Του Δημήτρη Χίλιου
Ξεκούκιζε το κομπολόι σκεφτικός, πότε πότε έπιανε τη μασιά να σγαρλίσει τη φωτιά και με την ξανάστροφη έσπρωχνε πέρα τη γάτα τη Μπιρμπίλω. Ντώσε με μια στάλα μωρή, της έλεγε γιατί από το πλάι του δεν σάλευε το ζωντανό.
Έξω έπεφτε παγωνιά. Τα παιδιά του χωριού είχαν αποκάμει από το τρεχαλητό ολημερίς στα καλντερίμια για τα κάλαντα, στη σχολική αυλή ένα δέντρο χριστουγεννιάτικο όλο μπαλόνια πολύχρωμα και κουκουνάρια βαμμένα, στις κουζίνες σιγόβραζε η γαλοπούλα, στις σερβάντες των σπιτιών καμάρωναν μελομακάρονα και κουραμπιέδες.
Τούτα τα Χριστούγεννα του φαίνονται αλλιώτικα του Ξενοφού.
Έτσι τον ονομάτισαν μόλις γεννήθηκε. Η νόνα του δηλαδή, στο όνομα του νοικοκύρη της που είχε συγχωρεθεί νωρίς και τού ’μεινε.
Ο Ξενοφός του Ξενοφού.
Ο δάσκαλος έτσι τον φώναζε σαν του άστραφτε κάτι σκαμπίλια βροντερά. Κι ο παπα-Φώτης γαμπρό έτσι τον ονομάτισε. Στέφετε ο δούλος του Θεού Ξενοφός την δούλην του Θεού Αλέξω, εις το όνομα του πατρός και του υιού…
Μονάχα η ταυτότητα, το εκλογικό βιβλιάριο και το χαρτί της σύνταξης έγραφαν του Ξενοφώντος, μα ποιος έδινε σημασία στα χαρτιά!
Ολομόναχος, στα πόδια του τριβόταν η Μπιρμπίλω, η φωτιά έκαιγε χαμηλά στο παραγώνι, μισόκλεινε τα μάτια ζαλισμένος απ’ τους λογαριασμούς του μαγαζιού. Ζύγωνε τα εβδομήντα και Χριστούγεννα σαν τα φετινά δεν θυμόταν.
Παραμονή της Γέννησης, μέσα στο πάρε δώσε και τα βερεσέδια στο μπακάλικο που κράταγε, συνταξιούχος αυτός στ’ όνομα του παιδιού που ταξίδευε, καρφί στο μυαλό το άδειο σπίτι.
Η μακαρίτισσα, πέντε χρόνια φευγάτη, είχε λησμονηθεί. Άλλωστε η ζωή στο πλάι της δεν του έμεινε αξέχαστη, όλο γκρίνια και αρρώστιες. Αλλά ο Πανάγος του, φευγάτος στα καράβια του έγραφε προχθές από την Αμβέρσα, κι η Κατινίτσα του σπούδαζε δασκάλα στην Τρίπολη και θά ’μενε να κάμει Χριστούγεννα στην αδερφή της μακαρίτισσας την Ασήμω, τον αφήσανε μονάχο τέτοια χρονιάρα μέρα.
Υποχρεώσεις πατέρα, του γράφανε. Έκανε πως τους πίστευε, απόφευγε τα τσακώματα δι’ αλληλογραφίας έτσι αγαναχτισμένος από τα απλήρωτα βερεσέδια, κατεβατά ολόκληρα στα δεφτέρι του, ήθελε τώρα συντροφιά, έναν άνθρωπο ρε αδερφέ, ν’ ακούσει κάτι άλλο από βανίλιες, ζάχαρες, σόδες, σιμιγδάλι και κανελλογαρύφαλλα.
– Α, ρε Πανάγο, μουρμούριζε σκουντώντας τη Μπιρμπίλω. Πού να θαλασσοπινήγγεσαι, άραγε με ποιας φυλής πουτανάκια κοιμάσαι. Μ’ απαράτηκες γέρον άνθρωπο να τυραγνιέμαι. Αμ θα πάρω παραπαίδι στο μαγαζί κι ας με κλέβει πίσω από την πλάτη μου. Άπονα παιδιά, άπονα. Αλλά σάμπως και το θηλυκό βγήκε καλύτερο! Τό ’βαλε αμέτι μουχαμέτι να γενεί δασκάλα, τόσα παλληκάρια στο χωριό να νοικοκυρευτεί, τίποτα. Άπονα παιδιά.
Μα περισσότερο φουρτούνιαζε γιατί υποχρεωνόταν για πλύσιμο και σιδέρωμα στις ανιψιές τις γλωσσοκοπάνες, που αύριο θα του το κοπάναγαν κι ας του παρίσταναν τις πονετικές.
Πάνω στο ψυγείο του πάγου καμάρωνε το ραδιόφωνο, ξύλινο με μεγάλα κουμπιά σαν καπάκια αλοιφής για τους κάλους, σκέφτηκε να σπάσει τη μουγγαμάρα. Τέλος των ειδήσεων, η φλογέρα έπαιξε τον Τσοπανάκο, κατόπιν στο δελτίο καιρού είπαν για πτώση θερμοκρασίας και θυελλώδεις ανέμους στα πελάγη, ακολούθησε η εκπομπή «Ένας γιατρός μεταξύ μας». Η ίδια μουγγαμάρα πλάκωνε το σπίτι. Το έκλεισε.
Ρίχνει τότε καινούργιο κούτσουρο στη φωτιά, σκαλίζει τα κάρβουνα με την τσιμπίδα, χαϊδεύει τη Μπιρμπίλω και με το κεφάλι στην παλάμη αναλογιζόταν πως, νοικοκύρης άνθρωπος, τρώει στην ταβέρνα συντροφιά με τους μπεκιάρηδες και κάτι ρημάλια της αγοράς.
Αύριο ήταν του Χριστού κι αυτός μαγκούφης.
– Αντί να τσακιστεί να μαζευτεί σπίτι της το ασυλλόγιστο θηλυκό, μου κάθεται τάχα για να διαβάσει, στη μαϊμού την Ασήμω. Γύρευε πού θα χορλομπουρλάει και με απαράτηκε χρονιάρα μέρα χωρίς ένα πιάτο φαΐ. Μπορεί και να σαλιαρίζει με κανέναν ρεμπεσκέ, αλλά δεν θα το ανακαλύψω; Άπονα παιδιά! Μόνο την τσέπη μου ξέρουν να αδειάζουνε.
Όλα τούτα αναμετρούσε το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων ο Ξενοφός, τέντωνε τα πόδια να ξεμουδιάσουν, έξυνε το παχύ μουστάκι του και ρευόταν κουνουπίδι γιαχνί. Η Μπιρμπίλω στα πόδια του.
Κι εκεί που μόνο το τρίξιμο της φωτιάς ακουγόταν και πότε πότε το ρέψιμό του με την μυρωδιά της φρεσκοκομμένης βαλανιδιάς και τον δυνατό του ξερόβηχα, πάτημα ανάλαφρο και πηδηχτό ακούστηκε στη σκάλα, η πόρτα έτριξε σε χτύπημα απαλό και μια φωνή μες στο σιρόπι.
– Συμπέθερε! Συμπέθερε!
Ποιος με θυμήθηκε, σκέφτηκε. Κι αμέσως δυνατά.
– Τράβα το ζεμπερέκι κι άνοιξε.
Στο άνοιγμα πρόβαλε η χήρα η Γαρουφαλλιά, μακρινή συμπεθέρα από την άλλη ενορία.
Χήρα κοντά είκοσι χρόνια. Παιδιά σκυλιά δεν την αξίωσε, μαλωμένη με τα κουνιάδια της για την μοιρασιά μετά την θανή του αφέντη της, θυμήθηκε η Γαρουφαλλιά τον μακρινό της συμπέθερο, αναμέτρησε τη μοναξιά του κρίνοντας από την δική της και του έφερε φαΐ για την αυριανή μέρα στο συφερτάσι, χριστόψωμο, μελομακάρονα και κουραμπιέδες στρωμένα ταχτικά μέσα στην κανίστρα που κρεμόταν στον αγκώνα της.
Βέβαια αυτή σαν χήρα θα έπρεπε να τηρεί το πένθος, έστω για τα μάτια του κόσμου, η γειτονιά παραμόνευε. Έτοιμη ήταν η Λισάβω να τήνε βγάλει στο μεϊντάνι, αλλά είκοσι χρόνια κουράστηκε να ζει με τη μνήμη του μακαρίτη, καλός χρυσός, αλλά μακαρίτης. Ε, τον τίμησε. Μετά τόσα χρόνια, στα κλεφτά του έκανε κανένα στραβοπάτημα.
Μελομακάρονα και κουραμπιέδες έφτιαχνε τα τελευταία χρόνια, υπέροχα. Είχε αφημένα τα κλαριά να θεριέψουν στην αυλή κι ο φούρνος από το δρόμο δεν φαινότανε. Τη Λαμπρή έψηνε και μια γαλατόπιτα που τράβαγε η όρεξή της, μόνο η μυρωδιά έφτανε στη γειτονιά, μα δεν θα το έβανε και καημό, δεν θα έσκαγε η Γαρουφαλλιά. Αρκετά πένθησε, μακάρι κι άλλες χήρες έτσι, τούτο έλεγα σαν της ρίχνανε τίποτα σπόντες στην εκκλησία και στα συλλυπήματα για την μαύρη τσεμπέρα που την πέταξε και που δεν πήγαινε ταχτικά στο μνήμα.
Μπούχτισε πένθος.
Με κομπλιμέντα καλοδέχτηκε ο Ξενοφός την μακρινή του συμπεθέρα. Γέλασε εκείνη ένα γέλιο καρκαριστό. Κι αφού την φίλεψε κονιάκ με μια χούφτα καρύδια, ζεστάθηκε η χήρα, κοκκίνισε το μάγουλό της και τότε στρογγυλοκάθισε δίπλα στο παραγώνι να σμίξουν τη μοναξιά τους.
Του είπε πως έτσι είναι τα σημερινά παιδιά, άπονα και δεν κοιτάνε τους γονέους, ήξερε αυτή, ας μην ανάστησε δικά της, έβλεπε τρογύρω και πως το παν είναι να έχει κανείς τον άνθρωπό του για κάθε φουρτούνα, μια βεντούζα στην ανημπόρια, μια κουβέντα παρηγοριάς στην κακοκεφιά, τότε ξεκίνησε να ξιστοράει τα δικά της. Τόσα χρόνια έρημη, αδέρφια δεν είχε, στα μαχαίρια με το σόι τ’ αντρός της, ξεκομμένη από τον όξω κόσμο, μόνη με τη γειτονιά και κείνη κουσκουσούρα.
Αυτή, που στον καιρό της δεν άφηνε γιορτή και πανηγύρι που να μην πρωτοστατήσει στο χορό και το τραγούδι. Κι όμως. Τώρα καταδικάστηκε να ζει με τις θύμησες, Να μην τολμάει να μουρμουρίσει ένα σκοπό χαρούμενο πάνω στο εργόχειρό της. Και γιατί σε περικαλώ; Επειδή ο μακαρίτης βαρέθηκε τον κόσμο τούτο κι έβαλε πλώρη για τον άλλον. Εκείνη δεν τον βαρέθηκε καθόλου. Κάθε άλλο μάλιστα.
Καμμιά φορά, σαν είχε κανένα τσιγαριστό κι έπινα ένα ποτήρι, την έπιαναν τα σεκλέτια και τότε έπιανε κανένα σκοπό του τραπεζιού. Απαλά στην αρχή, ώσπου μερακλωνόταν και το δυνάμωνε. Μα σαν έβλεπε το παραθυρόφυλλο της Λισάβως να γέρνει με τρόπο προς τα έξω, τότε με ένα πνιχτό αχ βαχ το γύρναγε στο μοιρολόι.
Μα έτσι ήταν ο κόσμος γινομένος, κακός και ρουφιάνος, δεν σκεφτόταν όσα πέρασαν στην Κατοχή, όοοοοοχι. Γι αυτό και κείνη φυλαγόταν από την κακογλωσσιά και ζούσε όλο στερήσεις, σκιαζόταν πως θα αγουρογεράσει πρώιμα. Κι όλο μπηχτές περί την ηλικία, ρίχνανε κάτι κακομούτσουνες, αδικιωρισμένες. Γιατί τι είχε η ηλικία της περικαλώ! Άλλες μεγαλύτερες και… δεν ήθελε να ειπεί, μέρα που ξημέρωνε γιορτινή. Ο κόσμος καλή κουβέντα δεν χρώσταγε να ειπεί.
Ήταν αυτή στα νιάτα της! Μην κοιτάς τώρα που κλείστηκε σαν χήρεψε, η τύχη της. Αλλά και νοικοκυρά πρώτη! Πήρε από τη μάνα της, την Κοντύλω. Να, και τα μελομακάρονα έτσι τα έφκιανε η μακαρίτισσα. Τα έπλαθε ωραία ωραία, κατόπιν τα ακούμπαγε στο καλάθι να πάρουν σχέδιο και μετά τους κένταγε ένα γύρο δαντέλα με το πηρούνι. Σε όλα της προκομμένη, όχι σα μερικές που μπαίνεις στο σπίτι τους και στραβομουτσουνιάζεις. Ου, να χαθούν οι τεμπελχανούδες. Αλλά τις ήξερε. Είχανε το μυαλό στα νιτερέσα του κόσμου και στο ποια χήρα θα στραβοκοιτάξει, λες και τις έβαλε καμμιά δραγάτες στο …ας μην ειπεί καλύτερα, με το συμπάθιο, μα επειδή το ήφερε η κουβέντα, αλλιώτικα αυτή τέτοιες κουβέντες δεν ξεστόμιζε. Για τις πομπές τους τσιμουδιά και για νοικοκυριό δεν δίνανε δυάρα τσακιστή. Κουτσομπολιό κι αργολαβία. Μα θα τις άφηνε να κουρεύονται, δεν ήταν πρέπον να κολάζεται για δαύτες χρονιάρα μέρα.
Είπε κι άλλα πολλά η Γαρουφαλλιά, το κονιάκ έλυσε τη γλώσσα. Την άκουγε αμίλητος ο Ξενοφός, χαιρόταν που αντιλάλησε από κουβέντες το σπιτικό του. Προς στιγμήν λησμόνησε το δεφτέρι με τα βερεσέδια, κι όπως την έβλεπε στρουμπουλή, νταρντάνα σωστή και καλοστεκούμενη με πατημένα τα πενήντα, ξυπνήσανε μέσα του πόθοι ξεχασμένοι πολύ πριν του αφήσει χρόνους η μακαρίτισσα. Την αναμετρούσε και δάγκωνε λαίμαργα, ξαναμμένος, τις άκρες από το μουστάκι του.
– Σκέφτηκα, που λες, συμπέθερε, ατάραχη η Γαρουφαλλιά έμπαινε τώρα στο θέμα, να βρω έναν άθρωπο καλό και νοικοκύρη, να περάσω πλάι του τ’ αποδέλοιπά μου χρόνια. Βαρέθηκα συμπέθερε τα κρέπια και τα μαύρα, βαρέθηκα τα λιβανίσματα στη φωτογραφία του μακαρίτη. Καλός, χρυσός, αλλ’ αποθαμένος. Μήτε με τηράει μήτε μου κρένει. Τίποτα. Ούτε στην εκκλησία δεν ζυγώνω μέρα γιορτινή, παρά μονάχα στους εσπερινούς. Θ’ αψηφίσω τη γλωσσοφαγιά του κόσμου να βρω έναν άθρωπο, όχι για τα πονηρά, Θεός φυλάξοι, μα για να με βγάλει από τη μοναξιά, να ξεσκάσω μια στάλα. Με νοιώθεις συμπέθερε;
Ξερόβηξε δυο τρεις φορές ο Ξενοφός, χάιδεψε τη Μπιρμπίλω, έκοψε δυο βόλτες γύρω από το τραπέζι με τον καρώ μουσαμά, αναμασώντας τις άκρες από τα μουστάκια. Αυτός κι αν ένοιωθε τον καημό της συμπεθέρας!
Βλέποντας τις ιδρωμένες του παλάμες η Γαρουφαλλιά και τον γλωσσοδέτη που τον βασάνιζε, έριξε την χαριστική.
– Του λόγου σου θα ξέρεις κανένα τέτοιο νοικοκύρη, συμπέθερέ μου, βασταγερό αλλά και θεοσεβούμενο, να με γνοιαστεί. Μα νά ’χει και τον τρόπο του. Άθρωπος της αγοράς είσαι, κάτι θά ’χει περιπέσει στην αντίληψή σου. Νά ’ναι μερακλής, με δίψα για την καλή ζωή.
Χρεμέτισε σαν το πουλάρι ο Ξενοφός, έσκυψε στο παράθυρο, τάχα το σκυλί αλύχτισε, ώσπου να βρει τα λόγια, σύμπισε τη φωτιά και ρίχνοντας τελευταία ματιά στη λεβεντόχηρα, παραμέρισε τους δισταγμούς και το ξεστόμισε.
– Τηραξε να ιδείς Γαρούφω, ξεκίνησε προς στιγμήν ξεροκαταπίνοντας, μα μονομιάς πήρε φόρα. Σαν θά ’λεγες κι ελόγου σου το ναι, μετά χαράς θα το αποφάσιζα. Για τη συντροφιά δηλαδή, όχι για τίποτις άλλο, ντροπής άλλωστε στην ηλικία μα Μα να, έχω κι εγώ τον τρόπο μου. Νοικοκύρης, με την περιουσία, τα λάδια, τα κρασιά, τα γεννήματά μου, το σπίτι, το μαγαζί. Δεν θά ’χε να σου λείψει τίποτις, καλά θα περνάγαμε. Ε; Τι λες;
Το κούτσουρο λαμπάδιασε απότομα κι ένα βουητό έσπασε τη σιωπή. Η γάτα πετάχτηκε πέρα κι έπαιξε με μια κολοκύθα ριγμένη στο πάτωμα.
– Να σου ειπώ Ξενοφέ μου, κοκκίνισε κατεβάζοντας τα μάτια αν και χωρίς να το πολυσκεφτεί η χήρα. Ν’ αφήκουμε πρώτα να ξεμπαρκάρει το παλληκάρι μας απ’ τις θάλασσες, να τελέψει με το καλό κι η τσούπα μας τη σπουδή της και πέρα την άνοιξη, πρώτα ο Θεός, περνάμε με το καλό τα στέφανα!…
Την επομένη, του Χριστού ανήμερα, σαν σκόλασε ο άϊ-Νικόλας, η Γαρουφαλιά με την καλάθα κρεμασμένη στον αγκώνα, σκεπασμένη από λευκή δαντελωτή πετσέτα, αφού καταχώνιασε τα μαύρα, αχρείαστα νά ’ναι κι έβαλε το καλό της καφετί φουστάνι όλο σειρίτια και κουμπιά, σεινάμενη λυγάμενη, ξανανοιωμένη, κίνησε για την πέρα γειτονιά, κατά τα περιβόλια, να κάμει Χριστούγεννα με τον άνθρωπό της παριστάνοντας πως τίποτα δεν πρόσεξε απ’ τα κρυφοσκουντήματα, τα σινιάλα και τις παραπανήσιες χαιρετούρες στο διάβα της.
Το νέο είχε περπατήσει!
Κι η Λισάβω, μόλις η χήρα έστριψε στην πρώτη γωνία, πέταξε σφυριχτά στην Ευτυμία που παραφύλαγε πίσω από το παραμερισμένο κουρτινάκι, πατώντας πονηρά το μάτι.
– Άιντε· και με σερνικά γειτόνισσα!
(1980)
———————————————————————————
(*) Το διήγημα «Ανύπαντρος προξενητής» γράφτηκε το 1980 και συμπεριελήφθη στην συλλογή «Το Συγκέσιο» που εκδόθηκε το 1995 από τις εκδόσεις «ΦΥΛΛΑ».