Μια βδομάδα πριν, σαν σήμερα Παρασκευή, ήμουν στο χωράφι… ήταν μια από τις μέρες με τα έντονα καιρικά φαινόμενα.
Κατέβηκα από νωρίς, να ξεκινήσω συγκομιδή, μιας που ο Στέργιος ήταν στο παζάρι, μπας και προλάβουμε τον καιρό.
Η βροχή σταματούσε, ξεκινούσε, λάσπη παντού… πού και πού, ανάμεσα στο σταματά -ξεκίνα της βροχής, έβγαινε ένας ήλιος τόσο καυτός, τόσο ανυπόφορος.
Καθώς μάζευα, περνούσαν πάνω από το κεφάλι μου αεροπλάνα… στιγμιαία, από την ταλαιπωρία, έκανα μια σκέψη και όντας μοναχή μίλησα δυνατά… ρίξτε ρε από το αεροπλάνο μια βαλίτσα με λεφταααααα… να πέσει εδώ χάμω μέσα στην αυλακιά… μια σκέψη που νομίζω, πολλοί από εμάς, την κάνουμε συχνά.
Συνέχισα το μάζεμα…
Ξαφνικά ένας μεγάλος κεραυνός έπεσε πολύ κοντά.
Ταραχή. Έτρεξα στην καλύβα… έκατσα κάτω από το υπόστεγο… κοίταξα πάλι ψηλά.
Η δεύτερη σκέψη μου πιο συνετή, πιο φωναχτή…
Θεέ μου, δείξε μου το δρόμο, να βλέπω πιο ψηλά από το αεροπλάνο, να μη ζητώ να πέσει από τον ουρανό η βαλίτσα με τα λεφτά, να ζητώ από Εσένα να μας δίνεις ΥΓΕΙΑ, ΥΠΟΜΟΝΗ, ΠΡΟΚΟΠΗ, ΣΥΝΝΕΣΗ, ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΎΝΗ και ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ.
Και τα λεφτά θα γίνουν Θεέ μου…
Από Παρασκευή σε Παρασκευή μετράω πολλά…
Είχε η βδομάδα πολλές εναλλαγές…
Στεναχώριες, χαρές, άγχος, απόγνωση, γνώση, κούραση, ξεκούραση, γέλιο, κλάμα…
Όλα όμως πήγαν καλά…
Κοιτάξτε ψηλά.
Μιλήστε φωναχτά.
Ακούει.
Λιλίκα
Τόσο το κείμενο όσο και η φωτογραφία που το συνοδεύει, είναι της φίλης μας της Λιλίκας και δημοσιεύονται στη Ματιά με την άδειά της.