Ένα απόγευμα μου την κουβάλησε ο αδερφός της, ο υλοτόμος. Χρειαζόμουν απαραιτήτως μια παραδουλεύτρα. Πολλές οι δουλειές. Ανέβα, κατέβα τις σκάλες, σφουγγάρισε μπάνια, πλύνε πιάτα, στρώσε κρεβάτια, ήταν και ο κήπος που πρωτάρχιζε.
…
Ήμουν 52 χρονών, η ανάσα μου κοντή, το ‘να τσιγάρο πίσω απ’ τ’ άλλο, κούτσαινα και λιγάκι.
Ο Σάββας λοιπόν μου έφερε την Ανάστω.
«Είναι καλή κι εργατικιά, μου είπε. Δούλευε στη φάμπρικα του Μαμάκη».
Τους είπα να καθίσουν, κάτι να τους κεράσω, να τα συμφωνήσουμε.
…
Έτσι μπήκε η Αναστασία Αλευροπούλου του Ευστρατίου -η Ανάστω όπως την έλεγαν όλοι- στη ζωή της Βίργως· γνωστής στο πανελλήνιο συγγραφέως. Η Βίργω, έχοντας πιο έντονο απ’ όλα μέσα της το δαιμόνιο του συγγραφέα, θέλησε να μεταφέρει στο χαρτί την ζωή της Ανάστως.
Τη βασανισμένη ζωή μιας γυναίκας που τις πρώτες τις ανάσες τις πήρε σε ένα φτωχοκάλυβο. Σε ένα προχειροφτιαγμένο κατάλυμα που στέγαζε επτά ανθρώπους. Δύο γονείς και πέντε παιδιά. Τα παιδιά μόλις ξεπετάγονταν λίγο, άφηναν υποχρεωτικά το σχολείο και έμπαιναν στη βιοπάλη για να βοηθήσουν στην επιβίωση της οικογένειας. Αυτό το γεγονός δεν τα πολυένοιαζε γιατί με τα γράμματα δεν τα πήγαιναν και πολύ καλά. Με εξαίρεση την Ανάστω που λάτρευε την μάθηση και κάθε τι άγνωστο.
Όταν έφτασε ο καιρός η μικρή μας φίλη να πάει πρώτη φορά στο σχολειό, η μητέρα της της έφτιαξε ένα ταγάρι που θα χρησιμοποιούσε ως σάκα και η τσιφλικού της περιοχής -όπου έκαναν μεροκάματα οι γονείς και τα μεγαλύτερα αδέρφια της- της έστειλε μια ποδιά. Όσο για τον πατέρα -που της είχε μεγάλη αδυναμία- με τα λίγα χρήματα που μπόρεσε να διαθέσει, της αγόρασε ένα σωρό πράγματα… δύο ολοκαίνουρια τετράδια, μια πλάκα με σφουγγαράκι, κοντύλι, μολύβια, μια ξύστρα… ακόμα και σβήστρα της πήρε! Η Ανάστω κόντεψε να τρελαθεί από τη χαρά της.
Το δε σχολείο, το λάτρεψε με κάθε μόριο της ύπαρξης της…
…
Δεν την ένοιαζε πια αν η μάνα είχε βάλει χόρτο ή τυρί στην πίτα, αν η κοτσίδα της θα ‘χε φιόγκο ή όχι, αν η Μπουμπού θα γεννούσε δυο ή τρία κατσικάκια, αν τα μαθητούδια τη φώναζαν ποντίκι, μια κι ήταν η πιο κοντή, η πιο αδύνατη της τάξης, ούτε καν θύμωνε, όταν η στρίγγλω η Βούλα τής γαλάζωνε το δέρμα με τσιμπιές. Το αναγνωστικό, κυρίαρχο, χάραζε το ξημέρωμα, βασίλευε τον ήλιο.
…
Η ζωή δυστυχώς τα έφερε έτσι ώστε η μικρή μας ηρωίδα αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την μεγάλη της αγάπη πολύ γρήγορα. Μόνο την πρώτη δημοτικού έβγαλε και μετά, προς μεγάλη της στενοχώρια, μπήκε στον χώρο της εργασίας. Στην αρχή εργάστηκε σαν παραδουλεύτρα, μόλις επτά χρονών κορίτσι, στο αρχοντικό της τσιφλικούς.
Η τσιφλικού ήταν μια άπονη εκμεταλλεύτρια που προσπαθούσε ολημερίς να βγάλει και από την μύγα ξύγκι. Δεν άφηνε το άμοιρο παιδί να σταθεί ούτε λεπτό, ούτε του επέτρεπε να κάνει αυτό που λάτρευε πάνω απ’ όλα, να διαβάζει. Κατά τα άλλα θα την πρόσεχε σαν τα μάτια της… έτσι είχε υποσχεθεί στον πατέρα της Ανέστως.
Όπως καταλαβαίνεται το παιδί δεν μπόρεσε να βρει εκεί κάποιο απάγκιο. Η ζωή την γύρναγε σαν καρυδότσουφλο σε θαλασσοταραχή. Στα εννιά της έγινε εργάτρια σε ένα εργοστάσιο υφαντουργίας. Αυτό φυσικά απαγορευόταν από τον νόμο, αλλά αν λαδώσεις τα κατάλληλα γρανάζια της κρατικής μηχανής όλα γίνονται. Τα παιδικά εργατικά χέρια άλλωστε είναι πολύτιμα μιας και είναι τόσο σβέλτα όσο και φτηνά!
Κάτι πήγε να αλλάξει στον βίο της όταν έγινε δεκαπέντε χρονών κοπέλα. Τότε, σε μια απεργία των εργατών του εργοστασίου, γνώρισε τον Άγγελο. Τον φωτεινό αυτό 23χρονο που έφερε μια ηλιαχτίδα στην ζωή της… όμως, αλίμονο, γρήγορα συννέφιασε ξανά ο ουρανός της και η ηλιαχτίδα χάθηκε για πάντα.
Τα όσο ήδη αναφέρθηκαν, με λεπτομέρειες όμως, καθώς και τα όσα ακολούθησαν στη ζωή αυτής της τυραννισμένης ύπαρξης, μπορείτε να τα διαβάσετε στο βιβλίο της Ζωρζ Σαρή με τίτλο «Το παραράδιασμα», που κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 1989, από τις εκδόσεις Πατάκη.
Σε αυτό της το δημιούργημα, η ταλαντούχα και πολυγραφότατη συγγραφέας, καταπιάνεται με το ζήτημα γυναίκα. Η γυναίκα ως παιδί, ως έφηβη, ως ενήλικη, ως μητέρα, ως εργαζόμενη, ως σύντροφος, ως ερωμένη, ως νοικοκυρά, ως φίλη. Η γυναίκα που συνεχώς στηρίζει και σπάνια την στηρίζουν. Η γυναίκα που είναι υποχρεωμένη να ανέχεται τις ιδιοτροπίες των γονιών της και κατόπιν του άντρα που θα παντρευτεί. Που δεν της αναγνωρίζεται ούτε ελάχιστο από τον καθημερινό ανελέητο αγώνα που δίνει μέσα και έξω από το σπίτι της. Που καταθέτει κόπο, όνειρα, ελπίδες… ολόκληρη την ζωή της στην εξυπηρέτηση των αναγκών της οικογένειας.
Σε αυτή την αλλοτινή αλλά και σύγχρονη ηρωίδα, μέσα από την ιστορία της Ανέστως, η Ζωρζ Σαρή καταθέτει ένα φόρο τιμής προσπαθώντας για άλλη μια φορά με την πένα της να στηλιτεύσει καταστάσεις και να διαμορφώσει -προς το καλύτερο- απόψεις και χαρακτήρες. Με έντονο τον διδακτικό χαρακτήρα, χωρίς αυτό να εμποδίζει το ψυχαγωγικό κομμάτι της ανάγνωσης, το «Το παραράδιασμα» είναι ένα από τα μυθιστορήματα που πρέπει να έχει ο καθένας μας στην βιβλιοθήκη του. Τόσο για να το διαβάσουμε εμείς όσο -ίσως κυρίως γι αυτό- να το δώσουμε να το διαβάσουν τα παιδιά μας στα χρόνια της εφηβικής τους ζωής. Έχει πολλά να τους προσφέρει!
[grbk https://www.greekbooks.gr/zorz-sari.person%5DΑπό το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
1946. Σ’ ένα αποξεχασμένο χωριό της Ελλάδας. Η Ανάστω τελείωσε την πρώτη δημοτικού με άριστα. Ξέρει να διαβάζει τρεχαλητά, να γράφει όμορφα ολοστρόγγυλα γράμματα, και ξέρει την πρόσθεση και την αφαίρεση. Όταν θα μεγαλώσει, θα γίνει γιατρός. Όμως ο παγετός, που καίει και καταστρέφει τη γη, που γκρεμίζει τα όνειρα, θα της φράξει το δρόμο. Η Ανάστω θα παρατήσει το σχολείο και θα γίνει «μεροκάματο». Μαι ζωή στην ξένη δούλεψη, θα περιμένει μάταια το θαύμα. Ένα θαύμα που μόνο ένας «από μηχανής θεός»-συγγραφέας μπορεί να της προσφέρει.