Εκδόσεις Opera, 2020
Σελ. 80
Συνέβη ένα βράδυ, ενώ καθάριζε πατάτες για να συνοδέψει το ασάδο των αστέγων, η κοντέσα Αντρέα έκοψε με το ασημένιο της μαχαίρι ένα δάχτυλο του αριστερού της χεριού, κι από την πληγή άρχισε να τρέχει πολύ, γαλάζιο αίμα!
Μια γριά πολύ γριά και η εγγονή της, μια πολύ νεαρή ιταλίδα κοντέσα ονόματι Αντρέα Κιαραμόντε, είχαν καταπλεύσει στο αντιβασίλειο του Ρίο ντε λα Πλάτα, στις αρχές του 17ου αιώνα, μ’ ένα γαλλικό μπριγκαντίνο, το «SanFrancisco».
Σύμφωνα με τον θρύλο το έτος 1717, ο Γάλλος πειρατής Ετιέν Μορό, συνοδευόμενος απ’ τα πρωτοπαλίκαρά του, οπλισμένα με μουσκέτα και γιαταγάνια, άρπαξε την κοντέσα Αντρέα Κιαραμόντε απ’ την πλατεία του σιτσιλιάνικου χωριού Τσεφαλού, θαμπωμένος από τόση ομορφιά και εργατικότητα, βλέποντάς τη να γυαλίζει τις μπότες των στρατιωτών του βασιλιά για να βγάλει το ψωμί της.
Δίπλα στη μικρή, μια γριά με σχιστά μάτια, που οι χωρικοί τη φώναζαν Τζουσινιάνα η Μάγισσα, κεντούσε χρωματιστά ανθάκια σ’ ένα μαντίλι της χήρας, ενώ σιγομουρμούριζε για όποιον ήθελε να ακούσει τα ποιήματά της για τα έντεκα μυστήρια της ζωής. Κάποια από τα ποιήματα, αυτά που μιλούσαν για τον κάμπο και έρωτες βουκολικούς, ήταν χαρωπά και ευφρόσυνα, όλα τ’ άλλα, τα περισσότερα, ήταν τραγικά και προφητικά, γιατί είχαν να κάνουν με τη θάλασσα και με τους ναυτικούς που τους είχε καταπιεί ο ορίζοντας…
Στο κεντρικό αμπάρι του πλοίου βρίσκονταν Αφρικανοί άνδρες όλο υγεία και σφρίγος, και νεαρές νέγρες με μεγάλα στήθη, επιλεγμένες για αναπαραγωγή, ταξίδευαν αλυσοδεμένοι και στοιβαγμένοι πάνω στην ξύλινη εξέδρα των αμπαριών, χωρίς να μπορούν να σηκωθούν, πατικωμένοι, σαν νεκροί στο φέρετρό τους, για να πουληθούν στους δουλέμπορους της Αμερικής.
Μετά από πολλές περιπέτειες στην Ουρουγουάη της Νότιας Αμερικής, η γριά και η εγγονή της επελευθερώθηκαν και επέστρεψαν στο παλιό λιμάνι του Τσεφαλού. Στο ταξίδι της επιστροφής η κοντέσα Αντρέα αναρωτιόταν ποιον θα συναντούσε και πόσο θα ‘χε αλλάξει το χωριό της από τότε που την είχαν αρπάξει με τη βία οι πειρατές.
Στην πραγματικότητα, όλα είχαν αλλάξει στον κόσμο και, βέβαια, στις επτά θάλασσες. Στο καράβι «Chiaramonte», δεν άκουσε ποτέ κανέναν να μιλάει για θαλάσσια ερπετά ή για τέρατα των βυθών, μήτε γνώριζε κανείς για την ύπαρξη του κράκεν που σκότωνε γαλιόνια.
Τώρα, οι θαλάσσιες τραγωδίες ήταν άλλες. Στη διάρκεια του ταξιδιού της επιστροφής, βάρκες φορτωμένες με νεαρούς Αφρικανούς, μισόγυμνους και με τα μάτια πεταμένα έξω από την πείνα και το φόβο, που έφευγαν απ’ τις ακτές της Αφρικής για να περάσουν στην Ευρώπη.
«Ψάχνουν τη σωτηρία τους. Δε φτάνει η φτώχεια που τους εξοντώνει, τους ληστεύουν κι από πάνω. Είναι χιλιάδες αυτοί που χάνονται στη θάλασσα πριν φθάσουν στην Ευρώπη» είπε με θλίψη ο πλοίαρχος Αλμπάνο Σέτσι. Η γιαγιά Τζουσινιάνα τον κοίταξε επιτιμητικά και μεταμόρφωσε το χάρτη των ρυτίδων της σ’ ένα σπαραχτικό μοιρολόι που καθήλωσε το ναυτικό στη θέση του.
«Όχι, καπετάνιε. Σήμερα, τα θαλάσσια τέρατα είναι οι άνθρωποι. Πάντα ήταν. Αιώνες τώρα καταλύουν θρησκείες και κλέβουν αφρικάνικες ψυχές. Οι Ευρωπαίοι σκοτώνουν με την ίδια αδιαφορία που σκοτώνει η θάλασσα».
«Να γίνει κάτι; Όχι, κόρη μου… μόνο φριχτές προφητείες γι’ αυτούς που δεν μπορούν να αντισταθούν. Αυτές τις αθλιότητες της ανθρώπινης ψυχής κανένα μαγικό δεν τις γιατρεύει. Μόνο οι άνθρωποι μπορούν. Ζήσε, λοιπόν γοργόνα μου. Τελείωσαν τα ποιήματα»…
Πρόκειται για το πιο σύντομο μυθιστόρημα του κόσμου με την πιο μεγάλη χωρητικότητα σε ιδέες, ευρήματα, χιούμορ, περιπέτειες και συγκίνηση. Διαβάστε το.
Ο Μάριο Δελγάδο Απαραΐν γεννήθηκε το 1949 στην Ουρουγουάη. Δημοσίευσε τα πρώτα του αφηγήματα το 1976 (Οι νεότεροι αφηγούνται) και το 1982 την πρώτη του συλλογή κειμένων με τίτλο: «Ωραίος λόγος να πεθάνεις». «Η μπαλάντα τον Τζόνι Σόσα» τον καθιέρωσε ως έναν από τους πλέον σημαντικούς συγγραφείς του νέου ισπανόφωνου μυθιστορήματος και τον έκανε γνωστό έξω από τα σύνορα της χώρας του. Έχει ήδη μεταφραστεί στα γαλλικά, στα ιταλικά στα ολλανδικά και στα γερμανικά.
Τραχανάς Κώστας