες από μακριά ότι πάααααλι βιβλίο!
Ε, παιδί ήσουν, ήθελες ένα παιχνίδι τέτοιες μέρες. Κι όταν έπρεπε να λες σ’ όλους ευχαριστώ και να δείχνεις ενθουσιασμένος με το δώρο τους –ώρες πριν σε δασκάλευαν– εσύ ήθελες να τα πετάξεις πέρα, να δώσεις μια κλωτσιά στο χριστουγεννιάτικο δέντρο, να σκορπίσεις όσο πιο μακριά γινόταν στολίδια, φωτάκια, φάτνες, χρυσοκλωστές, μπιχλιμπίδια, και να κλειστείς στο δωμάτιό σου.
ΟΤΑΝ ΟΜΩΣ ΤΟ ΒΡΑΔΥ ξεκίναγες να διαβάσεις, με κρύα καρδιά, τον Παπαδιαμάντη, ζεσταινόσουν στις πρώτες κιόλας αράδες, ξέχναγες τη γκρίνια κι έπαιρνες καλύτερη στάση στον καναπέ με τα κεντητά μαξιλάρια, σφίγγοντας στην αγκαλιά το βιβλίο της Αγκύρας ή του Αστέρος με το χοντρό εξώφυλλο. Η Μαυρομαντηλού και Η Σταχομαζώχτρα, Ο Αμερικάνος και Στο Χριστό στο Κάστρο.
Οι ήρωες όπως τους έδινε η μαγική γραφίδα του κυρ΄ Αλέξανδρου, σου μάθαιναν την απλότητα της ζωής, σε ταξίδευαν σ’ έρημα ξωκκλήσια, σε φτωχά φιλόξενα σπιτικά, σε καρτερικά σαν αγκαλιές λιμανάκια με την τράτα του Πανταρώτα, με το τρεχαντήρι του μπαρμπα-Διόμα.
Κι όταν μάθαινες πια γιατί τα εγγόνια της θεια-Αχτίτσας της Σταχομαζώχτρας φόρεσαν καινούργια παπούτσια εκείνη την παραμονή Χριστουγέννων και γιατί η Κυρατσώ η Μιχάλαινα έβαλε την καλή πολίτικη μαντήλα για ν’ ασπαστεί τα στέφανα της μονάκριβής της Μελαχρώς με τον Αμερικάνο και το πρωί φώναζε ψηλά από το παράθυρο Ελάτε παιδιά και σε μας να τραγ’δήστε!… Τότε σ’ έπαιρνε ο ύπνος γλυκά στον καναπέ, το βιβλίο κύλαγε στη φλοκάτη, κι ο πατέρας σε πήγαινε αγκαλιά μέχρι το κρεββάτι.
Το επόμενο βράδυ αγωνιούσες για το τάμα του παπα-Φραγκούλη, την αγωνία του Στάθη του Μπόζα να σώσει τα ζωντανά του, γιατί κλείστηκε γιορτινές μέρες το Ουρανιώ το Διόμικο, τι μυστικό ξεστόμισε κρατούσα τον φανόν η Νταραδήμαινα, γειτόνισσα λάλος καί φωνασκός, τις έγνοιες της Ντελησυφέρως, την προθυμία και την αφέλεια της θειας το Μαλαμώ, τον καυγά των παπάδων μέσα στο άϊ-βήμα για τα πρόσφορα…
ΟΣΟ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΘΙΜΟΤΥΠΙΚΕΣ επισκέψεις των ημερών,ξέρω, είδες κι έπαθες ν’ απαλλαγείς. Απόγευμα κι εσύ, μικρός, ακολουθούσες· ας έκανες κι αλλιώς. Ευχές για τον καινούργιο χρόνο, Να ‘ναι καλός, να ‘ναι χρυσός, να ‘χει τις χάρες όλες, αγκαλιές, φιλιά, Καλέ, εμείς χαθήκαμε πια, σαν τα χιόνια, κι αμέσως ο δίσκος, στρωμένος κολλαριστό πετσετάκι, να καταφθάνει φορτωμένος μελομακάρονα, κουραμπιέδες, δίπλες, γαλατόπιττα.
Διστακτικά αφήνατε στο τραπέζι το πακέτο που σας έφεραν προχθές οι κουμπάροι –σοκολατάκια, φοντάν– κι ούτε που τ’ ανοίξατε. Κανείς δεν δίνει σημασία, μόνο Δεν ήταν ανάγκη, καί Φτου σου, φτου σου χρυσό μου! Καλέ, πώς μεγαλώνουν τα παιδιά!
Τα μικρά ποτηράκια γέμιζαν γλυκόπιοτο, μπανάνα, κουαντρώ, ή εκείνο πού έφτιαξε η γιαγιά με την πολίτικη συνταγή. Χαμόγελα πέρα για πέρα. Υγιαίνετε… Παν ό,τι καλόν!!!
Μόνο σε κείνη την επίσκεψη που λέρωσες τον καναπέ με το σοκολατάκι και την πορτοκαλάδα, κατέβασε τα μούτρα η οικοδέσποινα. Γούρι, γούρι, φώναξαν οι άλλοι. Γούρι, ξεγούρι, να δω πώς θα το βγάλω εγώ, είπε μουτρωμένη εκείνη και καταντράπηκε η μαμά. Στο δρόμο, μέσα στο κρύο, σου άστραψε δυο φούσκους που τους θυμάσαι ακόμα.
Ε, όσο μεγάλωνες και γκρίνιαζες, έπαψαν να σε κουβαλούν με το ζόρι στις επισκέψεις, η καλύτερή σου. Σε άφηναν πια μόνο στο σπίτι. Η αλήθεια είναι πως είχες ρίξει τους σχετικούς καυγάδες προκειμένου να συνειδητοποιήσουν ότι μεγάλωσες, η μάνα σου δυσκολεύτηκε λιγάκι περισσότερο. Μα σαν είδε πως δεν πέρναγε το δικό της, το δέχτηκε σιωπηλά και με σφιγμένα δόντια. Πάταγες πια τα δεκατέσσερα.
Τότε ήταν που την έπιασε το υστερικό της, όταν, επιστρέφοντας από επίσκεψη γρηγορότερα από το αναμενόμενο, βρήκε το τασάκι, που δεν πρόλαβες να κρύψεις, τίγκα στις γόπες. Κι ο πατέρας, ας σε μάλωσε τάχα αγριεμένος, για να την ηρεμήσει, να πάψει πια η γκρίνια της, κρυφοκαμάρωνε για τον κανακάρη που γινόταν άντρας. Το κατάλαβες απ’ τη ματιά του τη γελαστή.
Το κακό ήταν που ήθελε κι η μικρή τώρα πια να μένει μαζί σου στο σπίτι· και, όσο να ‘ναι, ήταν ένα εμπόδιο. Χώρια που ήταν και μαρτυριάρα.
ΑΞΕΧΑΣΤΕΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΚΟΠΕΣ! Αλλάζει μόνο ο τρόπος που τις αντιμετωπίζεις μεγαλώνοντας.
Με τον ίδιο ρυθμό αντικαθίστανται κάθε χρονιά τα στολίδια του χριστουγεννιάτικου δέντρου, έτσι όπως σπάζουν οι μπάλες καθώς ανεβοκατεβαίνουν στο πατάρι μέχρι την επόμενη χρονιά, καθώς λύνονται και ξεφτίζουν οι φιόγκοι, σκορπίζει η ασημόσκονη και τρίβονται οι χρυσο-κλωστές στο πάτωμα…
Γι’ αυτό σου λέω, μην βιάζεσαι καθόλου να μεγαλώσεις! Οι χριστουγεννιάτικες διακοπές όσο χαρούμενες κι αν είναι για τα παιδιά, για τους μεγάλους είναι σκέτη μελαγχολία!…
Το κείμενο αυτό καθώς και οι φωτογραφίες που το συνοδεύουν είναι του συγγραφέα Δημήτρη Χίλιου και δημοσιεύονται στη Ματιά με την άδειά του, και τον ευχαριστούμε πολύ.
(*) Ο Δημήτρης Χίλιος είναι συγγραφέας και από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά του «Με το σφύριγμα του τραίνου» & «Χάρτινα φιλιά».
Δημήτρης Χίλιος
Σπετσών 110
T.K. 113-62
210 8812035
210 7235937-8
6972186486
[email protected]