Εκδόσεις Επίκεντρο, 2016
Σελ. 211
Δεν της φερθήκαμε τίμια της Μεταπολίτευσης. Τη μεταχειριστήκαμε άσχημα, τη λιθοβολήσαμε, με αγνωμοσύνη και σκληρότητα. Δεν είναι παραγωγικό να λοιδορείται ελαφρά τη καρδία η πιο ευτυχής περίοδος της νεότερης ελληνικής ιστορίας, η μόνη μακροχρόνια περίοδος με σταθερότητα, δημοκρατία και ευημερία, και να ονομάζονται όλες οι παθογένειες «μεταπολιτευτικές» και όχι «ελληνικές», που είναι το ορθότερο.
Στην πραγματικότητα, η Μεταπολίτευση κατακρίνεται επειδή δεν είχε διάδοχο. Η ίδια η λέξη υποδηλώνει μια αλλαγή (που την πραγματοποίησε τόσο αποτελεσματικά και ελπιδοφόρα…), αλλά με την έννοια της μετάβασης σε κάτι άλλο. Αυτό το «κάτι άλλο», όλο ερχόταν και ποτέ δεν έφτασε.
Η Μεταπολίτευση απεδείχθη εφτάψυχη… Όλος ο κόπος της Μεταπολίτευσης ήταν να κάνει μια λειτουργική κοινοβουλευτική «αστική» Δημοκρατία.
Τα παιδιά της δικτατορίας και της μεταπολίτευσης (σε λίγες ημέρες συμπληρώνονται 42 χρόνια), υιοθετούν μια ταυτότητα ρήξης, η οποία δεν εξαντλείται μόνο στο επίπεδο της αντισυστημικής ιδεολογίας και της παράνομης πολιτικής δράσης, αλλά εντοπίζεται κυρίως στο πεδίο καθημερινών πρακτικών, μέσα από τις μουσικές, αναγνωστικές και ενδυματολογικές προτιμήσεις, τις κοινωνικές, έκφυλες και σεξουαλικές διεκδικήσεις, το φοιτητικό κίνημα, τις επιλογές στο θέατρο και το σινεμά, το ποδόσφαιρο, τη ρητορική και τα συνθήματα, τη μείξη της λόγιας και μαζικής κουλτούρας.
Σήμερα, σε μια στιγμή που η κληρονομιά της Γενιάς του Πολυτεχνείου είναι περισσότερο από ποτέ παρούσα στη δημόσια σφαίρα της ελληνικής οικονομικής κρίσης, είτε ως εμβληματικό σημείο αναφοράς για κάθε εξέγερση ενάντια σε φαινόμενα αυταρχισμού και καταπίεσης που ολοένα και πληθαίνουν, από τα γεγονότα του Δεκεμβρίου του 2008 έως τις διαδηλώσεις των αγανακτισμένων το 2011, είτε ως μετωνυμίας ολόκληρης της λοιδορούμενης και υποτιμημένης πλέον Μεταπολίτευσης, της οποίας για πολλούς έκλεισε με το δημοψήφισμα του 2015. Έτσι το σύνθημα των πλατειών του 2011 «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία»: Η χούντα δεν τελείωσε το 1973» αν και ιστορικά ανακριβές ως προς την ημερομηνία της πολιτειακής μεταβολής, κυρίως κρύβει την εγγραφή του μύθου της Γενιάς του Πολυτεχνείου και της Μεταπολίτευσης στη συλλογική μνήμη της ελληνικής κοινωνίας, σε πείσμα μιας επίσημης ιστοριογραφικής λογικής που επίμονα προσπαθεί να τον τακτοποιήσει σε τυπικές επετείους κι εκπαιδευτικά εγχειρίδια.
Επίσης η δημαγωγική αποθέωση της Μεταπολίτευσης έφτιαξε ψευδείς παραστάσεις, αφηγήσεις και συνειδήσεις. Η εκ των υστέρων δαιμονοποίησή της, η περιφρόνησή της και η υποτίμησή της είναι πρόσθετη υποκρισία και ακρισία. Η Μεταπολίτευση ναυάγησε βουλιάζοντας στον εαυτό της, αλλά δεν είναι σαβούρα για πέταμα. Θα λειτουργούσε ανανεωτικά να μίλαγαν στο ΠΑΣΟΚ και στη ΝΔ, αλλά και στο ΣΥΡΙΖΑ και στο ΚΚΕ, για τον ψευτοσοσιαλισμό του Παπανδρέου και τον αμφιλεγόμενο εθναρχισμό του Καραμανλή, τον κατ΄ ευφημισμό μεταρρυθμισμό και εκσυγχρονισμό Μητσοτάκη-Σημίτη, αλλά και για τους κυνικούς τακτισμούς και τις βάναυσες αντιφάσεις και φαυλότητες, εκτός ορίων, της παραδοσιακής και ανανεωτικής Αριστεράς.
Στο βιβλίο «Το καλοκαίρι που όλα άλλαξαν – Μέρες του ‘74» αξιοποιούνται κάποιες προφορικές μαρτυρίες και αναμνήσεις που αναδεικνύουν μέσα από τη μνήμη και τη βιωμένη εμπειρία του συγγραφέα, τον τρόπο που έζησε τα γεγονότα και τις εξελίξεις μιας ολόκληρης εποχής, η οποία σημάδεψε τη ζωή του αλλά και τον τρόπο που τα θυμάται και τις σημασίες που τους αποδίδει σήμερα. Η μνήμη και η παρουσία του παρελθόντος στο παρόν αποτελούν κομβικά αντικείμενα το βιβλίου. Το βιβλίο επίσης αποτελεί μια κριτική προσέγγιση της Μεταπολίτευσης σήμερα. Αυτή η διάσταση προσδίδει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο βιβλίο αφού η γενιά του Πολυτεχνείου αλλά και η Μεταπολίτευση έχουν βρεθεί στο επίκεντρο διαφιλονικούμενων αφηγημάτων στα χρόνια της κρίσης, ενώ δεν είναι σπάνια η μετατόπιση από την πλήρη εξιδανίκευση στην απόλυτη δαιμονοποίησή τους.
Ο Δημήτρης Κατσαντώνης σκάβει βαθιά σε μνήμες και αφηγήσεις. Με ιδιαίτερη ευαισθησία και οξυδέρκεια κατορθώνει να αναδείξει εικόνες, σκέψεις και συναισθήματα μιας εποχής, των Ημερών του ‘74. Ο χώρος συνάντησης της πολιτικοποίησης και της αναζήτησης (όπως ήταν η Μεταπολίτευση) ελκύει πλήθος νέων, έτοιμων να μυηθούν στον μύθο του. Οι ζυμώσεις πολλές, τα ανθισμένα λουλούδια πολλά, άλλα με αγκάθια, άλλα εύθραυστα… Το χθες ιστορικό, το σήμερα καταθλιπτικό, τι κυοφορεί το μέλλον;
Όπως πολύ σωστά λέει ο Δημήτρης Κατσαντώνης «Η Μεταπολίτευση λέμε συχνά ότι σφράγισε τη νεότερη ιστορία του τόπου. Για πολλούς από εμάς, σφράγισε τη ζωή μας. Μπορεί να χρησιμοποιούμε πια αόριστο χρόνο όταν αναφερόμαστε σε αυτήν, αλλά αυτό δεν πρέπει να μας κάνει να παραγνωρίζουμε πως ακριβώς η περίοδος μας έφτασε στον πυρήνα των αναπτυγμένων χωρών και μας έκανε επίσης το είδος του ανθρώπου που είμαστε σήμερα. Ή ας το πούμε αλλιώς: Μας έδωσε τη δυνατότητα να γίνουμε κι αυτό που είμαστε σήμερα…»
Ένα κείμενο πυκνό, με λεπτές αποχρώσεις και εικόνες που εντυπώνονται στο μυαλό. Ο τόνος, το ύφος, η έξοχη οικονομία του δίνουν στο βιβλίο μια αισθητική αρτιότητα που αποτελεί μέσο και ταυτόχρονα όρο της αλήθειας του. Ανοίγει το στόμα του ο συγγραφέας και από το στόμα του ξεχύνεται ένας αλογόκριτος, βίαια καταγγελτικός πολιτικός λόγος, ένας συγκλονιστικός λόγος για τη γενιά του Πολυτεχνείου και της Μεταπολίτευσης. Ένα πολυδιάστατο και βαθιά στοχαστικό κείμενο. Ένα πλούσιο και πρωτότυπο βιβλίο. Διαβάστε το.
Ο Δημήτρης Κατσαντώνης έζησε τα πρώτα 17 χρόνια της ζωής του στην Αθήνα. Από το ‘79 ζει στη Θεσσαλονίκη, όπου σπούδασε Φυσική και ήταν ενεργό μέλος στο φοιτητικό κίνημα. Έγραψε πέντε θεατρικά έργα και το βιβλίο «Το καλοκαίρι που όλα άλλαξαν – Μέρες του ‘74». 14 χρόνια ασχολήθηκε με τη διδασκαλία της Φυσικής ενώ παράλληλα δημοσιογραφούσε, 3 χρόνια ήταν Γενικός Διευθυντής της ΕΡΤ3, από το 2004 ασχολείται με τον τομέα των ερευνών και της επικοινωνίας.
[grbk https://www.greekbooks.gr/dimitris-katsantonis.person%5DΑπό το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
Περίμενα λίγο. Αποφάσισα να κατέβω. Όταν στάθηκα στην πόρτα της καμαρούλας, είδα τον πατέρα μου να έχει αγκαλιάσει το κεφάλι του κυρ Αντώνη και να κλαίει βουβά, στεγνά. Κάτι του ψιθύριζε. Νομίζω του ’λεγε πολλές φορές «για ποιους, Αντώνη μου; Για ποιους; Για τους Βλαντάδες;» Κάποια στιγμή τον άφησε ήρεμα και γύρισε προς την πόρτα. Με προσπέρασε και βγήκε έξω στον καθαρό, κάπως κρύο αέρα της αυλής. Μόλις πάτησε το πρώτο σκαλί της σιδερένιας στριφογυριστής σκάλας, γύρισε και με κάρφωσε με το βλέμμα. «Αν μπλέξεις με την πολιτική, θα σε γδάρω ζωντανό», είπε και μ’ άφησε να τον ακολουθήσω σιωπηλά, από κάποια απόσταση ασφαλείας. Μετά έμεινα στο σαλόνι. Ακουγόντουσαν σούρτα φέρτα στην αυλή, αλλά εγώ δεν κοίταζα. Κάποια στιγμή άκουσα την αδελφή του που ήλθε νυχτιάτικα, μαζί με κάτι ανδρικές φωνές, τον πήρανε, πρέπει να τρακάρανε λίγο στη στενή εξώπορτα, «για όνομα του Θεού, λίγο σεβασμό», κλαψούρισε η αδελφή του κυρ Αντώνη, ο πατέρας μου κατέβηκε βιαστικά και την πρόλαβε μπροστά στις ελιές του πεζοδρομίου μας, της ψιθύρισε κάτι και γύρισε αμίλητος. Στο μεταξύ είχε γυρίσει ο Γιάννης, τον ρώτησα ποιοι είναι οι Βλαντάδες, πού να ξέρει αυτός, σκέφθηκα να ρωτήσω τον πατέρα μου αλλά άσε, δε μιλιότανε, είπα θα τον ρωτήσω άλλη φορά, ποτέ δε ξαναβρήκα την ευκαιρία, έμαθα μόνος μου αργότερα – μα καλά, για τους Γούσηδες και τους Βλαντάδες χαράμισε τη ζωή του ο κυρ Οικονομίδης;