Αυτές τις μέρες βλέπω τον πατέρα μου στο δρόμο. Προχτές ερχόταν από μακριά προς το σπίτι μου με τον χαρακτηριστικό του βήμα – όσοι τον ήξεραν μου λένε πως περπατώ κι εγώ κάπως με τον ίδιο τρόπο – μου φάνηκε ότι φορούσε τη μπλε ζακέτα που του είχαμε πάρει για τη γιορτή του, το ίδιο γκρι παντελόνι – όλα τα παντελόνια του ήταν γκρι ούτως ή άλλως, και συνέχιζε να έρχεται προς το μέρος μου…
Είπα μέσα μου εκείνη τη στιγμή, πώς γίνεται, όλα είναι μια ψευδαίσθηση, δεκατρία τόσα χρόνια που νομίζω ότι πέθανε ήταν λάθος… Όσα συνέβησαν στο διάστημα αυτό δεν συνέβησαν.
Ο θάνατος δεν συνέβη…
Τώρα θα τα πούμε, θα μου εξηγήσει τι έγινε, ποιος μας έπαιξε αυτό το παιχνίδι…
Όσο πλησίαζε όλο και περισσότερο βεβαιωνόμουν. Τα μαλλιά, το χτένισμα, το μουστάκι, οι κινήσεις των χεριών. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά δυνατά και περίμενα να πλησιάσει. Φτάσαμε πολύ κοντά και τον κοίταξα επίμονα, ανυπόμονα. Εκείνος κοιτούσε μπροστά, σαν να μη με ξέρει και έκανα πίσω γιατί υπήρχε κάτι στην ομοιότητα που με διέψευδε. Το πρόσωπό του ήταν όμοιο αλλά σαν να το έχει φτιάξει κάποιος με τα ίδια υλικά, με τα ίδια χαρακτηριστικά, την ίδια έκφραση αλλά κάπως αλλιώς… Σαν να είχε βάλει το χέρι του ένας γλύπτης και να τέντωσε, να τράβηξε λίγο τα χαρακτηριστικά έτσι που να είναι αλλά και να μην είναι αυτά που θυμόμουν… Είχαν πάνω τους μια ξενότητα, που με έκαναν να μην του μιλήσω. Πέρασε από μπροστά μου, με κοίταξε, έριξε μια ματιά στο σπίτι και μετά τράβηξε το βήμα του και χάθηκε από το δρόμο…
Την άλλη φορά τον είδα την ώρα που έβγαινα από το σουπερμάρκετ. Κεραυνοβολήθηκα! Ήταν όπως φαντάζομαι θα πρέπει να είναι τώρα ο πατέρας μου από την τελευταία φορά που τον είδα ζωντανό. Φορούσε ένα μπερέ – κάτι που δεν συνήθιζε ποτέ – και το πρόσωπό του ήταν κάπως πρησμένο. Καταβεβλημένος από τα χρόνια, χλωμός… Τα μαλλιά του είχαν ασπρίσει περισσότερο και φορούσε γυαλιά… Τον κοίταζα και αναρωτιόμουν αν θα με αναγνωρίσει αυτή τη φορά..
Μια γυναίκα στην ηλικία μου τον έπιασε από το χέρι και μπήκαν μαζί σε ένα αυτοκίνητο…
Την επόμενη φορά θα τον δω να κάθεται απέναντί μου στο μετρό και θα είναι νεότερος. Όπως τότε που πηγαίναμε οι δυο μας στις πρωινές παραστάσεις του σινεάκ και έβγαινε τρέχοντας στα διαλείμματα για να καπνίσει και μου έλεγε πως πρέπει να περιμένω να πήξει το μυαλό μου για να διαβάσω Ιούλιο Βερν και για χρόνια κουνούσα το κεφάλι μου απότομα δεξιά αριστερά για να βεβαιωθώ αν έπηξε…
Αυτή τη φορά δεν θα μου ξεφύγει. Θα μιλήσουμε. Θα έχω περισσότερο θάρρος. Ούτως ή άλλως τώρα τον έχω ξεπεράσει στα χρόνια και θα μιλήσουμε πολύ μέχρι να κατέβει στην επόμενη στάση…
Πόλυ Χατζημανωλάκη
14.04 2011
Aναδημοσίευση από τις Πινακίδες από κερί: https://waxtablets.blogspot.gr/2011/04/blog-post.html