Σαν αλαργεύουν από με γεμάτοι τρόμο οι γάτοι
θαρρώντας που απαντήθηκαν με φοβερό διαβάτη
ας ήταν, Θε μου, δυνατό να βγούνε απ’ την απάτη.
Ο ίσκιος που τρέχει να χαθεί παράμερα του δρόμου
μέσ’ στα βαθειά μεσάνυχτα που πάω στο φτωχικό μου
να τό ‘ξερε τι ανάξιος οπούμαι τέτοιου τρόμου!
Με των προγόνων τους θα ζουν τα θολωμένα φρένα
και τρέμουνε τον άνθρωπο τα ζώα τ’ αγαπημένα
ίσως κι εγώ, σκληρό παιδί, να τάχα αδικημένα.
Μα τώρα πού ‘χω μέσα μου ελέους κι αγάπης βρύση
πολλών ψυχών τα κρίματα μπορούσε να τα σβήσει
στης γάτας το γουναρικό το χάδι μου αν γλυστρήσει.
Στη μοναξιά μας την ιερή και τη βαθειά ησυχία
όταν εκείνη αργοπατεί στα μάταια τα βιβλία
δεν είναι η σιωπή μας νους, ο λόγος ανοησία;
Βουβή η αφή, μα νόημα κι υπομονή γεμάτη
χαϊδεύοντας τη ράχη του γυρτή, απαλή, χνουδάτη,
μιλεί του ζώου για τη φριχτήν ανθρώπινην απάτη.
ας ήταν η ασημότερη κι η πιο κυνηγημένη
στο κρύο! τη νύχτα! από στενό σοκάκι μαζεμένη
από τις δούλες και τις γριές αναθεματισμένη
από το πετροβόλημα παιδιών φοβερισμένη
για ζεστασιά! για μίλημα! για χάδι πεινασμένη
αυτή που θάτανε γραφτό να κάμω ευτυχισμένη!