Εκδόσεις Ψυχογιός, 2019
Σελ. 304
«Η ζωή εξοντώνει και συντρίβει την ψυχή, ενώ η τέχνη σου θυμίζει ότι έχεις ψυχή».
Στέλλα Άντλερ
Το βιβλίο αυτό είναι εμπνευσμένο από την περφόρμανς της Μαρίνας Αμπράμοβιτς. Το θέμα του βιβλίου είναι η δύναμη που μπορεί να έχει η Τέχνη στην ξεχωριστή ζωή του καθενός μας.
Η Τέχνη σώζει ανθρώπους διαρκώς.
Η Τέχνη δεν είναι μηχανή. Δεν ζητάει. Εσύ ζητάς απ’ αυτήν, ανάξια, αν μπορείς να προσθέσεις ένα λιθαράκι. Αν όντως προσθέσεις κάποτε ένα λιθαράκι, τότε είσαι αξιοθαύμαστος.
Η Τέχνη θα σε ξυπνήσει. Και θα σου ραγίσει την καρδιά. Θα υπάρξουν λαμπρές μέρες. Αν θέλεις αιωνιότητα, πρέπει να είσαι ατρόμητος.
Η Τέχνη μπορούσε να είναι κάτι που δεν μπορείς να φανταστείς.
Υπήρχε Τέχνη ανώτερη από την αλήθεια; Ποια ήταν η πιο ειλικρινής τέχνη; Πρέπει να μάθουμε τι προηγούνταν της Τέχνης, τι βρισκόταν κάτω από την τέχνη. Θέλουμε να καταλάβουμε την αιωνιότητα…
Η περφόρμανς «Η καλλιτέχνις είναι εδώ» και η αναδρομική έκθεση στο ΜοΜΑ της Νέας Υόρκης, έλαβαν χώρα από τις 9 Μαρτίου ως τις 31 Μαϊου του 2010. 1554 άνθρωποι κάθισαν σε δύο αντικριστές καρέκλες με την Μαρίνα Αμπράμοβιτς μέσα σε πάνω από 736 ώρες, ενώ πάνω από 850.000 άνθρωποι παρακολουθούσαν.
Η περφόρμανς αυτή αλλοιώνει τη γραμμή ανάμεσα στην καθημερινή ρουτίνα και στο τελετουργικό. Ενθαρρύνει τους επισκέπτες να κάθονται σιωπηλοί απέναντι από την καλλιτέχνιδα για όσο διάστημα επιλέξουν, να γίνουν κοινωνοί στο έργο τέχνης και όχι θεατές. Η Μαρία Αμπράμοβιτς είναι αμίλητη, διατηρώντας μια σχεδόν γλυπτή παρουσία με σταθερή στάση και βλέμμα. Μέσα της ένας πόλεμος έχει ξεκινήσει. Και το μυαλό της παρά την ψευδαίσθηση της ηρεμίας, δεν είναι λιγότερο απασχολημένο από όλα τα άλλα. Είναι γεμάτη και είναι άδεια επειδή αυτό είναι το παράδοξο επίσης. Κολυμπάει σε αισθήσεις, σε σκέψεις, σε αναμνήσεις και στη συνειδητοποίηση όπως όλοι οι άλλοι, αλλά ενώ αυτό συμβαίνει κοιτάζει στα μάτια και στις καρδιές των ξένων και βρίσκει ένα σημείο ηρεμίας. Δουλειά της είναι να χορεύει στο χείλος της τρέλας, να ξεπερνάει τον πόνο και να φτάνει στην παρηγοριά της αποσύνθεσης…
Η Μαρίνα Αμπράμοβιτς καταλάβαινε ότι όλη της τη ζωή προχωρούσε προς τον εαυτό της. Το μέλλον και το παρελθόν ήταν παρόντα. Καταλάβαινε ότι ένας καλλιτέχνης πρέπει να βρίσκει χρόνο για μια μεγάλη περίοδο μοναξιάς. Οι ιστορίες της είχαν ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο.
Εδώ στο ΜοΜΑ ήταν η γυναίκα Αμβράμοβιτς που κάποτε ήτανε κορίτσι και κάποια στιγμή θα είναι νεκρή. Εδώ είναι η Μαρίνα Αμβράμοβιτς, που ξέρει κάτι για το τι μπορεί να είναι η ζωή -μια σειρά από στιγμές, λεπίδες, και φίδια, μέλι και κρασί, επιτακτικότητα και καθυστέρηση, υπομονή και γενναιοδωρία, συγχώρεση και απελπισία και εκατό τρόποι να πεις σ’ αγαπώ.
Αυτό είναι. Πεθαίνω. Ζω. Είναι ακριβώς το ίδιο. Η Μαρίνα δε φαινόταν να φοβάται καθόλου τον θάνατο. Ήταν εύκολο να βρεις δύναμη στο χάος επειδή είχε μέσα του την άβυσσο. Αλλά η διαδρομή προς την άβυσσο ήταν σύντομη. Ο πιο δύσκολος δρόμος ήταν να αντλείς αντοχή, όχι δύναμη. Να βρεις το πάτημά σου όχι μες στην άγρια βεβαιότητα της αθανασίας, αλλά με τη συνεχή γνώση της θνητότητας.
Οι 75 μέρες ήταν πεδία από πρόσωπα, φωτεινά, μοναδικά, ζωντανά, παράξενα. Δεν υπήρχε μεγαλύτερη μοναξιά, σιωπή και μεγαλύτερη επαφή από το να είσαι σε μια περφόρμανς με το κοινό να την κοιτάζει στα μάτια. Ήταν μια βουβή επικοινωνία ανάμεσα σε μια καλλιτέχνιδα και στο κοινό της. Μπορεί να είναι θεραπευτικό και πνευματικό, αλλά είναι επίσης κοινωνικό και πολιτικό. Έχει πολλά επίπεδα. Μας θυμίζει γιατί αγαπάμε την Τέχνη, γιατί μελετάμε την Τέχνη, γιατί επενδύομαι στην Τέχνη. Περίμενε κανείς ότι θα ήταν μια ανταλλαγή ενέργειας. Κάτι απλό. Αλλά δεν ήταν απλό. Κάθε πρόσωπο ήταν ένα τραγούδι που τη μετέφερε στο τίποτα όπως η αγάπη ή ο πόνος. Κάθε πρόσωπο μιλούσε για αμέτρητες ζωές και αναμνήσεις και κομμάτια της ανθρωπότητας που δεν είχε δει ποτέ έπειτα από τόσα χρόνια αναζητήσεων. Εδώ ήταν η αλήθεια των ανθρώπων που έκρυβαν μυστήρια σε κάθε ρυτίδα, σε κάθε γωνία και σε κάθε μάτι. Η γεύση της ζωής τους έσβηνε στη γλώσσα τους καθώς σηκώνονταν να φύγουν. Το να κάθεσαι απέναντι από τη Μαρίνα Αμπράμοβιτς ήταν σαν ενεργειακός καθαρισμός. Σαν να αδειάζει ένα παλιό ντουλάπι.
Παρακολουθούσαν όλοι τις τελευταίες ώρες της περφόρμανς «Η καλλιτέχνις είναι εδώ» να περνούν, τον ένα επισκέπτη μετά τον άλλον να κοιτάζουν τη γυναίκα απέναντί τους. Ένιωθες ότι έβλεπες ένα πράγμα ανεξήγητης ομορφιάς στους ανθρώπους που τους τραβούσε αυτή η τέχνη και είχε βρει την αντανάκλαση ενός μεγάλου μυστηρίου. Τι είμαστε; Πως θα πρέπει να ζούμε;
Έπειτα από 75 ημέρες σηκώθηκε. Τα χέρια της ήταν τεντωμένα. Ένιωσε το καλωσόρισμα του πλήθους να φουσκώνει μέσα της. Φλας άστραφταν. Χειροκροτήματα αντηχούσαν στο αίθριο. Ήταν σκέτη κακοφωνία, μια σπουδή στην απλή, ασυγκράτητη χαρά. Όλοι χειροκροτούσαν ο Κλάους, ο Ντάβιντε, η Φραντσέσκα, ο Μάρκο ο Ντίτερ, όλοι έκλαιγαν και επευφημούσαν. Το τετράγωνο που έγινε η περφόρμανς είχε γίνει ένας μεγάλος κύκλος ανθρώπων. Φώναζαν το όνομά της. Τη φώναζαν. Γελούσε και έκλαιγε, και κάθε πρόσωπο που κοίταζε έκανε το ίδιο…
Η Χέδερ Ρόουζ συνθέτει ένα πολυφωνικό τραγούδι για την Τέχνη, ένα ζοφερό και συγκινητικό ψηφιδωτό φωνών όπου λάμπουν σαν διαμάντια ανέγγιχτα από την πυρκαγιά, η αγάπη για το σύμπαν της Τέχνης, ο αγώνας ενάντια στη μοναξιά, τη σιωπή, τον πόνο, την τρέλα και τον θάνατο, η βαθιά ανάγκη για ζωή, συντροφικότητα, ανθρωπιά, αγάπη και έρωτα.
Πρόκειται για Αριστούργημα.
Η ΧΕΔΕΡ ΡΟΟΥΖ γεννήθηκε στην Αυστραλία. Έχει γράψει μέχρι σήμερα επτά μυθιστορήματα για ενηλίκους και παιδιά, τα οποία ήταν υποψήφια ή και απέσπασαν βραβεία λογοτεχνίας, αστυνομικού μυθιστορήματος, φαντασίας/επιστημονικής φαντασίας και παιδικής λογοτεχνίας. Το μυθιστόρημα ΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΤΕΧΝΗΣ τιμήθηκε με τα βραβεία Stella, Christina Stead και Margaret Scott.
Τραχανάς Κώστας