Απόλλων και Δάφνη
Α’
Ο Υπερίων έζεψε τ’ άσπρα τ’ άλογα, στο πύρινο άρμα ανέβη και τα χρυσοκέντιστα λουριά στα χέρια του επήρε.
Η Νύχτα έφευγε μπροστά, κι η ροδoχρώματη Ηώς από σιμά ακλουθούσε. Ήταν αχνός ο ουρανός δίχως κανέν’ αστέρι, ενώ που στην ανατολή φαινότουν το κόκκινο χνώτο των άσπρων αλόγων.
Ο Ζέφυρος εφύσησε · ετρίξαν χαρούμενα τα δένδρα και τα πουλιά όλα μαζί ένα τραγούδι αρχίσαν. Η φύση όλη έζιουνε μιανής μερός ακόμα καινούρια ζωή.
Στης αχτίδας το πρόσταγμα κοιμήθηκε ο Ύπνος κι η Σιωπή τ’ άλαλο πρόσωπο έκρουψε· και καθως όταν νικητής στη χώρα του μπαίνει, με χαρά κι ενθουσιασμό ο κόσμος του ζήτω φωνάζει, έτσι κι η φύση εβούιξε, όταν ο Απόλλων τον ουρανό με μίας εκυρίεψε.
Β’
Μες στα πράσινα της Θεσσαλίας λιβάδια, όμοια με τα Ηλύσια, όπου τ’ άτια τ’ άσπρα τ’ Απόλλωνα τη νύχτα βόσκουν το πράσινο χορτάρι με νεχταρ ποτισμένο απ’ το Δία, μία Νύφη με ξανθά μαλλιά σιμά σ’ ένα ασημένιο ρυάκι εθιάμασε κι αυτή την κοκκινάδα της αυγής που ‘ναι το πυρινο χνώτο των άσπρων αλόγων, και με χαμόγελο ευτυχίας είδε το φωτοβόλο άρμα στον ουράνιο θόλο ν’ ανεβαίνει, λαμπρό σα σφαίρα από χρυσάφι που η φωτιά έχει ανάψει, μοναδικό μεγαλείο στον ουρανό της ημέρας.
Την είδε κι ο Απόλλων.
Και την ημέρα ολάκερη, ενώ τ᾽ άσπρα άτια κεντούσε ο μεγάλος θεός συλλογιζότουν σ᾽ αυτην.
Γ΄
Το μεσημέρι απέρασε και τ’ άλογα χαρούμενα στα Ηλύσια να γυρίσουν, σηκώνονταν στα πισινά ποδάρια, χρημήτιζαν, και καπνός από τ’ αρθούνια τους έβγαινε η πνοή τους, και σπίθες από τ᾽ άγρια μάτια τους.
Δ΄
Στο άρμα του καθισμένος ο θεός μπροστά του πάντα έβλεπε με γαληνότη, τα χερια του ακίνητα κρατούσαν με δύναμη τα ολόχρυσα λουριά.
Κάπου η θάλασσα γαλάζια και μαύρη και χρυσή, ανήσυχη· η γης· κι οι άνθρωποι· πράσινοι κάμποι, δάσοι, βουνά, χώρες, ο Όλυμπος.
Απάνου το άπειρο δίχως αρχή ούτε τέλος· παντού το άπειρο, ολόγυρα στη γης, στον ήλιο, νησιά του απείρου.
Ε΄
Και πάλε τα σπάνια σύγνεφα κόκκινα στης Ανατολής τη χρωμότη· οι κορφές των δένδρων μόνο λιασμένες, μα λίγο λίγο κι αποφτού έφευγε ο ήλιος.
Τώρα μόνο τ᾽ ακροβούνια.
Και σε λίγο τα λίγα σύγνεφα που σιμά στη Δύση ήταν.
Ο αγέρας χρώμα ιουλί έπαιρνε κι άρχισε να μαυρίζει.
ΣΤ΄
Κι αφού τ᾽ άσπρα τ᾽άλογα στα Ηλύσια έλυσε ο Εκηβόλος, με τη χρυσή του λύρα επήε να τραγουδήσει, στο σούρουπο, στου ρυακιού την όχτη όπου τη Νύφη είδε.
Ζ΄
Πρώτη φορά η Νύφη άκουε τετοια θεία φωνή, τέτοια θεία μελωδία, κι ανήσυχη λίγο μα περίεργη πολύ και θαμπωμένη γάλι-γάλι πρόβαλε εμπρός.
Ω ήταν ο Απόλλων.
Θείο πρόσωπο, αναλαμπή του Απείρου, βλέμμα βαθύ, και γαληνή αθάνατη ομορφότη.
Έμειν᾽ η Νύφη.
Κι ο Θεός σηκώθηκε με τη λύρα του στο χέρι, και την αγκάλιασε. – Ωιμέ.
Έτρεμε η Νύφη του θεού τη μεγαλειότη νοώντας. Την ευτυχία της αγαπης δεν ήθελε, πιστή στης Αρτέμιδος τη λατρεία.
Ο έρωτας γι᾽ αυτην, αμαρτία, βλαστήμια, να επιθυμήσει ένα θεό. Στο Δία πατέρα δεήθηκε να την ελευτερώσει.
Την εισάκουσε.
Κι εκεί οπού το στόμα της ο Απόλλων εφιλούσε, τα νύχια στα πόδια εμάκραιναν, ήτανε ρίζες, το κορμί που ο θεός έσφιγγε ξύλο εγενότουν, τα χέρια κλώνοι, τα δάχτυλα κλάδοι, τα νύχια κλωνάρια.
Και βρίσκεται ακόμα το δένδρο στους δάσους της Ελλάδας.
Είναι η ένδοξη Δάφνη.