Με τον Δημήτρη Χίλιο
Ποιό «Αγαπητό μου ημερολόγιο»; Εδώ ήρθαν τα πάνω κάτω.
Αγαπητό μου http://www.Facebook.com θα γράφουμε πια στις ιδιαίτερες εξομολογήσεις. Από εδώ επανδρώθηκε ο κρατικός μηχανισμός (και από τις γνωριμίες στα γυμναστήρια, αλλά δεν είναι το θέμα μας).
Και, μεταξύ μας, όσα λέμε μην τα παίρνετε προσωπικά, δεν αναφερόμαστε στο τι τρώτε, τι πίνετε, πού πάτε και το δίνετε. Για το πού πάτε και ΤΗΝ δίνετε, μπορεί να σας εγκαλέσουμε καμμιά φορά. Την ψήφο ντε.
@ @ @
Φλεβάρη έχουμε; Σίγουρα; Βγήκα στο μπαλκόνι και αναρωτήθηκα μήπως είχα μπερδέψει τα χαρτάκια του ημερολογίου κι έχουμε Απρίλη. Μετά είπα Πάσχα δεν κάναμε, δεν τσουγκρίσαμε αυγά, δεν ψήσαμε, αλλά τι να ψήσεις… ξέρω κι εγώ! Καλού-κακού κατέβασα τα θαλασσινά απ το πατάρι, να είναι πρόχειρα. Ε, θα κάνει κανένα πισωγύρισμα ο χιονιάς τον Μάρτη, δεν μπορεί. Τότε θα ξαναμπαμπουλωθούμε στα κασκόλ, θα αρπάξουμε ξανά στην αγκαλιά το μαγκάλι. Σαν σάουνα ένα πράγμα.
@ @ @
Το πόσο το γλεντάω που ο κόσμος στο δρόμο και στα μαγαζιά αποδοκιμάζει τους προσφάτως υπουργούς χρηματίσαντες, το πόσο το γλεντάω! Δεν βγαίνει κάτι, ούτε είναι τακτική αυτή σε μια Δημοκρατία. Αλλά όταν σε πνίγει η ανεργία και η ανέχεια, λίγο σκέφτεσαι το σαβουάρ βιβρ…
@ @ @
Πάει, ο καιρός το πηγαίνει για μούρλια! Αλλά θα μου πεις εδώ μουρλάθηκαν άλλοι κι άλλοι. Τον Δεκέμβρη φύτεψα στη ζαρντινιέρα βολβούς Ναρκίσσου. Κατά τη συνταγή, περίμενα ανθοφορία τον Μάρτη, μα έσκασαν 2 μήνες νωρίτερα. Μιράκολο! Δεν μένει παρά να ξεφουρνίσω το ποίημα του Παράσχου “Δρέψατε πάλιν ερασταί ευδαίμονας Ναρκίσσους”. Τους εραστάς δεν βλέπω, αλλά πρωί είναι, λέμε και καμμιά.
@ @ @
Όποιο κανάλι κι αν ανοίξεις, η ειδησεογραφία σε πληγώνει. Ποιες μουσικές εξαίσιες και ποιούς θιάσους μυστικούς! Στα αποκα-ΐδια δεν ανθίζει ζωή. Είναι κι αυτό το αδέσμευτο των Ελλήνων δημοσιογράφων, το αποστασιοποιημένο, το υπεράνω χρημάτων, το ανεξάρτητο! Κι όλα με κείνο το ύφος το «Εγώ δεν ξέρω τίποτα για το περγαμόντο»! Με τον χρόνο, η στάχτη γίνεται λίπασμα. Μέχρι τότε άσκηση εσωτερική και σιωπή.
@ @ @
Αμ τα μαγαζιά; Δεν είναι μια θλίψη τα μαγαζιά; Περνάς, είναι οι μαγαζάτορες κρεμασμένοι στις πόρτες, κλαμένοι, αδικοπικραμένοι και σε ακτινογραφούν. Το μάτι τους βλέπει μέσα στην τσάντα, ζυγίζει, αναμετρά, αναστενάζουν βαθειά κι ύστερα σε καταριούνται που τσάκισες το ποδαράκι σου και πήγες αλλού. Ένα παντελόνι πήρα προχτές και δέκα φορές σκόνταψα στο δρόμο, μετά χασμουριόμουν σαν το σκυλί, ένας λόξυγκας, ένα κακό, όλη νύχτα μπαινόβγαινα στην τουαλέτα, αφήστε. Α, θα το τυλίγω με το μπουφάν άλλη φορά ό,τι παίρνω, θα το κρύβω σε σακούλες σκουπιδιών, δεν αντέχω το βουντού.
@ @ @
Τάμα έκανα να μην ξανακυλήσω, να μην ξαναπέσω στα σκληρά. Πλην, αδυνάτου χαρακτήρος, παρεσύρθην. Κάτι βράδια είδα πολιτικές εκπομπές, το ομολογώ. Τότε ήταν που είπα Πάει δεν θεραπεύομαι. Να πάρω Λουίζα με μέλι; Να πάρω Μανδραγόρα; Να κόψω βεντούζες χαραχτές; Πείτε μου και σεις. Αποφαίνονταν οι πανελίστες περί του πώς θα σκίσουμε την τρίχα στα τρία, με το συμπάθειο. Ένας τσίριζε (ναι, ο γνωστός), κάποιοι με ζιβάγκο προέτρεπαν σε αντίσταση έτσι γενικώς, οι με την φωλεά λερωμένη αναμασούσαν κάτι γύρω-γύρω να ‘ρχεται και μέσα να μην μπαίνει, ο κ. Τράγκας έπαιζε ένα μονόπρακτο όλο κορώνες, ο κ. Πάγκαλος έβηχε, ο κ. Πρετεντέρης κανοναρχούσε και πήγαινε το πράγμα εκεί που είχε εντολή άνωθεν, μια ξανθιά πρότεινε ανασκολοπίσεις, ο Χατζηνικολάκης έξαλλος χαστούκιζε τους ταραξίες Γιακουμάτο, Άδωνι, Κάτια Μακρή και παπα-Τσάκαλο, ανατριχιαστικά πράγματα.
Επειδή γιατρειά δεν έχει το πράγμα και προκειμένου να καταφύγω σε ψυχαναλυτή, κατέληξα. Χίλιες φορές οι εκπομπές ανάδειξης ταλεντακίων.
@ @ @
Στην Κερατέα τα ΜΑΤ δέρνουν φιλήσυχους πολίτες ανηλεώς. Γιατί δεν δέχονται τα σκουπίδια της Αττικής μέσα στα μούτρα τους. Τα κανάλια που έχουν ανακαλύψει και μας ενημερώνουν για το τι βρακί φόρεσε σήμερα η Τζούλια (αν φόρεσε κιόλας), δεν έχουν ακουστά το θέμα. Μεγαλοεργολάβος-μεγαλοεκδότης έχει πάρει προκαταβολές για το έργο, σου λέει! Άκου τώρα. Βρε, αυτοί σε λίγο θα μας πουν πως δίνονται και τα δημόσια έργα στο μιλητό.
@ @ @
Τελικά όλα καλά, θρονιαστείτε ανέμελα στον καναπέ. Τα νησιά δεν πωλούνται. Τα λιμάνια, τα μνημεία, τα πάρκα, οι ακρογιαλιές, τα δειλινά. Όλα εκείνα που τα γλυκοκοιτάζατε στο χάρτη. Ό,τι κι αν ορμήνεψε η τρόικα κουνώντας το δάχτυλο, το κράτος μπορεί να διαπλέει ιλαρώς ωκεανόν, πλην παραμένει βράχος ακλόνητος.
Βέβαια για όλα θα αποφασίζει η Βουλή, αλλά εδώ μην παίρνεται όρκο και μην γυρνάτε πλευρό ξέγνοιαστοι. Υπάρχει προηγούμενο.
@ @ @
Στην Αφρική, πήραν φωτιά οι κελεμπίες. Ηγέτες με συμπεριφορά και νοοτροπία καθεστωτική, μέλη Διεθνών Οργανώσεων του Πολιτισμένου κόσμου (γιατί άραγε;), καταπίεζαν, δολοφονούσαν κι απομυζούσαν εκατομμύρια πεινασμένων. Σημαιοφόρος ο Φαραώ της Αιγύπτου που απολάμβανε των τιμών ολόκληρου του πολιτισμένου κόσμου. Ο πλέον παράφρων όλων, ο Καντάφι (πού τόσοι ξελιγώνονταν για χάρη του στη χώρα μας), κατέσφαξε και βομβάρδισε στο τέλος τον ίδιο τον λαό του. Εκείνος της Τυνησίας σου λέει, πα πα πα! Με ένα φόρτωμα ράβδους χρυσού λάκισε, να κουρνιάσει στην αυλή της βασιλικής οικογένειας της Σαουδικής Αραβίας. Πίσω του άφησε επαύλεις με κήπους κρεμαστούς και άγρια ζώα, που κατέσφαξε ο εξαγριωμένος όχλος. Κι η σοσιαληστίνα η γυναίκα του, Λεϊλά, πρώην κομμώτρια, ήταν η διαχειρίστρια του κρατικού πλούτου που έδινε τις επιχειρήσεις της χώρας στο σεπτό σόι της. Να δείτε τι μου θυμίζει…
Συμπέρασμα: Πάνω από μια τετραετία, έρχεται και σκατώνει το πράγμα. Μέχρι να μάθουν να παραμυθιάζουν τα βοϊδάκια εμάς και να γνωριστούν με τις ξένες αγορές. Να τα βρουν με δαύτες στο παζάρι.
@ @ @
Όλα θέλουν την οργάνωσή τους τελικά, γιατί «η φτώχεια θέλει καλοπέραση» (λέει και κάτι ακόμη η παροιμία, αλλά δεν είναι της παρούσης). Πάντα βρίσκεις χρόνο για μικρές αποδράσεις στο όνειρο. Ξαφνικά μέσα στο μεσοχείμωνο κι ενώ έξω «Ο βορριάς που τ’ αρνάκια παγώνει» επιτάσσει το χουχούλιασμα, προκύπτει εκδρομή. Γιατί το όνειρο είναι μονάχα μια στιγμή κι όλες οι άλλες οι στιγμές απελπισία. Ο δρόμος παραλιακός, εννοείται. Θέα μαγική, άλλο ταξίδι αυτό. Πρώτη στάση στο καφέ “Κριός με Λέων”, δεν έχουν γνωρίσει ακόμα την αιτιατική ως πτώση, αλλά φτιάχνουν ωραίο καπουτσίνο και καρυδόπιτα με παγωτό. Επίσης δεν βάζουν καθόλου μουσική και πολύ το εκτίμησα.
@ @ @
Έτσι μια ματιά να ρίξει κανείς στις Παραστάσεις που ανεβαίνουν στα αθηναϊκά θέατρα, διαπιστώνει πως Επιθεώρηση δεν υπάρχει στα προγράμματα. Τυχαίο; Δεν νομίζω. Έτσι που εκτυλίσσεται η καθημερινότητα, τα δελτία ειδήσεων, οι εξελίξεις, το ξεκατίνιασμα μεταξύ των κομμάτων, η απόπειρα να ψελλίσει κάποιος μισή κουβέντα στην tv κι αμέσως του έρχεται η απανταχούσα, εκείνο το Ποιος είδε την Όλγα Τρέμη και δεν την φοβήθηκε! Νομίζεις πως όλα γύρω είναι παράσταση του «Ακροπόλ» σε κείμενα της τριάδος που έλεγαν παλιά, της Ελεύθερης Σκηνής ίσως. Ε, μετά από όλο αυτό, τι να παίξει πια κι ο Στάθης Ψάλτης;
@ @ @
Και μην ξεχνάτε τον Μάρτη την κόκκινη κλωστή στο δάχτυλο για τον ήλιο, καθώς και τον χαρταετό της Καθαράς Δευτέρας. Δεν μας τα κοψε κι αυτά η τρόικα. Ίσως φέτος από τα χταπόδια, τα μύδια και την καβουρόψυχα, να επιστρέψουμε στα βραστά κουκιά και τα μαρουλόφυλλα. Θυμάμαι την φουφού έξω από τα μπακάλικα της Αγουλινίτσης του 60-70 να βράζει τα κουκιά από το ξημέρωμα, τα μαγαζιά στολισμένα με φοίνικες και κλαδιά δάφνης. Βέβαια ίσως να έχουμε ήδη γυρίσει λιγάκι πιο πίσω, 50-60 ως εισόδημα πλέον. Αλλά… μαζί τα φάγαμε.
Και τώρα άφραγκοι, καταχρεωμένοι, αλαλιασμένοι από τις δηλώσεις τις ανακοινώσεις, τις διαψεύσεις, τις απειλές και τις φαγούρες, πλην απτόητοι, προετοιμάζουμε την επιμήκυνση υποδοχής της εαρινής περιόδου. Χαίρετε.
του Δημήτρη Χίλιου
Ο Δημήτρης Χίλιος είναι συγγραφέας και από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα του “Με το σφύριγμα του τραίνου” και “Χάρτινα φιλιά“.