Εκδόσεις Παράξενες Μέρες, 2015
Το βιβλίο περιλαμβάνει δεκαπέντε αυτοτελείς ιστορίες που ενώνονται (σχεδόν σαν σπονδυλωτή Νουβέλα) στη βάση ενός κοινού τόπου: την ασθένεια Σκλήρυνση κατά πλάκας νέων ανθρώπων, που πρέπει να κοιτάζουν μπροστά και πρέπει να γνωρίζουν ότι υπάρχει ομορφιά και σε ένα σώμα που υποφέρει.
Ο Νότης, ο Κωνσταντίνος, η Αγγέλα, ο Σταύρος, ο Ηλίας, η Θάλεια, η Χριστίνα, ο Σωτήρης, η Μαρία, ο Αντώνης, η… δεν θα αρνηθούν την οδύνη τους και τον πόνο τους, είναι μαζί και αυτό είναι μια πράξη αντίστασης, θα διηγηθούν την κοινή τους ιστορία, την ελπίδα που δίνει ο ένας στον άλλο, θα εκφράσουν, χωρίς να αναστείλουν τη ζωή, την αλληλεγγύη τους στους άλλους, αντιμέτωποι με αυτούς που θέλουν να επιβάλουν την σιωπή και θα χειροκροτήσουν όλοι μαζί τις δυνάμεις της ζωής και του έρωτα…
Σκέψεις, βουνά λέξεων στα εσώψυχα, οργασμός της ψυχής το κλάμα, πόνος του κορμιού πιο βολικός από της ψυχής τ’ αγκωνάρια, φουλ της μελαγχολίας, στάσιμες άχρονες μέρες, αβέβαιο μέλλον, γεύση της ζωής ως το μεδούλι, πόλεμος με την αρρώστια, άρνηση κοινωνικότητας, κόσμος στεγνός, προσμονή του τέλους, συνύπαρξη με τη νόσο, το χρώμα της αρρώστιας, νόσος ή νόστος, αντίσταση στην φθορά, φθαρτή ανθρώπινη φύση, μερικές νότες αισιοδοξίας, δύναμη του έρωτα, αγάπη που είναι ελευθερία, χίλια σ’ αγαπώ, κόκκινο χρώμα της αγάπης, δόσεις αυτοκαταστροφής, ζωντανοί θάνατοι, ηχηρή σιωπή, σκόρπια ζωή, σκορπισμένοι άνθρωποι, τρόμος της αλήθειας, πόνος της μοναξιάς, η μοναξιά του στιγματισμού, σκουριασμένα στείρα σύννεφα, θανατερή φωτιά του σκοταδιού, ρομαντισμός, λυρισμός, γραμμένοι στίχοι, δρόμοι μιας νέας ελπίδας, νέοι δρόμοι, το χρώμα της ευτυχίας, η ευτυχία που είναι μόνο στιγμές, στιγμές που ξεδιπλώνονται πλάι στ’ αγιόκλημα, η χαρά της άνοιξης, η δίψα της άνοιξης, αστείρευτες πηγές ζωής, αναμονή της ανατολής, θλίψη που σχηματίζει χαμόγελο, μικροί στόχοι, μικρά όνειρα, το να μην έχεις Ιθάκη, αντίσταση στα μεγάλα εμπόδια, ψαχούλεμα της ψυχής, ψάξιμο σε ομιχλώδες τοπίο για να βρεις τη ζωή, προσπάθεια να χαρίσεις ζωή κάτω από τα χαλάσματα, το γλυκό άγγιγμα του χεριού, το άπλωμα του χεριού, τα σύνορα ανάμεσα στη νιότη και την αδυναμία, χέρια άγκυρες, κακός Θεός που δεν πονεί με τον πόνο των παιδιών, ονειρικά ταξίδια στη θάλασσα, μεθυσμένες θάλασσες, το όνειρο του χορού, σιωπή της νοτιάς, νοτιά του Φλεβάρη, καιρός της νοτιάς, ατέλειωτο παιχνίδι των αισθήσεων…
Το βιβλίο αυτό είναι μια λογοτεχνική αφήγηση και μαζί ένα χρονικό μιας γυναίκας που γνωρίζει «από μέσα» την ζωή των ηρώων της ιστορίας της.
Σε μια πολύ σκληρή εποχή, σε μια χώρα υπηρέτη πολλών αφεντάδων, όλοι μας ερχόμαστε αντιμέτωποι καθημερινά με διλήμματα και αδιέξοδα. Ακόμη περισσότερο δοκιμάζεται κάθε ευάλωτη ομάδα. Είναι ένα βιβλίο που μας βοηθάει να αντέξουμε, μας προκαλεί να ζήσουμε, μας παροτρύνει να απολαύσουμε. Με μια φράση: Να μην τους κάνουμε το χατίρι. Και το μήνυμά της αυτό ξεκινάει βέβαια μέσα από τις ιστορίες ανθρώπων που δοκιμάζονται περισσότερο αλλά πιστεύουμε πως θα βρει το δρόμο του σε κάθε ψυχή. Το νόημα είναι έτσι κι αλλιώς το ίδιο για όλους μας. Να διεκδικήσουμε τη ζωή που μας αξίζει. Όσα εμπόδια κι αν βρούμε μπροστά μας. Να αντισταθούμε. Κι ο έρωτας μέσα στις σελίδες αυτού είναι μια μορφή αντίστασης.
Το βιβλίο είναι μια ιστορία πολλών ανθρώπων μαζί, που πάσχουν από σκλήρυνση κατά πλάκας. Είναι μικρές ιστορίες αυτών των ανθρώπων που γνώρισε η συγγραφέας, Δέσποινα Μουζουράκη μέσα σε εικοσιπέντε χρόνια, που έχει μπει πάρα πολλές φορές στα νοσοκομεία, έχει πάει σε συνέδρια, έχει μιλήσει με πολλούς ανθρώπους στις συναντήσεις με αυτές τις ομάδες. Μπόρεσε να μπει στο πετσί αυτών των ανθρώπων και μπόρεσε να εκφράσει την απορία τους, τη στεναχώρια τους, το άγχος τους ή τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της νόσου. Τους έλεγε να συνεχίσουν παρακάτω. Δηλαδή ο έρωτας και η νόσος ήταν εργαλεία για να τους δώσει αυτό που ήθελαν. Ότι θα πρέπει να συνεχίσουν, να είναι μάχιμοι άνθρωποι σε οτιδήποτε τους συμβαίνει. Να μην μένουν αδρανείς. Ότι πρέπει να προσπαθήσουν. Ότι πρέπει να τροποποιήσουν τα θέλω τους, αλλά όχι να τα καταργήσουν. Όχι να καταργήσεις αυτό που θέλεις, το όνειρό σου. Να μην χάσουν την ελπίδα τους…
«Τώρα σιωπή, τα λόγια φθαρτά, ανεμοπούλια των καιρών χάθηκαν με το πρώτο δάκρυ. Και όταν τα λόγια χάνονται, μικραίνουν οι λέξεις, τόσο που σιωπούν, τότε είπε κάποιος πως οι άνθρωποι κάνουνε προσευχές. Σε ποιο Θεό, Θεέ μου να προσευχηθώ;»
«Ανακάλυψε πως θέλει να βλέπει τους ανθρώπους χαρούμενους, αλλά σίγουρα δεν μπορεί να γίνει ο ήλιος τους. Πρέπει εκείνοι να το θελήσουνε, για να μπορέσουνε να βρουν τα μαγικά μονοπάτια της ψυχής τους, να μάθουνε να αγαπούνε την μανιασμένη θάλασσα, να αφουγκράζονται τους ψίθυρους των μικρών πραγμάτων, ν’ ακολουθήσουνε δρόμους του ονείρου, να πάψουνε να βάζουν τελικά σύμφωνα στις λέξεις και τελείες στις προτάσεις. …η αγάπη δεν χρειάζεται/ούτε η ζωή τελικό σίγμα…»
«Έχω τη νόσο με το δακτυλικό αποτύπωμα. Σκλήρυνση κατά πλάκας».
«Θλιβόμαστε όταν συναντάμε ανθρώπους υγιείς που δίπλα τους πετάνε χειμώνες με καλοκαιριές, περνούνε άνοιξες και καλοκαίρια δίχως χελιδόνια, περνούνε θάλασσες ποτάμια, ποτίζει η γης αλμύρα και τούτοι δεν παίρνουνε χαμπάρι τίποτε από όλα αυτά…»
«Το χειρότερο όπλο εναντίον των ανθρώπων ήταν οι στυγνοί νόμοι που ξεχώριζαν τους ανθρώπους σε αυτούς που επιβίωναν και σε εκείνους που ζούσαν. Στην πραγματικότητα, είπανε πως έπρεπε να γίνει ξεσκατάρισμα κι η Αγγγέλα βρέθηκε στα σκάρτα, αποστερώντας της έτσι την μοναδική ελπίδα να ακουμπήσει κάπου για να συνεχίζει να παλεύει με την αρρώστια, το έτσι κι αλλιώς ανίκητο θεριό που τη βασάνιζε καθημερινά».
«Έκλεψαν τη βάρκα που είχε φορτώσει εκεί την ελπίδα της».
«Σε μια χώρα με τόση θάλασσα υπάρχουν ελάχιστες παραλίες που δίνουν την ευκαιρία σε άτομα Αμεα να τη γευτούν…»
«Στα δύσκολα οι άνθρωποι ψαχουλεύουνε την ψυχή τους, πασχίζοντας να εφεύρουνε τρόπους για να λυτρωθούνε από τα ξεροβόρια και τις νοτιές».
«Δυστυχώς πολλοί δεν ξέρουν πως η μεγαλύτερη κατάκτηση κι αυτή που δεν επιθυμούμε να χάσουμε είναι η αγάπη, γιατί περπατά αν χρειαστεί χωρίς πόδια, βλέπει δίχως μάτια, αγκαλιάζει δίχως χέρια, κι όταν θελήσει τα θεραπεύει όλα στη στιγμή. Η αγάπη μπορεί να κινείται κι εκτός των επιτρεπτών ορίων και τούτο μοιάζει να είναι ελευθερία…»
«Είναι άνοιξη μ’ ακούτε; Η άνοιξη είναι ζωή, είναι γιορτή, είναι ο κρότος του σπόρου που γεννά λουλούδι, είναι ο ήχος της φύτρας όταν τρυπά τη γη για να δει το φως. Ο μήνας έχει 22, όπως τώρα, 22 της άνοιξης τότε που συνάντησα τον έρωτα, 22 της άνοιξης που συναπάντησα την αρρώστια, 22 της άνοιξης τώρα. Ήμουν 23 ετών, φοιτήτρια στο τελευταίο έτος, όταν συναπάντησα για πρώτη φορά την αρρώστια. Σήμερα μου μοιάζει πολύ μακρινό αλλά και πολύ κοντινό όταν θυμάμαι εκείνο τον καιρό της νοτιάς…»
Είναι ένα συγκλονιστικό, αυθεντικό κείμενο που αξίζει να το διαβάσετε. Είναι ένα είδος γραφής, βιωματική και γενναία και επώδυνη και παρόλο αυτά αισιόδοξη γραφή, για ένα τόσο ευαίσθητο και «δύσκολο» θέμα. Κάποτε υπάρχει και η δικαίωση για όσους επιμένουν να γράφουν (και) γι’ αυτά που πονάνε!!
Η Δέσποινα Μουζουράκη έγινε μέσω του γραπτού της και δίχως να το επιδιώξει, εκφραστής των συναισθημάτων, των λόγων, των προβληματισμών, των διεκδικήσεων κι άλλων ανθρώπων. Έτσι απλά, αυθόρμητα κι αφτιασίδωτα.
Περίληψη του βιβλίου σε στίχους, είναι το ποίημα «Αδιάβροχο ένδυμα», είναι το επισφράγισμα του βιβλίου:
Σε υφάλους και σκοπέλους αχαρτογράφητους
έπεσε το πλοίο μου
-κι ας έλαμπε ο ήλιος-
ράγισε το σκαρί
πρώτα η πλώρη
ύστερα η πρύμνη
μου απόμεινε μια σχεδία
κι ένα σκισμένο πανί
για να κρύψω τη γύμνια του κορμιού μου
ότι φαινόταν.
Παράμεσα είχα φορέσει ένα ουράνιο τόξο
αδιάβροχο ένδυμα
για να ταξιδέψω τη μαύρη θάλασσα
κι αόρατο, αφού κανένας δεν κατάλαβε
πώς έφτασα ως την ξώβγορη αμμουδιά
κι εγώ ακόμα
απορώ.
Νόμιζα πως ήμουν ανέμελη
στην αγκαλιά του ανέμου
και το μόνο πάσχιζα
ήτανε να κρατηθώ στο σκαρί μου.
Η λογοτεχνική γραφή είναι πολύ ωμή, διότι το βιβλίο λέει συγκινητικά, σκληρά και δύσκολα αλλά αληθινά πράγματα. Δεν καλύπτει κάποια πράγματα και δεν λέει ψέματα. Υπάρχει ο έρωτας και αγάπη ανάμεσα στους ανθρώπους, που πάσχουν από σκλήρυνση κατά πλάκας. Ο έρωτας υπερισχύει της νόσου και του θανάτου.
Μέσα στις σελίδες αυτού του βιβλίου της Δέσποινας Μουζουράκη, ανακαλύπτεις έναν άλλο κόσμο (αναποδογυρίζει τον κόσμο), μια άλλη σκέψη, ένα πνεύμα φωτεινό και ευφρόσυνο, χαρούμενο και αισιόδοξο, που εναντιώνεται στη θλίψη, στον πόνο και την απογοήτευση, δοκιμάζει αντοχές, τεστάρει ανθρωπιά, διαστέλλει τα όρια, που πολλές φορές εισδύουν στ’ ανθρώπινα και σκοτίζουν το μυαλό, σμπαραλιάζοντας ταυτόχρονα κάθε καλή διάθεση για συνέχιση της ζωής. Φωτίζει το μέσα χάος των ανθρώπων που νοσούν.
Έχουμε εδώ ένα βιβλίο που συγκεντρώνει ταλέντο, περιγραφική δεινότητα, σφιχτή αφήγηση και την τρυφερότητα της σκέψης μιας συγγραφέως διαμετρήματος.
Πιστεύουμε ακράδαντα πως η επιλογή των εκδόσεων Παράξενες Μέρες, να εκδώσουν το βιβλίο της Δέσποινας Μουζουράκη, «Τον καιρό της νοτιάς», θα σώσει ζωές!!
Η Δέσποινα Μουζουράκη γεννήθηκε, μεγάλωσε και ζει στα Χανιά της Κρήτης. Για μικρά χρονικά διαστήματα έκανε τη ζωγράφο, την διαφημίστρια, την ποιήτρια, την βοηθό χημικού, την εργάτρια, την καθηγήτρια κ.α. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης και πήρε το πτυχίο Ψυχολογίας από το ΚΕΦΚΣ στη Θεσσαλονίκη. Άλλο έργο της είναι «Γιορτές και Σκόλες».