Άη μου Γιώργη αφέντη μου
Ρόδος (Δωδεκάνησα) και Ανατολική Θράκη
Άη μου Γιώργη ῾φέντη μου, καλέ μου καβαλάρη,
αρματωμένε μέ σπαθί καί μέ χρουσόν κοντάρι.
Άγγελος είσαι στή θωριά, άγιος στή θεότη,
παρακαλώ σε βό᾿θα μου, καλέ μου στρατιώτη,
από τό άγριο θεριόν καί δράκοντα μεγάλον,
όπου τού παίρνασι άθρωπον καθά πορνόν καί άλλο.
Ά᾿ δέ τού παίρνασι άθρωπον καθά πορνό στήν ώραν
νερόν δέν έφηνεν νά πιεί κανένας μές στή χώρα.
Τά μπουλετιά* ερίξασι τίνος θέλουν νά τύχουν
κι ετύχασι ντά μπουλετιά πρός τήν βασιλοπούλα.
Ετύχασι ντά μπουλετιά πρός τήν βασιλοπούλα,
όπου τήν είχε η μάνα της μόνιαν κι ακριβοπούλα.
Ο βασιλιάς σάν τό ᾿μαθε πολύ βαρύν τού ᾿φάνη.
Ούλον τό βιός μου πάρτε το καί τό παιδί μου αφήστε.
Λαός σηκώστη αρίφνητος* στόν βασιλιά καί πάει.
— Γιά δώς μας τό παιδάκι σου γιά παίρνομε κι εσένα.
— Πάρτε την καί στολίστε την μ᾿ ατίμητα πετράδια,
μέ αργυρά καί μέ χρουσά κι ούλο μαργαριτάρια.
Νύφη νά τήνε ντύσετε ο δράκος νά τή σκίσει
καί τ᾿ όμορφόν της τό κορμί νά τό γλυκομασήσει.
Στά μάρμαρα τού πηγαδιού ρίξαν τήν αλεσίδα
κι εδέσαν τη τήν όμορφη κι άτυχην κορασίδα.
Ο Άης Γιώργης τό ᾿μαθε καί θέλει νά τή σώσει
καί ᾿που τό άγριο θεριό νά τήν ελευτερώσει.
Τό γρίβαν* του εκαλλίκεψε καί πάει νά τόν ποτίσει
καί στο νερόν τού πηγαδιού επή᾿ε νά καθίσει.
Γυρίζει η κόρη τόν θωρεί μέ δακρυσμένο βλέμμα.
— Φύ᾿ε, τού λέει, ᾿φέντη μου, γιατί θά φάει κι εσένα
ετούτο τ᾿ άγριο θεριόν οπού θά φάει εμένα.
— Άφησ᾿ με, κόρη, άφησ᾿ με λιγάκι νά ξαπλώσω,
λιγάκι νά ξεκουραστώ κι εγώ έν᾿ νά σέ γλιτώσω.
Ο άγιος κοιμήθηκε καί τό θεριό σιμώνει,
ούλα τά όρη σείουνται, τά δέντρα ξεριζώνει.
— Σήκου, τού λέει, ᾿φέντη μου, καί τό νερόν αφρίζει
κι ο δράκοντας τά δόντια του γιά μένα τ᾿ ακονίζει.
Σηκώθηκεν ο άγιος σάν παραλο᾿ισμένος
καί τό κοντάριν του έρπαξε ως ήτο μαθημένος.
Μιά γκονταριάν τού τράβηξεν τού δράκοντα στό στόμα
καί τό θεριόν κυλίστηκε χαμαί* στής γής τό χώμα.
— Σύρε, κόρη, στό σπίτι σου καί σύρε στούς γονείς σου
καί πές τως ποιός σού γλίτωσε σήμερον τή ζωή σου.
Κι επιλοάται ο βασιλάς στόν άγιο καί λέει:
— Χαλάλι σου τά πλούτη μου, χαλάλιν τό παιδί μου.
Χαλάλι σου τά πλούτη μου, χαλάλιν τό παιδί μου,
χαλάλιν κι η κορώνα μου πού ᾿χω στήν κεφαλή μου.
— Χαίρου τα καί τά πλούτη σου, χαίρου καί τό παιδί σου,
χαίρου καί τήν κορώνα σου πού ᾿χεις στήν κεφαλή σου.
— Γιά πέ μου, νέε ένδοξε, πώς είναι τ᾿ όνομά σου,
γιά νά σού κάμω χάρισμα νά ᾿ναι τής αρεσκειάς σου.
— Γεώργιο μέ λέουσιν ᾿πού τήν Καππαδοκία.
Θέλεις νά κάμεις χάρισμα χτίσε μιάν εκκλησία
καί πιάσε καί ζωγράφισε Χριστόν καί Πανα᾿ία.
Καί στή δεξιά της τή μεριά βάλ᾿ ένα καβαλάρη,
αρματωμένο μέ σπαθί καί μ᾿ αργυρόν κοντάρι.
μπουλετιά: λαχνοί
πορνόν (πουρνό): πρωί
αρίφνητος: αμέτρητος, αναρίθμητος
γρίβαν: το ψαρό (γκρίζο) άλογο
χαμαί: κάτω