Βαβυλώνα, 323π.Χ.
Τρεις ώρες τώρα με έχει σακατέψει. Το νιώθω, πόσο ακόμα μπορώ να αντέξω τέτοια βία; Μα δεν το καταλαβαίνει; Τόσο ανίκανος είναι να δει πως έτσι μόνο προς την καταστροφή πηγαίνει και πουθενά αλλού;
Θα μου πει βέβαια κάποιος: Τόσα άντεξες, δέκα χρόνια τώρα άντεξες τα πάντα, δεν μπορείς να κάνεις μία προσπάθεια ακόμα; Από σένα εξαρτώνται όλα σε τέτοιες στιγμές… έτσι μπορεί να σκεφτεί κάποιος. Δεν έχω να απαντήσω τίποτα άλλο, πέρα από το ότι πριν δέκα χρόνια που ξεκινούσαμε ήμουνα πιο νέο, πιο δυνατό, ο κύρης μου το ίδιο. Η ταλαιπωρία τόσων ετών έχει μειώσει όμως τις δικές μου αντοχές, ενώ εκείνος νομίζει πως είμαι ίδιο. Θαρρεί πως και αυτός είναι ο ίδιος, αλλά γελιέται. Δεν το θέλει, αλλά γελιέται. Είναι τέτοιος ο νους του, που δεν τον αφήνει να δει καθαρά πως ακόμα και ένας βασιλιάς είναι ευάλωτος. Ξεχάστε τις προσταγές των θεών και τα ορίσματα της μοίρας, κουραφέξαλα! Εγώ τον ορίζω τώρα, και δεν είμαι σε θέση να τον προστατέψω όπως τότε.
Γιατί; Γιατί όταν είσαι εικοσιτριών ετών δεν με έχεις ταλαιπωρήσει ακόμα. Ούτε με το κρασί, ούτε με τις μάχες. Μία ξέφρενη βραδιά οίνου και μία υπερπροσπάθεια με μία δούλα ή κάποια κόρη ευγενούς μπορεί να με ταλαιπωρήσει λίγο, αλλά την άλλη μέρα θα είμαι καλά. Ένα τραύμα από μία μάχη πάλι, δεν είναι ικανό ούτε να με σταματήσει καν, αρκεί βέβαια να μη με φτάσει η λόγχη, γιατί εκεί ούτε ο Δίας δεν μπορεί να κάνει κάτι. Και πάλι μπορεί να τη γλιτώσω κι εγώ κι ο αφέντης μου, αλλά θα τα χρειαστούμε για τα καλά.
Τι γίνεται όμως όταν η ζωή σου είναι τέτοια, που να με στοιχειώνει αργά και σταθερά με όλα τα παραπάνω; Όταν οι δούλες και οι κυρίες πολλαπλασιάζονται με γοργό ρυθμό; Όταν ασταμάτητα κοπιάζω να αντέξω τις πορείες; Τις μάχες που με σημαδεύουν λίγο λίγο με πληγές και τραύματα; Τις πορείες σε κακοτράχαλα μέρη, που πρώτα σκίζουν τις πατούσες και τους αστραγάλους, που ο πόνος και η προσπάθεια ανεβαίνουν από τα πόδια και πριν κυριεύσουν το κεφάλι περνάνε από εμένα και με κοιτούν χαιρέκακα; Τι γίνεται όταν όλο αυτό το ζεις για δέκα χρόνια χωρίς έλεος; Τι δύναμη έχω εγώ να φωνάξω και να πείσω τον κύρη μου να σταματήσει, γιατί άλλο ήμουνα κάποτε και άλλο τώρα;
Να πάρει! Θέλω πολύ να ουρλιάξω για τη σημερινή βραδιά, αλλά δεν με ακούει. Ούτε το νου του ακούει… δεν μπορεί να μην έχει λογική μέσα του! Κάποια σταγόνα λογικής θα έχει μείνει σε αυτόν τον άνθρωπο!
Όχι άλλο κρασί… σε ικετεύω αφέντη! Όχι άλλο πιοτό, πονάω! Σφίγγω το σώμα μου, έχω κουλουριαστεί, μη μου στέλνεις άλλο κρασί! Δεν έχω μέσα μου έτσι καλοσύνη, δεν θα μπορώ άλλο σε λίγο, παρά να ξαμολύσω νικημένο ό,τι υπάρχει μέσα μου… και αυτό θα σε μολύνει. Θα σε νικήσει αφέντη, είναι δυνατότερο από τους Πέρσες, τους Ινδούς, είναι δυνατότερο κι από τους δυο μαζί! Θυμάσαι τότε, στην μεγάλη πεδιάδα; Ξυστά σου πέρασε από τη μεριά μου εκείνο το δόρυ κι εσύ αλλόφρωνας το διασκέδασες και έχωσες το σπαθί σου σε εκείνον τον Πέρση, χαμηλά από το θώρακά του και δεξιά, πίσω στην πλάτη; Εκεί που είμαι κι εγώ τον πέτυχες αφέντη, και τον ξεκούρασες.
Μη! Όχι την κούπα του Ηρακλή! Όχι, σε ξορκίζω, δεν θα την αντέξω! Μία ελπίδα έχεις κι εσύ κι εγώ, να σταματήσεις τώρα και να πας στη σκηνή σου να ονειρευτείς τις κατακτήσεις σου και την πατρίδα που έχεις δέκα χρόνια να τη δεις! Σταμάτα τώρα το πιοτό, κάνε έρωτα αν θέλεις, θα κάνω λίγο κουράγιο ακόμα και θα τα καταφέρω για κάποια που θα βρεις, αλλά….μη! Μη σε ικετεύω! Όχι την κούπα, όχι που να πάρει!
Δε με άκουσες αφέντη και την ήπιες! Η κούπα του Ηρακλή με κάνει να πονώ αφόρητα, σφαδάζω. Θέλω να αντέξω αφέντη, δεν σου αξίζει τέτοιος θάνατος! Δεν μπορώ αφέντη όμως, ξεχύνονται όλα… σε νιώθω να γονατίζεις από αυτόν τον αναθεματισμένο σφάχτη στην πλάτη σου. Σαν μαχαιριά το ένιωσες, έτσι δεν είναι; Κάπως σαν αυτές που δεχόσουν ανίκητος τόσον καιρό… αλλά τώρα δεν έχεις γυρισμό αφέντη. Ούτε στην πατρίδα, ούτε στη ζωή. Σε λίγο θα μολυνθεί και η κοιλιά σου, θα νικηθείς από τον πυρετό που θα ριζώσει σαν κακό όνειρο μέσα στο σώμα σου.
Ούτε να με σκεφτείς δεν θα προλάβεις. Νομίζω πως είσαι τόσο αυτοκαταστροφικός, που και να μπορούσες, δεν θα το έκανες. Ίσως μέσα σου να πανηγυρίσεις, ίσως η τελευταία σου σκέψη να είναι πως τουλάχιστο δεν νικήθηκες από Πέρσες και Ινδούς, από Θηβαίους και Αθηναίους.
Δεν είναι όμως άδικο Αλέξανδρε; Δεν είναι άδικο να φύγεις με αυτόν τον τρόπο; Σβήνω τώρα, και σε λίγες μέρες θα σβήσεις κι εσύ…
Τα στοιχεία και οι πηγές συνηγορούν στην πιο πιθανή αιτία θανάτου του Αλέξανδρου: ρήξη παγκρέατος, οξεία περιτονίτιδα. Η κούπα του Ηρακλή ήταν ένα τεράστιο κύπελλο κρασιού, το οποίο έπινε κάποιος με μία γουλιά. Η ξέφρενη νύχτα γλεντιού ταλαιπώρησαν υπερβολικά το πάγκρεας του μεγάλου στρατηλάτη, με αποτέλεσμα η κούπα αυτή και η πρόκληση που δέχτηκε ο Αλέξανδρος να την πιει, στάθηκε η αιτία να επέλθει ρήξη παγκρέατος, με χαρακτηριστικό τον ξαφνικό έντονο πόνο σαν μαχαιριά στην πλάτη χαμηλά. Τα υγρά μόλυναν την περιτοναϊκή χώρα και αργότερα έσπασαν το έντερο, με αποτέλεσμα την γενικευμένη μόλυνση, τους πόνους, τον έντονο και σταθερά υψηλό πυρετό. Η αντίστροφη μέτρηση είχε ήδη αρχίσει…
Το κείμενο αυτό είναι του συγγραφέα Λευτέρη Σακκά. Δημοσιεύεται στη ματιά με την άδειά του, για την οποία και τον ευχαριστούμε πολύ! Δείτε τα βιβλία του κ. Σακκά κάνοντας κλικ εδώ!