Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης γεννήθηκε στις 1 Σεπτεμβρίου του 1824 στη Λευκάδα. Ανήκε σε παλιά οικογένεια που καταγόταν από την Ήπειρο. Γενάρχης της ήταν ο Χρήστος Βαλαώρας, αρματωλός που είχε φημιστεί στα επαναστατικά κατά των Τούρκων κινήματα του τέλους του 17ου και αρχών του 18ου αιώνα. Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης έκανε τις πρώτες του σπουδές στο σχολείο της Λευκάδας. Συνέχισε στην Κέρκυρα, στη Γενεύη πήρε το μπακαλορεά (baccalaureate) κι έπειτα στο Παρίσι και στην Πίζα όπου το 1848 του απονεμήθηκε, μαζί με το δίπλωμα της Νομικής, και ο τίτλος του διδάκτορα. Από το 1848 και νωρίτερα, μέχρι το 1852 που παντρεύτηκε την Ελοΐζα (κόρη του λόγιου Αιμιλίου Τυπάλδου), ο Βαλαωρίτης ζούσε μια ανήσυχη ζωή γεμάτη μετακινήσεις, περιπέτειες και επαφές με επαναστατικά κινήματα της Ευρώπης.
Το 1847 τύπωσε στην Αθήνα τα «Στιχουργήματα», 4 ποιήματα δηλαδή «Ο κλέφτης», το “la mort est un dour oreiller” του Beranger, «Ο Λευκάτας», και «Ο κατάδικος», ποιήματα εντελώς νεανικά που είχε γράψει σε ηλικία 17 ετών και δεν τα συμπεριέλαβε το 1867 στην ανατύπωση των ποιημάτων του.
Το κυρίως ποιητικό έργο του αρχίζει με τα «Μνημόσυνα» και άλλα ποιήματα που περιλαμβάνονται «Νεκρική Ωδή», «Η Σκλάβα», «Νάνι-Νάνι», «Νανούρισμα», «Ο Θανάσης Βάγιας» στο οποίο προλογίζει και ο ίδιος ο ποιητής. «Ο Δήμος και το καρυοφύλλι του» και πάλι προλογίζει ο ίδιος και με το στόμα του γέρου πια αρματωλού διηγείται τη ζωή που έζησε σαν κλέφτης και αναλογίζεται πως πρέπει πια να πεθάνει να ξεκουραστεί. Τελευταία επιθυμία του είναι ένα κλεφτόπουλο, το πιο νέο, να ανέβει στην πιο ψηλή κορφή και να ρίξει με το τουφέκι του γέρου Δήμου τρεις φορές και τρεις φορές να φωνάξει: «Ο γέρο Δήμος πέθανε, ο γέρο Δήμος πάει».
Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης συνέγραφε εμπνευσμένος από την Ελληνική Επανάσταση, τους κλεφταρματωλούς και τους Σουλιώτες. Ανήκει στην Επτανησιακή Σχολή, μαζί με τον Κάλβο στους εξωσολωμικούς ποιητές – σ’ αυτούς δηλαδή που δεν επηρέασε ο Διονύσιος Σολωμός με το έργο του. Η γλώσσα που χρησιμοποιούσε ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης ήταν η δημοτική και στα ποιήματά του διακρίνονται οι επιρροές του δημοτικού τραγουδιού. Ανήκει στο κίνημα του ρομαντισμού, όπως φαίνεται και από την δύναμη του λόγου του – λόγος γεμάτος έντονες και μη ρητορικές ερωτήσεις και άλλα τεχνάσματα, το πάθος και την φαντασία της γραφής του αλλά και τις εικόνες που δημιουργεί για να περιγράψει ιδεώδη και ιδανικά.
Μερικά από τα ποιήματά του Βαλαωρίτη είναι «Ο Κίτσος και το γεράκι», «Ο Σαμουήλ», «Το Ψυχοσάββατο», «Ο Κατσαντώνης», «Η φυγή», «Ευθύμιος Βλαχάβας», «Η Δάφνη και το αηδόνι», «Ύμνος εις τον θάνατο του Έλληνα ποιητού Διονυσίου κόμητος Σολωμού», «Αφιέρωσις τη Αυτού Μεγαλειότητι τω βασιλεί των Ελλήνων Γεωργίω Α», «Εικοστή Πέμπτη Μαρτίου», «Ασπασμός προς τη μητέρα Ελλάδα», «Ο βράχος και το κύμα», «Το ξεριζωμένο δέντρο», «Επί του τάφου Μάρκου Φλαμπουριάρη», «Το σήμαντρον», «Αστραπόγιαννος», «Προς τον φίλον μου Αχιλλέα Παράσχο», «Ανδριάς του αοιδίμου Γρηγορίου Ε», «Το παράπονο», «Το φιλί», «Το δάκρυ», «Η αγράμπελη», «Το ρόδο και η δροσιά», «Η αχτίδα», «Η ξανθούλα», «Η προς την πατρίδα αγάπη μου», «Εις ανάμνησιν της 25ης Μαρτίου 1872».
Το 1867, ύστερα από τα «Μνημόσυνα» (1857) και την «Κυρά Φροσύνη» (1859), τύπωσε τον «Αθανάση Διάκο» σε μια νέα έκδοση των «Μνημοσύνων» όπου πρωτοδημοσίευσε τον «Αστραπόγιαννο». Το καλοκαίρι του 1869 ολοκλήρωσε ένα μακρύ ποίημα τον «Τυφλό χορμοβίτη», το οποίο είχε αρχίσει κατά τα τέλη του προηγουμένου χρόνου, αλλά το ποίημα αυτό χάθηκε σε ένα ταξίδι του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη από την Αθήνα στη Λευκάδα το φθινόπωρο του 1869.
Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης δεν ήταν μόνο ποιητής. Είχε αναμιχθεί και στην πολιτική και φρόντιζε ακούραστα για την ένωση του Ιονίου με την υπόλοιπη Ελλάδα. Ήταν απ’ τους πρώτους Επτανήσιους του Ελληνικού Κοινοβουλίου. Από το 1857 που εκλέχτηκε βουλευτής Λευκάδας στην Ιόνιο Βουλή, διακρίθηκε για την ρητορική του ικανότητα και για την αγωνιστικότητα του. Το 1864 τα Επτάνησα ενώθηκαν με την Ελλάδα και ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης εργάζεται, ως Επτανήσιος αντιπρόσωπος στην Ελληνική Εθνοσυνέλευση, με πάθος για την απελευθέρωση της Ηπείρου. Το 1869, απογοητευμένος, αποσύρεται οριστικά από την πολιτική και εγκαταστάθηκε στο νησί Μαδουρή που άνηκε στην οικογένεια του.
Τα υπόλοιπα 10 χρόνια της ζωής του θα δοκιμάσει λίγες χαρές και πολλές λύπες. Δυστυχήματα – ο μεγάλος σεισμός της Λευκάδας τον Δεκέμβρη του 1869 – θάνατοι – ο θάνατος της πολυαγαπημένης του κόρης Ναθαλίας και του πεθερού του – αρρώστιες – η φυματίωση από την οποία είχε προσβληθεί ο δευτερότοκος γιος του Αιμίλιος, η δική του καρδιακή πάθηση. Η πάθηση αυτή δεν ήταν κάτι καινούριο, τον είχε ενοχλήσει αρκετές φορές με σοβαρές κρίσεις, αλλά ο Βαλαωρίτης δεν έδινε σημασία κι έτσι όλο και χειροτέρευε. Επίσης είχε και τις αδιάκοπες οικογενειακές έγνοιες και τις προσπάθειες να διορθώσει τα σοβαρά κλονισμένα οικονομικά του. Σ’ αυτά συνοψίζεται η ζωή του Βαλαωρίτη στη ύστερη τούτη δεκαετία.
Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης έγραψε άρθρα και ποιήματα που δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά, λίγες μεταφράσεις ποιημάτων, τον «Φωτεινό» (ποίημα επικοδραματικό που γράφτηκε στους τελευταίους μήνες της ζωής του και που δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει), το ποίημα του «Στον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε» που το απήγγειλε στις 25 Μαρτίου του 1872, την απάντησή του στην δριμύτατη για το έργο του κρίση του Δ. Βερναρδάκη, την αλληλογραφία του με τους δικούς του και με μερικούς φίλους του (τον Λασκαράτο και τον Ροΐδη).
Η απαγγελία του ποιήματός του «Στον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε» (απ’ το οποίο είναι και ο στίχος «πώς μας θωρείς ακίνητος, πού τρέχει ο λογισμός σου;»), ήταν ένας ποιητικός θρίαμβος για τον Βαλαωρίτη και μια από τις γλυκύτερες ώρες της ζωής του (παρόλο που κινδύνευσε με την καρδιακή κρίση που ακολούθησε) κι ας τον πίκραναν λίγο αργότερα το ίδιο έτος (1872) δημοσιευμένες επικρίσεις του Βερναρδάκη και του Πολυλά για το έργο του και ιδιαίτερα για το συγκεκριμένο ποίημα.
Τα επόμενα χρόνια ασχολείται με τα κτήματά του στη Μαδουρή και με τις σπουδές των γιων του Νάνου και Αιμίλιου. Ο Νάνος Βαλαωρίτης είναι ο έπειτα βιογράφος του. Ο Αιμίλιος Βαλαωρίτης έγραφε ποιήματα που απαγόρευσε λίγο πριν πεθάνει να δημοσιευθούν και για τα οποία γίνεται συχνά λόγος στην αλληλογραφία του με τον πατέρα του. Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης τον Ιούλιο του 1878 πήγε στην Βενετία (λίγους μήνες πριν είχε πεθάνει εκεί ο πεθερός του) για να δει για τελευταία φορά τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Τον φθινόπωρο του ίδιου έτους στη Μαδουρή η κατάστασή του χειροτέρεψε και ακόμη περισσότερο τον χειμώνα του 1878-1879, που τον πέρασε σε αδιάκοπη αγωνία.
Στις αρχές του 1879 τον πιάνει για τελευταία φορά ο ποιητικός του οίστρος. Μεταφράζει σχεδόν απνευστί ένα κομμάτι (το επεισόδιο του Ουγολίνο) από το 33ο άσμα της Κόλασης του Δάντη και αρχίζει τον «Φωτεινό» που τον συνεχίζει άτακτα, κομματιαστά, κατορθώνοντας να φτάσει ως το τέλος του Γ Άσματος. Τον Ιούνιο του 1879 καλυτέρεψε η κατάστασή του, όχι όμως για πολύ – τον έτρωγε ο πόνος του γιου του: «αλλά», του έγραφε, «με τρώγει ο δικός σου πόνος. Είναι φοβερό σαράκι δι’ εμέ η ασθένειά σου όπερ μου δαγκάνει την ψυχήν και το σώμα αδιαλείπτως, παιδί μου, ημέρας και νυκτός». Τελικά, ο γιος του Αιμίλιος πέθανε το 1882, μετά τον πατέρα του.
Στις 22 Ιουλίου 1879 είχε την τελευταία καρδιακή κρίση που απέβη μοιραία στις 24 τα χαράματα. Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης πέθανε ψιθυρίζοντας τα ονόματα της γυναίκας του και των παιδιών του, οι οποίοι ήταν μακριά του, όμως ευτυχώς στις τελευταίες του στιγμές είχε φίλους του και γνωστούς του κοντά του. Τον έθαψαν στην οικογενειακή εκκλησία του Παντοκράτορα στη Λευκάδα, έξω από το Άγιο Βήμα, σε τάφο ιδιαίτερο, κοντά στον οικογενειακό.