Εκδόσεις Ψυχογιός, 2018
Σελ. 477
Μια διάσημη ελληνίδα συγγραφέας, η Λένα Μαντά, που έχει πουλήσει 1.800.000 αντίτυπα, αφηγείται την παιδική και εφηβική της ηλικία.
Μια τραγική, πραγματική ιστορία, πίσω από μια μεγάλη συγγραφέα. Η νεανική της ζωή ήταν μια ατελεύτητη σειρά από δράματα. Η Λένα Μαντά αφηγείται την ιστορία της οικογένειά της. Είναι μια ζωή φιλτραρισμένη από τη δημιουργό. Οι πρωταγωνιστές της ζωής της είναι όλα τα πρόσωπα του έργου. Η συγγραφέας είναι όλα τα πρόσωπα του έργου της. Έμαθε να περπατά όλους τους δρόμους. Κι έτσι έγινε ο εαυτός της. Η Λένα Μαντά μιλάει αποστασοποιημένα, για να πετύχει μια πραγματική ελευθερία στη αφήγηση. Κι έτσι απελευθερώνεται η φαντασία της. Η δημιουργική κατάδυση της Λένας Μαντά είναι εκστατική. Είναι μια ιστορία που τη διαβάζεις και που την κοιτάς. Ζωγραφίζει σαν μυθιστόρημα τις αναμνήσεις. Το αληθινό μέτρο της ζωής είναι η ανάμνηση.
Το έργο της αυτό εκπλήσσει με τη δύναμή του. Το έργο αυτό είναι ένας διάλογος των αισθήσεων. Οι λέξεις, οι φράσεις, η ηθοποιία, είναι μια ένωση τεχνών αναγκαία, για την επούλωση μιας κατεστραμμένης ζωής. Αυτή είναι η επιλογή που επιβάλλεται για την ανασύνθεση του παρελθόντος. Όταν υποφέρεις, πρέπει να εκφράσεις την οδύνη.
Όταν δημιουργείς ένα έργο είναι σαν να δημιουργείς έναν κόσμο. Ένα αφήγημα-μυθιστόρημα, μια βιογραφία, όχι αγιογραφία.
Αυτοβιογραφία ονομάζεται το βιβλίο που γράφει κάποιος για τη ζωή του και συνήθως είναι γεμάτο με ένα σωρό βαρετές λεπτομέρειες. Το βιβλίο αυτό δεν είναι αυτοβιογραφία της Λένα Μαντά. Ποτέ δε θα έγραφε την ιστορία του εαυτού της. Από την άλλη, σε όλη τη διάρκεια των παιδικών της χρόνων στο σχολείο και αμέσως μετά, τις συνέβησαν ορισμένα πράγματα, που ποτέ δεν ξέχασε.
Κανένα από αυτά δεν είναι σημαντικό, μα όλα της έκαναν τόσο τρομερή εντύπωση, που ποτέ δεν κατάφερε να τα βγάλει από το μυαλό της. Το καθένα, ακόμη και μετά το πέρασμα σαράντα χρόνων, έχει παραμείνει χαραγμένο στη μνήμη της. Δε χρειάστηκε να ψάξει τίποτα. Το μόνο που έκανε ήταν να τα ψαρέψει από την επιφάνεια της συνείδησής της και να τα καταγράψει. Κάποια είναι αστεία, κάποια είναι οδυνηρά, τα περισσότερα είναι δυσάρεστα. Μάλλον γι’ αυτό τα θυμάται πάντοτε τόσο έντονα. Όλα είναι αληθινά.
Ένα παιδί υποτίθεται ότι είναι η ίδια η ζωή. Είναι όμως έτσι;
Η μητέρα είναι για κάθε άνθρωπο, η πηγή της ζωής και ο ομφάλιος λώρος της οικογένειας. Εκείνη που ακολουθεί τον άνθρωπο από τη γέννησή του ως το τέλος του, δημιουργώντας πρότυπα προσωπικότητας. Η μητέρα είναι το αειθαλές σύμβολο καρτερίας, απαντοχής και ελπίδας. Είναι όμως πάντα έτσι;
Πρέπει να συμβιώσουν οι άνθρωποι, να μονιάζουν και να ζήσουν ευτυχισμένοι και όχι να συντρώγονται ή να ρουφά το αίμα τους ο ένας. Η κακή συναστροφή δημιουργεί στο σώμα και στην ψυχή τις ίδιες επιπτώσεις, που δημιουργεί ένα χαλασμένο φαγητό. Δηλαδή παθαίνεις δηλητηρίαση. Έτσι και η μικρή ηρωίδα η Κάλλια παθαίνει οξεία δηλητηρίαση…
Οι καλοί είναι παμπόνηροι. Και γλεντζέδες. Κάνουν ό,τι τους αρέσει, γιατί δεν νοιάζονται ούτε για το Θεό ούτε για το Διάβολο. Δεν περιμένουν ούτε Παράδεισο ούτε Κόλαση. Η καλοσύνη τους δεν τους φτάνει για να σωθούνε. Μα ούτε η κακία τους για να χαθούνε.
Κάποια πράγματα είναι αυτονόητα στις κλειστές, συντηρητικές και φοβικές κοινωνίες. Η άγνοια, η απελπισία, η αδιέξοδη ζωή, όλα οδηγούν σε παραλογισμούς.
Διαβάζοντας το βιβλίο «Ζωή σε πόλεμο», βλέπεις πόσο ακόμα κρατούν τη θέση τους κάποιες σκοτεινές γωνίες στο μυαλό, πόσο ακόμα αχνοφέγγει μια αμυδρή έστω υποψία για την ύπαρξη του πουριτανικού, του εξωλογικού και του κλίματος μιας κλειστοφοβικής κοινωνίας.
Αποφάσισα να διαβάσω αυτό το βιβλίο με την περιέργεια που σου γεννιέται όταν προσδοκάς από ένα έργο να σου μιλήσει για κάτι άκρως προσωπικό, εν προκειμένω για το πώς μεγαλώνει κανείς ένα παιδί. Ευτυχώς, το έργο της Μαντά δεν περιορίζεται μόνο σε αυτό, αλλά συγκροτεί μια ευρύτερη θεώρηση για τη σύγχρονη εποχή σε ό,τι αφορά, εκτός από τη σχέση γονέων και παιδιών, κρίσιμα διακυβεύματα όπως το νόημα της ζωής, τον χωρισμό των γονιών, την ηθική της ανάληψης της ατομικής ευθύνης, τις ψυχοκοινωνικές διεκδικήσεις των νέων, τη δυσφορία που νιώθουν οι νέοι μετά την «έκλειψη», την «εξάχνωση» του πατέρα. Τα παιδιά αναζητούν τον ξαναπαντρεμένο τους πατέρα. Πώς και πού θα τον βρουν;
Τι έχει συμβεί στην εποχή μας; Αντί για τη συνέχιση των γενεών και την κληροδότηση της επιθυμίας από τους γονείς στα παιδιά, συχνά διαπιστώνεται η «σύγχυση των γενεών»: οι γονείς παλιμπαιδίζουν, φορούν νεανικά ρούχα, ερωτεύονται, ανοίγουν λογαριασμούς στα κοινωνικά δίκτυα όπου και ναρκισσεύονται, όντας αυτά μάλλον «τα πραγματικά κακομαθημένα παιδιά». Από την άλλη, τα παιδιά νιώθουν απέραντη μοναξιά και υπαρξιακό κενό, νοσταλγούν κανονικούς γονείς που να θέτουν εύλογα όρια και θεμιτές κατευθυντήριες γραμμές, και παράλληλα αιτούνται μόρφωση και εργασία με νόημα, αξιοπρέπεια και ικανοποιητικές απολαβές.
Μπορεί να έχει μια νέα κοπέλα μια ευτυχισμένη ζωή; Είναι τόσο σπάνιο να της δείχνει κάποιος ή κάποια τρυφερότητα, να της χαϊδέψει το μέτωπο, να την φιλήσει, να ακούσει ένα καλό λόγο;
Έχουν φύγει σχεδόν όλοι. Η νεαρή Κάλλια υποφέρει από την απουσία τους. Πιο πολύ πονάει η σιωπή. Η μοναξιά της ήταν αβάσταχτη. Μήνες συγκρατημένων δακρύων απελευθερώνονται. Μοιάζει να είναι βουτηγμένη στη θλίψη. Διακρίνεις σκιές στο πρόσωπο της μικρής Κάλλιας. Το κορίτσι γίνεται αγρίμι. Δεν μπορεί να πει ότι κάποιος ενδιαφέρεται για αυτήν πραγματικά. Οι γονείς της, χωρισμένοι, συμπεριφέρονταν σαν να αποτελούσε βάρος δυσβάστακτο. Ο πατέρας της, ο Στέλιος, χαμένος, απόμακρος, στα νέα του οικογενειακά καθήκοντα. Η μάνα δυνάστης, δικτάτορας, κέρβερος κανονικός. Ο παππούς και η γιαγιά είναι εκεί, απόμακροι από ποτέ. Η άλλη γιαγιά η Καλλιρρόη είναι γριά μάγισσα και σατανάς. Ορισμένα πρόσωπα μοιάζουν με ερώτημα δίχως απάντηση.
Το ίδιο το σπίτι, μοιάζει ορφανό. Ένα πεδίο μάχης. Μια φυλακή για το αίμα της. Ακόμη και η ομορφιά της Κάλλια είναι θλιβερή.
Η Κάλλια έτσι ανατράφηκε, υπάκουη προς τους μεγαλύτερους. Η αστική ανατροφή είναι κι αυτή ένα κατάλοιπο του παρελθόντος. Και πρέπει να τιμά κανείς τα κατάλοιπα. Η Κάλια ψαύει την παιδική της ηλικία μέσα από αυτήν την παράλογη υποταγή στην μάνα της, την Φραντζέσκα. Είναι συνηθισμένη η Κάλλια να κρύβει τις πληγές της. Ακόμη και τις πιο πρόσφατες, τις πιο ανοιχτές. Ξέρει καλύτερα από τον καθένα να κρύβει τον πόνο. Συνηθισμένη στη διαδοχή των βασάνων. Αποφεύγει το βλέμμα των άλλων. Νιώθει πως θα χάσει αυτή τη μάχη. Αγανακτεί, κλαίει, θυμώνει. Προκαλούνται εντάσεις και ξεσπάνε τσακωμοί. Ένας πόλεμος μέσα στον πόλεμο. Η βία προστίθεται στη βία.
Η Κάλλια, δεν θέλει να δείξει στον… εχθρό της, την μάνα της, την Φραντζέσκα, την εσωτερική της κατάρρευση. Να μην της προσφέρει την ευχαρίστηση ενός τυρρανισμένου προσώπου. Οι συζητήσεις με την μάνα της έχουν πολλές σιωπές. Ο πόνος ξυπνά και την κάνει να λυσσά. Λέξεις γεμάτες μίσος την κατακλύζουν. Λέξεις, κι άλλες ξέφρενες λέξεις Οι λέξεις της είναι καθησυχαστικές, σκέτο βάλσαμο για τις πληγές. Η Φραντζέσκα αρπάζει τη νεαρή κοπέλα από το μανίκι. Την σφίγγει πολύ βίαια. Όλα αυτά την κάνουν ευερέθιστη, απότομη, αυταρχική, σκληρή, διεστραμμένη, καταπιεστική, ανάλγητη. Η Φραντζέσκα δίνει ακατάπαυστα διαταγές στην Κάλλια. Μοιάζει με στρατηγό ενός στρατού φαντασμάτων…
Η Κάλλια πρέπει να ζήσει για εκείνη. Την ίδια. Αυτό δεν είναι ζωή για μια νέα γυναίκα. Κλείνεται ολοένα και περισσότερο στον εαυτό της. Νιώθει όλο και πιο μόνη. Είναι 16, 17, 18, 19 ετών, θα ήθελε να είναι ελεύθερη. Είναι όμως αποκλεισμένη. Η παραμικρή της ανάσα πρέπει να είναι προγραμματισμένη. Απαγορεύεται κάθε αυτοσχεδιασμός. Νιώθει υποταγμένη. Υποταγμένη στη δύναμη του βλέμμματος της Φραντζέσκα. Κάθε βράδυ η Κάλλια προσπαθεί να κρύψει τις ταπεινώσεις της μέρας. Διαβάζει πολύ, με πάθος. Καταβροχθίζει την Έλενα Ακρίτα, τον Ζάχο Χατζηφωτίου, τον Ξενόπουλο, τον Καβάφη, την Μαρία Ιορδανίδου, την Τζέιν Έιρ, τα Ανεμοδαρμένα ύψη. Κοιμάται πολύ και ονειροπολεί. Όταν οι τοίχοι στένευαν να την πνίξουν, μπορούσε με το μυαλό της να φτιάχνει ιστορίες και να ταξιδεύει μαζί τους μακριά απ’ ό,τι την πονούσε. Οι μήνες κυλούν, και πρέπει να αφήσει πίσω της την κόλαση. Βρίσκεται στην καρδιά του σκότους. Η Κάλλια εκδικείται την μητέρα της για τον αποκλεισμό της από τον κόσμο. Νιώθει σαν κούκλα στις βιτρίνες καταστημάτων. Η Κάλλια κουράζεται με τον καθημερινό πόλεμο με την μητέρα της, φθείρεται και λυπάται. Όπως όλοι οι άνθρωποι που δεν έχουν την ελευθερία επιλογών, φυλακισμένοι σε έναν κόσμο που παίρνει αποφάσεις γι’ αυτούς.
Ο Ανδρέας είναι ερωτευμένος με την Κάλλια, είναι τρελός από ευτυχία. Η Κάλλια έχει ανάγκη από τη ζεστασιά του. Έναν μόνο άντρα αγαπά. Τον ίδιο άντρα για πάντα.
Η Φραντζέσκα μια γυναίκα σαραντάρα, χωρισμένη, πολεμά σκληρά όλους. Πολεμά και με την ίδια της την ζωή. Είναι πολύ σκληρή, αυταρχική, γεμάτη πείσμα και εγωισμό. Διαμορφώθηκε από τις καταστάσεις της ζωής, ο χαρακτήρας της αλλοιώθηκε και διαστρεβλώθηκε. Δεν αφήνει την κόρη της να έχει ούτε ένα φλερτ, ενώ αυτή αλλάζει τους εραστές σαν τα πουκάμισα (Άλκης, Λευτέρης, Διονύσης, Χρήστος, Σωκράτης, Μιχάλης).
Η γιαγιά Σεβαστή προσπαθεί να φτιάξει την διάθεση της Κάλλια. Σαν να ζητάς από γκρίζο να φωτίσει το μαύρο. Γιαγιά και εγγονή νιώθουν η μία την άλλη. Η καρδιά τους χτυπά με τον ίδιο τρόπο. Σαν να είναι τυλιγμένη με ύφασμα. Χτυπά υπόκωφα.
Ποια θα είναι η τελική νικήτρια σε αυτόν τον πόλεμο; Η Φραντζέσκα ή η Κάλλια; Αυτή που θα νικήσει θα κερδίσει περισσότερα απ’ όσα έχασε; Η Φραντζέσκα υπερτερεί λόγω της μητρικής ιδιότητας που είχε. Οι ισορροπίες μπορούν να ανατραπούν; Ποια θα είναι τα όπλα της Κάλλιας;
Ιδιοφυής και καινοτόμος η Λένα Μαντά, ενσωματώνει σε έναν απολύτως ρεαλιστικό τρόπο γραφής υπερβολικά συγκλονιστικές, τρυφερές, σκληρές και τραγελαφικές καταστάσεις.
Ένα συναρπαστικό, συγκινητικό βιβλίο για την ζωή που είναι πόλεμος, για τους υπερπροστατευτικούς γονείς, για την ενηλικίωση, για τον πανικό της εφηβείας, για μια νέα ψυχή που αδημονεί να γίνει επιτέλους αυτό που δείχνουν τα όνειρά της.
Πρόκειται για Αριστούργημα. Διαβάστε το.
Η ΛΕΝΑ ΜΑΝΤΑ γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη αλλά ήρθε στην Ελλάδα σε μικρή ηλικία. Σπούδασε νηπιαγωγός χωρίς ποτέ να θελήσει να ασκήσει το συγκεκριμένο επάγγελμα. Επί τρία χρόνια είχε δικό της θίασο κουκλοθέατρου, με έργα δικής της συγγραφής. Έχει δημοσιεύσει άρθρα σε τοπικές εφημερίδες και για δύο χρόνια διετέλεσε διευθύντρια προγράμματος σε ραδιοφωνικό σταθμό των βορείων προαστίων. Είναι παντρεμένη, έχει δύο παιδιά και μένει μόνιμα στο Καπανδρίτι. Βραβεύτηκε «Συγγραφέας της Χρονιάς» το 2009 και το 2011 από το περιοδικό Life & Style. Το 2016 της απονεμήθηκε το Βραβείο Κοινού των βιβλιοπωλείων PUBLIC, στην κατηγορία «Ηρωίδα-Έμπνευση», για το μυθιστόρημά της ΜΙΑ ΣΥΓΓΝΩΜΗ ΓΙΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ. Βιβλία της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, στα ιταλικά, στα ισπανικά, στα τουρκικά, στα κινεζικά, στα αλβανικά, στα σερβικά και στα βουλγαρικά, ενώ συνολικά έχουν πουλήσει περισσότερο από 1,8 εκατομμύρια αντίτυπα στην Ελλάδα. Από τις Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ έχουν εκδοθεί δεκαπέντε μυθιστορήματά της, καθώς και δύο συλλογές διηγημάτων.
Τραχανάς Κώστας