Εκδόσεις Βακχικόν, 2020
Σελ. 303
Βραβείο Λογοτεχνίας Ευρωπαϊκής Ένωσης, 2015
Ουαγκαντουγκού, πρωτεύουσα της Μπουρκίνα Φάσο, υποσαχάρια Αφρική
Η Άννα είχε φτάσει στην Ουαγκαντουγκού ακριβώς στην αρχή της ξηρής εποχής, που ήταν η καλύτερη περίοδος για ταξίδι στην υποσαχάρια Αφρική. Οι Αφρικανοί Μαλίκ και Ισμαήλ κοιτάζουν από την απέναντι πλευρά της λεωφόρου, μια λευκή γυναίκα, την Άννα, που κρατάει μια κίτρινη βαλίτσα. Ο Μαλίκ διατάζει τον Ισμαήλ να της κλέψει την βαλίτσα. Ο Ισμαήλ αποφάσισε να την πλησιάσει, να αρχίσει την κουβέντα και να της ζητήσει να της κουβαλήσει τη βαλίτσα. Η συνάντηση έγινε, το αλληλοκοίταγμα στον δρόμο έγινε, ο άνδρας κουβάλησε την βαλίτσα σε ένα κοντινό ξενοδοχείο, όμως αυτή η γυναίκα των εξήντα δύο χρονών τιθάσευσε αυτόν τον ψηλό εικοσιεπτάχρονο μαύρο, που είχε καρδιά βούβαλου και φορούσε τη θερμή, υπερβολικά θερμή επιδερμίδα του. Ο άνδρας, που λεγόταν Ισμαήλ, ήπιε νερό από το ψυγείο, έβγαλε το μπλουζάκι του, μετά έκλεισε τις κουρτίνες του δωματίου και αποκοιμήθηκε. Όταν ξύπνησε ο άνδρας με το μελαψό δέρμα, έκανε μασάζ και μετά έρωτα στην ηλικιωμένη και μαραμένη γυναίκα, έτσι θα ήταν δύσκολο να τον αφήσει τώρα αυτόν ελεύθερο, η γυναίκα. Ήταν μια γριά γυναίκα με ένα νέο αγόρι. Ήταν μια γυναίκα με σώμα στην παρακμή. Ήταν ένα αγόρι απ’ τον δρόμο και μια γριά τουρίστρια.
Το αγόρι δεν την έλεγε Άννα, αλλά την φώναζε Tubalu, δηλαδή Λευκή κυρία. Αφού περάσανε την νύχτα μαζί, ο Ισμαήλ γλυκοκοίταξε τα μπούτια της κι έψαξε τη βαλίτσα της χωρίς να βρει κάτι πολύτιμο να κλέψει, βρήκε μόνο μια φωτογραφία του γιου της Άννας. Άσε μάλιστα που είχε αρχίσει να τη συμπαθεί παρόλη τη σκόνη που την εποχή του Χαρματάν, σου γεμίζει το στόμα και τη μύτη και τα αυτιά και σε μεταμορφώνει σε μούμια. Έτσι αναπτύχθηκε ένας ασυνήθιστος έρωτας σε μια ξηρή εποχή, την εποχή του Χαρματάν, από το τέλος του Νοεμβρίου μέχρι τα μέσα Μαρτίου. Χαρματάν είναι μια εποχή στη Δυτική Αφρικανική ήπειρο, που υπάρχει ένας ξηρός και σκονισμένος βορειανατολικός αληγής άνεμος, ο οποίος φυσά από την Σαχάρα. Θα μπορέσει να ανθήσει σε μια τέτοια ξηρή εποχή ο έρωτάς τους;
Με εναλλάξ αφηγήσεις και από τις δύο πλευρές της σχέσης, μαθαίνουμε τις ιστορίες των δυο εραστών. Ο Ισμαήλ ήταν ένα αγόρι του δρόμου, καθάριζε τα τζάμια αυτοκινήτων στα φανάρια, ζούσε κάτω από γέφυρες, είχε βιαστεί από κάποιον μαύρο, εργάστηκε σαν μηχανικός αυτοκινήτων, έκανε μικροκλοπές με τον φίλο του, Μαλίκ και κάπνιζαν μαζί φούντα χασίς. Όταν ήταν δύο χρονών και δεν είχε τίποτα να του δώσει να φάει η μητέρα του, έπαιρνε μια χούφτα από χώμα, σκόνη κι άλλες βρομιές και το ‘βαζε στο στόμα του. Επτά χρονών όλα τα παιδιά στο χωριό του ήταν υπεύθυνα για τους εαυτούς τους, ζητιανεύανε, δαγκώνανε πράσινα φρούτα, δεν ξαναβλέπανε ποτέ τη μητέρα τους, παρά μόνο στα όνειρά τους. Πολλές φορές φαγητό προμηθευόταν από τις γυναίκες της νύχτας, τις πουτάνες, που τους έδιναν δύο, τρία κομμάτια γλυκοπατάτες σ’ ένα φύλλο εφημερίδας. Μαθαίνανε από μικρά παιδιά να επιβιώνουν, δεν είχε κάποιον να τον πάρει σε ένα σπίτι ή τουλάχιστον να τον αγκαλιάσει και να του χαϊδέψει τα μαλλιά, αλλά επειδή δεν είχε κανένα γύρω του, άρχισε να μετράει δέντρα, σπίτια, ανθρώπους. Το καλό που ήταν ολομόναχος ήταν ότι δεν ήταν αναγκασμένος να μιλάει. Ούτε με τους ανθρώπους, ούτε με τα πνεύματα…
Πολλοί τον βρίζανε, φωνάζοντάς του παράσιτο, μπάσταρδο, απόβρασμα και σκατόπαιδο. Ότι χρήματα έβγαζε από την ζητιανιά, τα ξόδευε στο σινεμά, για ινδικές και μεξικάνικες ταινίες. Την μάνα του, της έλιωσε το κεφάλι, ένα φορτηγό.
Είδε ο Ισμαήλ, ότι με την Άννα δεν είχε να κάνει ούτε με το μήκος ούτε με το βάθος, αλλά με τη μυρωδιά, με τη σιωπή που δημιουργείται μεταξύ δύο ανθρώπων, είχε να κάνει με το πώς προσεγγίζεις το θέμα, το τι λες, γιατί οι λευκές ήταν διαφορετικές από τις γυναίκες τους που ‘χαν τα στήθη τους ελεύθερα. Αντί να τα στεριώνουν με ωραία εσώρουχα και να τα φυλάνε μόνο για έναν άνδρα, τ’ αφήνουν να φτάσουν μακριά, τόσο μακριά όσο πάει και όταν φτάσει η ώρα να κάνουν ένα μωρό, είναι πια ξεζουμισμένες. Το αντικείμενο του πόθου του Ισμαήλ ήταν μια άχρηστη για αυτόν γυναίκα. Δεν θα μπορούσε με αυτή να κάνουν παιδιά. Ο πόθος της Άννας για το θερμό του σώμα προερχόταν από μια ανικανοποίητη ορμή για κυνήγι. Να κυνηγήσει τι; Τη νιότη, φυσικά, τη σάρκα…
Την Άννα τριών χρονών, την πήρε ένα ζευγάρι, από το οικοτροφείο. Ζούσε στην Λουμπλιάνα. Ο πατέρας της είχε πολλές φιλενάδες και δεν έδινε πολύ σημασία στην οικογένεια και η μητέρα της αυτοκτόνησε στην πισίνα του σπιτιού. Η Άννα παντρεύτηκε, αλλά με τον άνδρα της δεν περνούσε καλά. Κάνανε ένα γιο, ο οποίος όμως κλεινόταν πάρα πολύ στο δωμάτιο του, ήταν παράξενο παιδί και τελικά τον κλείσανε στο ψυχιατρείο. Ήταν μια άσχημη ιστορία, μιας διαλυμένης οικογένειας. Η Άννα σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών του Μπράιτον στην Αγγλία, είχε καλλιτεχνικό ταλέντο, είχε δικό της στούντιο, όπου πουλούσε εμπριμέ φουλάρια, ζωγράφιζε πάνω σε υφάσματα και βελούδινα καλύμματα: ευκαλύπτους, φτέρες, σημύδες, βουκαμβίλιες και ασχολήθηκε με την εσωτερική διακόσμηση.
Η Άννα ζούσε σχεδόν τριάντα πέντε χρόνια μια άδεια ζωή. Όταν λοιπόν χρειάστηκε να πάει σε ένα σουπερμάρκετ πήρε και τον Ισμαήλ μαζί της, για χάρη της αυτός θα περνούσε από έναν κόσμο σ’ έναν άλλον. Τότε συνειδητοποίησε ότι το θέμα δεν ήταν τόσο το διαφορετικό χρώμα της επιδερμίδα τους, ούτε καν η διαφορά στην ηλικία. Το θέμα ήταν ότι προερχότανε από διαφορετικούς κόσμους. Ο Ισμαήλ ήταν επιγέννημα των αφρικάνικων δρόμων κι επίσης, σε κάποια σημεία, του καμένου χορταριού, του Χαρματάν, των φλεγόμενων πουλιών της εποχής του Χαρματάν, ενώ το σούπερμάρκετ, που ετοιμάζονταν να μπούνε ήταν η προσωποποίηση του καμουφλαρισμένου πουριτανισμού, μιας πλασματικής και υπερεκτιμημένης προόδου. Ήλπιζε η Άννα, ότι δύο μέρες, που γνώρισε τον Ισμαήλ, θα της αρκούσε για να ξεχάσει από που ερχόταν και που πήγαινε…
Όλη της τη ζωή, η Άννα, την είχε ζήσει με τον τρόπο που οι άλλοι ήθελαν: η μητέρα της, ο πατέρας της, ο γιός της, ο πρώην άνδρας της, οι πελάτες της. Όλη της τη ζωή είχε γίνει το άτομο που ήθελαν εκείνοι να δουν. Εδώ στην Αφρική ένιωθε σαν όλοι να τους κοίταζαν, αν και κανένας δεν έλεγε τίποτα. Μόνο μιλούσαν με τα μάτια τους κι αυτή τους απαντούσε με τα δικά της. Ο Ισμαήλ διάλεγε κι αυτή πλήρωνε. Ήξερε ότι δεν είχε λεφτά, αλλά δεν είχε να κάνει με αυτό. Μια που άκουγε την ιστορία της, μια που περπατούσε δίπλα της στο δρόμο, μπορούσε να του ανταποδώσει με κάτι. Νόμιζε ότι ζούσε μια φαντασίωση. Αλλά ζούσε τη ζωή που ήθελε. Είχε την καλλιτεχνική της ανησυχία, την ανάγκη της να σχεδιάζει, το αίσθημα της ελευθερίας της.
Ο Ισμαήλ και η Άννα μοιραζόντουσαν την εμπειρία του θανάτου μιας μητέρας και ίσως ήταν εκείνο που τους είχε σμίξει. Εδώ της άρεσε να περπατά ξυπόλητη και να αισθάνεται τη ζεστή κόκκινη γη να κολλάει ανάμεσα στα δάχτυλά της. Ο πατέρας της της έλεγε ότι αισθανόταν πιο οικεία στην Αφρική, γιατί ήταν πολύ σωματική, αλλά αυτό δεν ήταν αλήθεια. Αν αυτό που έψαχνε ήταν η σωματικότητα, δεν θα είχε έρθει εκεί. Δεν της έδινε καμία ευχαρίστηση όταν το σώμα της κυλούσε από δω κι από κει. Αισθανόταν πως ρυτίδιαζε και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι’ αυτό. Τίποτα από όλα αυτά δεν είχε σημασία. Το μόνο σημαντικό ήταν πώς την έβλεπε ο Ισμαήλ. Ακόμα ήθελε πολύ να νυχτώνει, γιατί τότε η γη ακόμα συσσώρευε ζέστη, η πορτοκαλί, ανισόπεδη γη, που στην ξηρή εποχή, διαθλούσε το φως του ήλιου, δίνοντας στο τοπίο μια σουρεαλιστική χρυσαφένια απόχρωση, κι έκανε τους ανθρώπους να φαίνονται όχι ότι περπατούν, αλλά ότι αιωρούνται…
Ήταν τελικά η Άννα και ο Ισμαήλ, ένα τυχαίο και φευγαλέο ζευγάρι;
Ήταν μια ιστορία απαγορευμένης αγάπης;
Το σεξ θα νικήσει τη μοναξιά;
Η σχέση τους θα ωρίμαζε;
Τι ήταν αυτό που η Άννα πραγματικά αισθάνεται για τον Ισμαήλ; Μητρική συμπόνοια;
Μήπως όλα είχαν να κάνουν με την γαμημένη αναπαραγωγή, γιατί η Άννα δεν μπορούσε πλέον να κάνει παιδιά;
Γιατί το έσκασε η Άννα από την Ευρώπη για την Ουάγκα;
Θα γύριζε η Άννα στη γηραιά Ευρώπη, αυτή μια γριά που πήγε με τον μαύρο ή θα παρέμενε στην Αφρική;
Ήταν για την Άννα ένας υπαρξιακός πόθος για ελευθερία;
Ο Χαρματάν επηρέαζε την δική τους σχέση;
Ένα πουλί μπορεί να είναι θυμωμένο με ένα δέντρο;
Η αγάπη τους θα κρατούσε όσο κρατά μια ξηρή περίοδος;
Είχανε σπείρει σπόρους στη γη κι επειδή δεν είχε φυτρώσει, επειδή τίποτα δεν θα μπορούσε να φυτρώσει, φαινόταν ότι ήταν όλα ένα απλό ατύχημα, ότι της είχαν αφαιρέσει της Άννας, το νόημα της ζωής της…
Ένα σημαντικό μυθιστόρημα με συγκλονιστικό και απρόβλεπτο τέλος, όπου αναδύονται καταπιεσμένα μυστικά από το παρελθόν και καταπιάνεται με θέματα μοναξιάς και ρατσισμού.
Ένα σκληρό, μελαγχολικό μυθιστόρημα, ένα μυθιστόρημα γυναικείας γεροντικής απόγνωσης, στο οποίο μπορούμε να αντιληφθούμε ότι ο καθένας μπορεί να διεκδικήσει την προσωπική του ελευθερία, χωρίς να είναι δεμένος με φθαρτές αξίες, που στηρίζονται πάνω σε σαθρά κοινωνικά θεμέλια.
Διαβάστε το.
Η Γκαμπριέλα Μπάμπνικ (Gabriela Babnik, 1979) είναι Σλοβένα συγγραφέας, κριτικός λογοτεχνίας και μεταφράστρια. Σπούδασε Συγκριτική Λογοτεχνία και Θεωρία της Λογοτεχνίας στη Λιουμπλιάνα. Αφότου έζησε για ένα διάστημα στη Νιγηρία, επέστρεψε στη Σλοβενία για το μεταπτυχιακό της στη σύγχρονη νιγηριανή λογοτεχνία. Το πρώτο της μυθιστόρημα Δέρμα από βαμβάκι (2008), κέρδισε το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα από την Ένωση Σλοβένων Συγγραφέων, ενώ το επόμενο βιβλίο της Στο ψηλό χορτάρι (2010), ήταν υποψήφιο για το σλοβενικό Βραβείο Kresnik. Το τρίτο μυθιστόρημά της Ξηρή Εποχή (2012), κέρδισε το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήταν υποψήφιo για τα Βραβεία Kresnik και International Dublin Literary Award, μεταφράστηκε σε δεκαπέντε γλώσσες και συγκαταλέγεται στα περισσότερο μεταφρασμένα βιβλία του θεσμού EUPL της Ε.Ε. Έκτοτε έχει γράψει ακόμη δύο μυθιστορήματα, μια συλλογή διηγημάτων, έργα για το ραδιόφωνο, έχει διατελέσει αντιπρόεδρος της Ένωσης Σλοβένων Συγγραφέων και της έχουν απονείμει το βραβείο Josip Stritar για την προσφορά της στην κριτική της λογοτεχνίας. Ζει με την οικογένειά της μεταξύ Λιουμπλιάνας και Ουαγκαντουγκού (Μπουρκίνα Φάσο).
Το βιβλίο εκδόθηκε με την υποστήριξη του Slovenian Book Agency.
Τραχανάς Κώστας