εκδόσεις Άγρα, 2008
ISBN 978-960- 325-766-0
Μια ανάγνωση του βιβλίου από τη Δήμητρα Ρούσσου
«Το τσιγάρο και η γιόγκα» του Αλέξανδρου Αδαμόπουλου έχει ένα υπέροχο εξώφυλλο. Μένω εδώ -αφή και βλέμμα. Σε χορεύει στις μελωδίες του σιτάρ· ινδικά φεγγάρια, λικνιστικές νωχέλειες. Υπερβολή; Ίσως. Όμως -κι είναι απίστευτο- έτσι είναι! Όσο διάβαζα το βιβλίο, οι μελωδίες του εξωφύλλου γλιστρούσαν έξω απ’ το κάδρο της αφήγησης και χτυπούσε στους κροτάφους μου το beat των The Ex στο State of Shock!.. Αυτό είναι το βιβλίο· στροβιλιστικό, νευρώδες, με στακάτες παύσεις, με βελούδινα γδαρσίματα και σκισμένες τρυφερές μελωδίες. Κομψότητα!
Ο Αδαμόπουλος πήγε στο Ν. Δελχί, προσκεκλημένος της Sahitya Akademi -της Εθνικής Ακαδημίας Γραμμάτων της Ινδίας- για να παρουσιάσει το βιβλίο του «Δώδεκα και ένα ψέματα», καθώς και του Mahatma Gandhi National Center for the Arts, για να μετάσχει ως σύνεδρος σ’ ένα σεμινάριο για την τελετουργική λειτουργία της μάσκας. Εκείνος θα μιλούσε για τη μάσκα στο Αρχαίο Θέατρο. Ταξίδεψε εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ’90 και το «Ηθιστόρημά» του -άλλο εύρημα κι αυτό!- το ‘γραψε λίγο μετά· για τις μέρες και τις νύχτες του εκεί. Αυτές αφηγείται. Το ‘γραψε, όταν ήδη από καιρό η Τέχνη έμοιαζε με γυναίκα που τα μάτια της μαχαιρώνονται απ’ το φως· γύρω τους μαύρη αύρα. Ή με τα μικρά, ανώριμα ακόμη κορίτσια, τα θλιμμένα, τα ακόλαστα, και χωρίς φωνή. Και χαϊδευόταν -η Τέχνη- μ’ αυτή τη βελούδινη και άγρια εκμηδένιση του ίδιου του εαυτού της. Κι εμείς ξεχειλίζαμε μέχρι ασφυξίας απ’ το απρόθυμο αίμα της. Αυτή η Τέχνη, χωρίς το δικό μας βλέμμα πάνω της, πέθαινε από δίψα, γινόταν σκόνη, εκμηδενιζόταν. Το βλέμμα μας που λάτρεψε λέξεις-σφαγεία, λέξεις-αλκοολικές νύχτες, λέξεις-απουσίες, λέξεις-τρύπες, με σκαμμένο ένα λάκκο στο κέντρο τους όπου θα έπρεπε να ταφούν όλες οι άλλες λέξεις. Alternative. Πολλοί το λάτρεψαν. Εγώ όχι. Αγάπησα, λοιπόν, το «Τσιγάρο», γιατί είναι ένα αψύ φλογοβόλο. Και γιατί εν τέλει η Τέχνη, η υφή της, μαρκάρει ή όχι το κύτταρό μας. Δεν έχει αλλιώς.
Στο σεμινάριο, λοιπόν! Ανασαίνουμε δίπλα του -έτσι χυτός ο λόγος του και σε αρπάζει. Οι ομιλητές ξεκινούν. Σοβαροί, ειδήμονες. Εκείνος αναρωτιέται: «…όμως όλος αυτός ο πρωταθλητισμός· γιατί; Τόσες ώρες καθισμένοι στα θρανία; Δεν ξέρω· ίσως να ’χω γίνει πολύ Μόγλης και να μην αντέχω πια καθόλου την ακινησία και τα κλειστά παράθυρα». Καμιά φορά πλήττει· οι μορφωμένες διαλέξεις που φλέγονται απ’ το σιδέρωμα, είναι ιδρωμένες και ωχρές. Και τότε· τα υπέροχα γυναικεία φαντάσματά του, ντυμένα με το δέρμα τους μόνο, ζωντανεύουν κι ιδρώνουν τώρα πάνω στις σελίδες του μπλοκ του. Γράφει… γράφει… Οι σελίδες του μπλοκ ξεχειλίζουν απ’ την αψάδα ενός βίαιου λουλουδιού. Ο αέρας ραγίζει ανασαίνει χαϊδεύεται στην τρισευτυχισμένη συμφορά των ομιλητών, ξεχύνεται απ’ τα παράθυρα, σκορπάει, κυλά στο σύμπαν. Ζωή! Μένω σ’ αυτό. Είναι το παιχνιδιάρικο βλέμμα του ολόϊσια μέσα το βλέμμα κάποιων ομιλητών· ηλιακή αιθάλη που κοιτάει μέσα της. ‘Έχουν ένα σπίρτο νεαρότητας όλ’ αυτά, καμιά ξιπασιά όμως, μα μια ευφορική τρέλα, μια υπέροχα αναιδή γλώσσα. Κι έτσι, χύνεται ο αφηγητής κάθετα μες την γυμνότητα των βλεμμάτων που τον μαγνητίζουν, τον ελκύουν. Δεν πήγε άλλωστε εκεί σαν κανένας επιδειξίας της διανόησης, παρ’ όλη την πολύτροπη και βαθιά του παιδεία.
Μέσα κι έξω απ’ την αίθουσα του σεμιναρίου το βλέμμα του συγγραφέα ψηλαφεί τα πρόσωπα, τα βλέμματα, τους καπνούς, τις μάσκες τους. Να· μια ώριμη ξανθή Σουηδέζα εκεί, εκατοντάχρονη μετανάστρια της νιότης της! Μα είναι εκεί κι ένα γλυκύτατο γεροντάκι, ο σοφός καθηγητής Chakrawarti. Τα μάτια του είναι βελουδένια, όπως μόνον τα σκούρα μάτια το μπορούν. Τα χεράκια του ακτινοβόλα κι ενωμένα στις κυρτές, σπασμένες φάλαγγες, ελαφριά σα φτερό. Ο αγαπημένος του αφηγητή· η πρωτόφαντη δροσιά ενός μανταρινιού. Είν’ εκεί κι ο αγαθός γίγας, ο νέγρος ο Georges, που «γελάει και κουνιούνται τα φύλλα του μπέντζαμιν δίπλα του».
Είναι κι η Ινδή, η Anjali: «…Γύρισα και είδα να στέκει δίπλα μου χαμογελώντας σκοτεινά, ένα επικίνδυνο πλάσμα… Τι άνθρωπος είν’ αυτός; Είναι μια πολύ όμορφη γυναίκα που δεν έχει πάνω της τίποτε φτιαχτό, εκτός απ’ την κόκκινη κουκίδα στο μέτωπο… Η φωνή της ήρεμη, βαθιά, λες και φυτρώνει μεσ’ απ’ το χώμα, ταυτόχρονα έντονη και ανύπαρκτη […]
-Εσύ, τι κρύβεις πίσω απ’ τη μάσκα σου; τη ρωτώ. Με κοίταξε ίσα στα μάτια, πάντα χαμογελώντας μ’ αυτό το σκοτεινό χαμόγελο.
-Έχω μάσκα;
-Σίγουρα έχεις και τη φοράς πάντα. Είναι φτιαγμένη από…
-…από…
-…από καπνό. Μπορώ να δω από μέσα· όχι πολύ καθαρά όμως.
-Έχεις μεγάλη φαντασία και λες κι ό,τι σου ’ρχεται· καλό είν’ αυτό.
-Λέω ό,τι βλέπω. Εγώ έχω μάσκα;
-Για την ηλικία σου, μου κάνει εντύπωση πόσο αυθόρμητος είσαι.»
Συνήθως αγγίζουμε σαν τυφλοί μα δεν αναγνωρίζουμε τίποτα απ’ όσα ήδη αγγίξαμε. Το ζώο μες το αστικό δάσος κοιμάται, το ηλιακό όνειρο κλαίει. Βλέφαρα καλυμμένα από μιαν ελαφριά πάχνη, κλειστά μάτια, κρυμμένα μάτια. Ο Αδαμόπουλος ανασύρει τον πέπλο τους με μια αθώα πανέμορφη αναίδεια. Α· μα δεν είναι διόλου ενυδρείο ψυχρού αισθησιασμού η ψυχή του! Κι ούτε κολυμπά μες τη νωχελική γλύκα των Autumn Leaves του Stan Getz. Και η ψυχή του δεν χορεύει εύκολα με τους καπνούς των blues μιας γυναίκας:
«Η ξανθή Καναδέζα, η Dr. Jackie Davies, που ήθελε να το παίζει αθώα παιδίσκη, δυο βήματα πιο πέρα, ακούει και μας κοιτάει μες απ’ τους αχνούς του καφέ της…
-Νομίζω, της είπα, πως είναι καλύτερα να μην αποφεύγουμε τίποτα.
-Νομίζεις;
-Όταν γυρίσεις πίσω, όλα τα φαντάσματά σου εκεί θα ’ναι πάλι.»
Κι όταν τον προσκαλεί:
«-Έχεις πάει βόλτα στο πάρκο εδώ γύρω; μου λέει ξαφνικά σ’ άλλο τόνο.
-Ποιο πάρκο;
-Αυτό που είναι γύρω μας…
-Πάμε άλλη φορά· όχι τώρα…
Tout ce qui est compris est bien. Le seul crime est d’ être superficiel.»
Ο αφηγητής κολυμπά μέσα κι έξω του. Κι όταν έξω του· ξεχύνεται απ’ τα ανοιχτά παράθυρα στην πόλη, στους δρόμους, άνεμος, μια παλίρροια πρωτεϊκής γύμνιας· μ’ όλο το είναι του ανοιχτό και ποτισμένο από αισθήσεις. Κι όταν μέσα του· η φράση να εκρήγνυται, να διαπερνάει το νόημα. Κι είναι ο αισθησιακός -συντελεστής της διάνοιας- που κάνει τη διαφορά. Η σκέψη του αισθάνεται. Και δεν υπάρχει κανένας διχασμός έμφυτος, σπαρτός σ’ αυτό. Μια κράση αδιάλυτη αίσθησης και σκέψης. Και μ’ αυτή την κράση μαρκάρει και τα υπέροχα αληθινά θηλυκά φαντάσματά του. Μια πυρωμένη κάποτε πνοή, τα αρχικά των ονομάτων τους, που την έσερνε ο αφηγητής στους δρόμους του Δελχί. Κάποια απ’ αυτά τα νιώθεις σαν κάτι πυκνό, λείο, μωβ. Κι ένα ανομάτιστο (ούτε καν με το αρχικό του) με μιαν αίσθηση πολύ συγκεκριμένη: Ενός αγγείου παλιού νορμανδικού, που κρατάει το χρώμα της γης απ’ όπου βγήκε.
Α, είναι υπέροχη η άλως των ονομάτων· έστω ζωγραφισμένων μόνον με αισθήσεις! Το συναισθηματικό ή άλλο αλώνι που τα τυλίγει συχνά στην ποίηση και στη ζωή. Πώς γίνεται να τα νιώθεις τα κρυμμένα ονόματα· άλλα σαν αθώα βεγγαλικά κι άλλα σαν χειροβομβίδες, που αδρανούν, ως να τραβήξει μια στιγμή κάποιος την περόνη τους και να φανερωθούν. Ζωή!
Πέρ’ απ’ όλα τ’ άλλα, ο Αδαμόπουλος είναι κι ένας influential φωτογράφος τοπίων του Δελχί. Περιδιαβαίνοντας λ.χ. μια γωνιά της πόλης του Δελχί με μαγαζιά, λέει:
«Ακόμα· κάποιες μυρωδιές σ’ ένα μπακάλικο, μια κουλούρα μαλακό σύρμα για το παρκέ… Χύμα κολόνιες χρωματιστές, φτηνές καραμελίτσες, ένα κόσκινο. Πούθε ξεφύτρωσαν όλ’ αυτά; Ήτανε στην Αιόλου; Στην Αθηνάς; Στάσου· στην Αλεξάνδρεια ήτανε!.. Οι ίδιες μυρωδιές, οι ίδιες ακριβώς αισθήσεις. Τα ίδια πράματα. Πού να ’σαι άραγε; Είκοσι χρόνια μετά, μες το Δελχί, σεργιανίζω ανάμεσα Αιόλου και Αθηνάς, με κολλάζ απ’ την Αλεξάνδρεια· και παντού σπαράγματα απ’ το πουθενά. Απίστευτο! Οι νεκροί λιώνουν στα τρία χρόνια· οι στιγμές;»
Να τα πολυμορφικά του ενσταντανέ! Μνήμες που χαϊδεύονται με το τώρα. Φως σκισμένο από γλυκό πικρό ρίγος· που και που. Ένας αρωματικός, πανάλαφρος ίλιγγος στο στομάχι. Κι ο φακός του να μη συγχωρεί και να κλωτσάει πάντα νευρικά μπροστά σε κάθε φτηνή ρεπλίκα που αντικρίζει· όπως συμβαίνει στην τελετή με τους βουδιστές μοναχούς. Μου θυμίζει έντονα τον ‘Φωτοφράχτη’ του Ανδρέα Εμπειρίκου:
Ένας φακός με απίστευτον φωτοφράκτη αρπάζει
την πιο γοργή στιγμή και την απλώνει στην
επιφάνεια μιας πλάκας λείας, ευαισθησίας
εξαισίας. Και τώρα που άνοιξε και έκλεισε ο
φωτοφράκτης σαν μάτι αδέκαστο και συνελήφθη
ο χρόνος, ο ρεμβασμός αυξάνει την ζωή και δίδει
στην κάθε εικόνα την κίνησι και την ευελιξία που
φέρνει από τα βάθη μιας πηγής (της ιδικής του)
ζεστό το πιο κρυφό της νόημα…
Κι όμως μες τις πολλές συνάφειες· υδράργυρος ο αφηγητής, κυλάει, κόβεται σε μικρές φωτεινές μπίλιες, και δένεται πάλι μόνος. Και φτάνει η μέρα που θα παρουσιάσει το βιβλίο του ‘Δώδεκα και ένα ψέματα’ στη National Academy of Letters, N. Delhi· στην περίφημη Sahitya Akademi, μεταφρασμένο στ’ αγγλικά (Twelve and one lies): «‘Για κοίτα τι σύναξη προκάλεσες· καντάρια πνεύμα!’ σφυρίζει στ’ αυτί μου ένα διαβολάκι και μου ’ρχεται να βάλω τα γέλια.» Νεαρούς φοιτητές ήθελε πιο πολύ ο αφηγητής. Να τους ακούσει πιο πολύ κι όχι να τον ακούσουν. Μα δεν ήταν έτσι: «…ένας Μόγλης ανάμεσα σε σοβαρούς αγγλόφωνους Ινδούς» (ποιητές, συγγραφείς, καθηγητές). Και τι δεν έγινε εκεί μέσα, καθώς οι γέροντες Ινδοί διανοούμενοι άκουγαν τα ‘ψέματα’ που τους άρεσαν και τα ονόμαζαν αλήθειες!.. «Με χάιδευαν πράματα καλά, όσο διάβαζα και συναντούσα ζεστά μάτια που άκουγαν», λέει. Υαλουργεία οι ενέργειες κι οι αισθήσεις, οι φλόγες να διαθλώνται πάνω στο γυαλί, κι όλα να ’ναι αληθινά δίχως φτιασίδια. Κι οι αλήθειες σαν ψέματα, να ξεριζώνονται από ανθισμένα κοράλλια. «Ήταν καλά. Συμπαθητικά. Φτάνει ως εδώ»…Λέει, χωρίς να θριαμβολογεί. «Το βιβλίο μπορεί να εκδοθεί εδώ. Πες πως έγινε. Μπορεί ν’ αρέσει σε χίλιους, σε πέντε, σε δέκα χιλιάδες ανθρώπους. Ε και;» προσθέτει, ξαναγυρνώντας απόλυτα γειωμένος στη μοναξιά του.
Ποια να ’ναι άραγε η ιδέα-θεμέλιο του συγγραφέα; Μα ο τίτλος του βιβλίου, θα πει κανείς: ‘Το τσιγάρο και η γιόγκα’! Ο ίδιος λέει κάπου· «Το τσιγάρο και η γιόγκα δεν πάνε μαζί. Αλλιώς κοροϊδεύεις τον εαυτό σου.» Ωραίες αμφισημίες!.. Κολύμπησα μες τον τίτλο. Τον διέσχισα μα δεν πνίγηκα -κι είναι υπέροχος τίτλος γι’ αυτό το Ηθιστόρημα! Τιναζόμουν έξω απ’ τα νερά του, να ενωθώ με τα ηλεκτρόνια της αφήγησης, τις αμάντευτες χημείες της, τα χρώματά της που στάζουν γήινους ιριδισμούς, τα βαριά κι αμίλητα μυστήριά της που και που. Ο συγγραφέας δηλώνει απερίφραστα την γλυκιά του συνάφεια με τους Ινδούς διανοούμενους. Τι απόλαυση οι συνομιλίες τους που μοιράζουν σπαθιές στη Δύση· στον «Λευκό βάρβαρο»!.. Και δηλώνει πως είναι Έλληνας, όταν τον ρωτούν· όχι Ευρωπαίος. Η Ελλάδα για τον αφηγητή σαν έντονη συνείδηση της γης και της φυλής. Κι όχι, βέβαια, κανένας εθνικός λυρισμός, αφημένος δηλαδή και βυθισμένος στον εαυτό του αποκλειστικά· αλλά η άπλωση, η διείσδυση, η αφή, η μέθεξη του Ελληνικού -αισθαντική και διανοητική. Και λάτρεψα -εγώ, η ‘Δυτική’ Ελληνίδα- την κομψή, ευφυή απλότητα των φίλων του Ινδών, που όλοι τους ήσαν πρόσωπα πολύ σημαντικά στην Ινδική κοινωνία· άτομα που δεν μπορείς εύκολα να συναντήσεις κι όμως ζωντανεύουν και γίνονται τόσο οικεία μες απ τις σελίδες του ‘Τσιγάρου’: Η σοβαρή φίλη της Ιντίρα Γκάντι η κ. Rukmini, η υπέροχη αειθαλής κ. Priyanka -που ο πατέρας της την είχε ονομάσει Φρύνη!-, ο ποιητής Nikil, ο καθηγητής Govinda, κι όλους όσους ανέφερα πιο πάνω. Και βέβαια λάτρεψα και τη γηραιά Ινδολόγο θεία του, την κ. Ελίκη Ζάννα, και τα λουκούμια της· που ταξίδεψαν μαζί του απ’ την Αθήνα στο Δελχί κι η άχνη τους σκόρπισε μέσα στον Ινδικό αέρα, χωρίς το βιβλίο του Αδαμόπουλου να χάσει καμιά γεύση και καμιά μυρωδιά του.
Γιατί η γλώσσα του είναι μυριστική, απτική. Οι φλέβες της οι μυστικές σπάζουν· αλλού εκρηκτικά σε μυριάδες μικρές εκτυφλωτικές εκρήξεις γέλιου, σπίρτου, διαολεμένου κεφιού κι αλλού σωπαίνουν σε κάτι κρυφές δροσιές· σαν τη σκοτεινή υγρασία. Κι όλα σμίγουν μαγικά σε μια πνοή.
Τέλος. Ένα κίτρινο έλος γλείφει τις ψυχές μας. Καπνισμένο τοπίο· η χώρα μας σήμερα ζωγραφισμένη με απόλυτη ακρίβεια από τότε… Ο Αδαμόπουλος με το βιβλίο του σε τυλίγει στο δίχτυ του με σαγήνη. Κύλα· σου λέει. Σαν φίλος στο λέει. Κύλα· κόντρα σ’ όλα μες τον υδράργυρο της αδρεναλίνης σου. Ζήσε· δεν είναι δίκοπος ο ήλιος. Και δίψασε για το Ωραίο· ένα άγριο κοράλλι.
Δήμητρα Ρούσσου
Φιλόλογος
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
Ένα μοναχικό ταξίδι κάποτε -με το αεροπλάνο, με τα πόδια, με το νου;- όπου φανταστικά ονόματα αγκαλιάζονται με πραγματικούς ανθρώπους, οι μέρες και οι νύχτες χαϊδεύονται κι ενώνονται σαν την αλήθεια με το ψέμα κι οι ημερολογιακές καταγραφές δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά μια πρόφαση· για να βιώσει κανείς -ή και να μη βιώσει- λίγο παραπέρα.
Έτσι κι αλλιώς Ελλάδα και Ινδία είναι πολύ μακριά, απέχουν πολύ μεταξύ τους σαν το τσιγάρο και τη γιόγκα. Κι όμως είναι και πολύ κοντά· σαν τον καπνό και την ανάσα. Και τελικά όλα γίνοντ’ ένα σαν το χθες και το σήμερα που χύνονται μαζί κάθε μέρα στο αύριο.