Εκδόσεις Ψυχογιός, 2015
Σελ. 480
Βραβείο Μπούκερ 2014
Ένα βιβλίο Αριστούργημα. Ένα βιβλίο χαϊμπούν, που συνδυάζει τον πεζό με τον ποιητικό λόγο. Αναμοχλεύοντας τη μνήμη, τη φρίκη, την βία, την απώλεια, την παραίτηση, τη μοναξιά, το σκοτάδι, τη ζούγκλα, το αβυσσαλέο κακό, το θάνατο, το θάρρος, την επιβίωση, την αγάπη, τη γραμμή, τον κύκλο, τη γραφή, την ποίηση και τον έρωτα. Πρόκειται για επίμονες ασκήσεις μνήμης, στοχασμού και ποίησης. Πρόκειται για «Αποκάλυψη τώρα»…
«Η μέρα σβήνει, βγαίνει αργά η ολόγιομη σελήνη./Το πέλαγο το απέραντο, με χίλιες γλώσσες λέει:/ Εμπρός , ανοίξτε τα πανιά για έναν καινούργιο κόσμο!»
«Μια μέλισσα/βγαίνει τρεκλίζοντας/από την παιωνία.»
Η μεγάλη λογοτεχνία έχει αντίχτυπο στη ζωή μας, στον τρόπο που βλέπουμε τα πράγματα. Η μεγάλη λογοτεχνία διεγείρει και αναπτύσσει τη μνήμη. Για να καταλάβουμε τι είναι ο πόλεμος, η φρίκη, ο πόνος, το μίσος, τα στρατόπεδα ΑΠ (Αιχμάλωτοι Πολέμου), πρέπει να δούμε τι επιπτώσεις έχουν στα συναισθήματα, στον έρωτα, στην φιλία. Πρέπει να δούμε για τη δυνατότητα του καλού και για την πραγματικότητα του κακού. Δεν αρκεί να λέμε ότι οι Ιάπωνες στρατιώτες και αξιωματικοί στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν κτήνη και τέρατα. Το ερώτημα είναι: γιατί κατάφερε η πίστη στον Αυτοκράτορα να συνεπάρει τόσους ανθρώπους, νομίζοντας ότι κάνουν το καθήκον και πεισμένοι ότι κάνουν το καλό για τη χώρα, να κάνουν τόσα απάνθρωπα; Τι ήταν ένας αιχμάλωτος πολέμου για τους Ιάπωνες; Τίποτα αυτό ήταν. Πρέπει να δούμε αυτά τα τέρατα ως ανθρώπους. Ποια η ρίζα όλης αυτής της φρίκης; Πως συμβιβάζονται τα σκελετωμένα κορμιά, τα ζωντανά πτώματα των αιχμαλώτων πολέμου, τα πτώματα στη βροχή, τα πτώματα στις φωτιές της Κόλασης με τα ποιήματα χαϊκού που απήγγειλαν οι Ιάπωνες αξιωματικοί; Μήπως ο Αυτοκράτορας ήταν ένα ποίημα αποτελούμενο από μία μόνο λέξη, ένα ποίημα που περίκλειε το σύμπαν και υπερέβαινε κάθε ηθική, κάθε δοκιμασία και, όπως όλη η μεγάλη τέχνη, ήταν πέρα από το καλό και το κακό; Γιατί οι καλύτερες προθέσεις και τα καλύτερα ιδανικά των Ιαπώνων, μετατράπηκαν σε τερατωδίες και δημιούργησαν μια επίγεια κόλαση στα δάση του Σιάμ; Και όλα αυτά μπορεί να τα πει μόνο η μεγάλη λογοτεχνία, αφού η μυθοπλασία μπορεί να κατέβει στην άβυσσο της ψυχής των ανθρώπων, να κατέβει στην κόλαση των στρατοπέδων ΑΠ…
Οι Ιάπωνες δίπλα στα ηρώα πρέπει να χτίσουν κι ένα μνημείο ντροπής, ενοχής και εξιλέωσης, για αυτό το έγκλημα που κάνανε, να κατασκευάσουνε, μέσα σε δεκαπέντε μήνες, μια σιδηροδρομική γραμμή Σιάμ-Μπούρμα το 1943, χρησιμοποιώντας εξήντα χιλιάδες αιχμαλώτους πολέμου (χίλιοι Αυστραλοί) και διακόσιες πενήντα χιλιάδες κούληδες από τη Μπούρμα, το Ταμίλ, την Ιάβα, την Μαλαισία, το Σιάμ και τη Κίνα. Ο πόλεμος πίεζε, ο πόλεμος τρέλαινε, ο πόλεμος κατέστρεφε. Στα στρατόπεδα αυτά οι Ιάπωνες στρατιωτικοί, απήγγειλαν αγαπημένα χαϊκού, όχι με την σοφία της ποίησης, αλλά γιατί αυτό εξέφραζε την ανώτερη πλευρά του εαυτού τους και του ιαπωνικού πνεύματος, του ιαπωνικού πνεύματος που επρόκειτο να ταξιδεύει σιδηροδρομικώς μέχρι την Μπούρμα, το μονοπάτι τους για τα βάθη του Βορρά, το μονοπάτι από το οποίο θα μεταφέρανε την ομορφιά και τη σοφία του Μπασό (το αμίμητο χαϊμπούν, το μεγάλο ταξιδιωτικό ημερολόγιο του Μπασό) στα πέρατα του κόσμου.
Μια χώρα που ονομαζόταν Σιάμ (σημερινή Ταϊλάνδη). Μια απέραντη, ακατάληπτη φυλακή Ιαπώνων, που σκότωνε αιχμαλώτους αργά, για να γίνει μια σιδηροδρομική Γραμμή. Μια Γραμμή που προχωράει από ένα σημείο σε ένα άλλο, μια παρέλαση από τη ζωή στην κόλαση. Ένα ταξίδι στην Κόλαση. Οι ΑΠ ενσάρκωναν την αργή κάθοδο στην τρέλα, στην Γραμμή. Γυμνοί σκλάβοι δούλευαν στο τμήμα της Γραμμής μέσα στη ζούγκλα του Σιάμ. Δούλευαν εξαντλητικά στον Σιδηρόδρομο του Θανάτου. Οι κρατούμενοι ήξεραν ότι ήταν εύκολο να παραιτηθούνε. Ο μοναδικός τρόπος να επιβιώσεις όμως ήταν να μην παραιτηθείς ποτέ από τις μικρές, καθημερινές λειτουργίες της ζωής. Ρίγη από ελονοσία, πρησμένα πόδια από μπέρι μπέρι, χολέρα, δύσοσμα έλκη, ψείρες, ξυλοδαρμοί, βροχή, λάσπη, πείνα, η ζούγκλα των τικ, το Πέρασμα Τρεις Παγόδες, η Γραμμή Βία Ντολορόζα (ο Γολγοθάς τους), η μουσική του θανάτου με το σάλπισμα του «Σιωπητηρίου», όλα αυτά υπέμεναν οι φυλακισμένοι. Ένα βήμα να έκαναν οι αιχμάλωτοι Αυστραλοί πέρα από την κρίσιμη Γραμμή και περνούσανε από την άλλη μεριά της ζωής. Ο θάνατος ήταν αυτό που έδινε νόημα στη ζωή τους. Περιστοιχίζονται από πτώματα αλλά δεν αναλογίζονται τον θάνατο. Κάθε μέρα ήταν κατάλληλη να πεθάνεις. Είχαν όμως ο ένας τον άλλο. Ζούσαν μέσα σε όλους, σαν ένα σώμα και μια ψυχή. Κι αν έσβηναν, θα έσβηναν για όλους και θα πέθαιναν όλοι μαζί. Αν εγκατέλειπαν έναν συγκρατούμενό τους, θα εγκατέλειπαν τον εαυτό τους κι όλους τους άλλους. Είχαν πίστη ο ένας στον άλλο, μια πίστη που γίνεται ακόμα πιο βαθιά, όταν έρχεται ο θάνατος. Γιατί αν οι ζωντανοί πάψουν να είναι προσκολλημένοι στους νεκρούς, η δική τους ζωή παύει να έχει σημασία. Η δική τους επιβίωση, τους επιβάλλει να είναι ένα, τώρα και πάντα.
Ο Αυστραλός χειρούργος Ντορίγκο Έβανς ήταν ο γιατρός και διοικητής του στρατοπέδου των Αυστραλών αιχμαλώτων. Ήταν κτήνος πτωματοφάγος ο Ντορίγκο Έβανς; Ο Ντορίγκο κάθε μέρα αναμετριέται με τον Χάρο για να σώσει μια ακόμη ζωή. Δεν ήταν καλός χειρουργός, δεν ήταν καλός άνθρωπος. Αρνιόταν όμως να σταματήσει να προσπαθεί να σώσει τους άρρωστους συγκρατούμενους. Τον Ντορίγκο Έβανς τον στοιχειώνει ακόμη και εκεί στη κόλαση της ζούγκλας, η ερωτική του σχέση με τη θεία του, Έιμι Μάλβενι…
Αμί, αμάντε, αμούρ. Ποίημα η ζωή του Ντορίγκο Έβανς και η ζωή του ένα ποίημα. Ο Ντορίγκο Έβανς πήγαινε ορμητικά προς τα πίσω σε έναν όλο και πιο δυνατό ανεμοστρόβιλο ανθρώπων, πραγμάτων, τόπων, προς τα πίσω και γύρω και βαθύτερα στο μονοπάτι για τα βάθη του Βορρά, και βαθύτερα και βαθύτερα μέσα στην εντεινόμενη, σπαρακτική, στροβιλιζόμενη αντάρα πραγμάτων ξεχασμένων, ιστοριών, ποιημάτων, προσώπων, παρεξηγημένων χειρονομιών, ανικανοποίητου έρωτα, μιας κόκκινης καμέλιας, ενός δωματίου πλάι στη θάλασσα, ενός άνδρα να κλαίει, του φωτός που είχε κλέψει από τον ήλιο και είχε πέσει στη γη…
«Ένας κόσμος πόνου/ανθίζει, όταν ανθίζει /η κερασιά…
…Σ’ αυτόν τον κόσμο,/βαδίζουμε στη στέγη της κόλασης,/κοιτάζοντας άνθη.»
«Λίγη η ζωή και όμως απ’ την αιώνια σιωπή/της κάθε ώρας που απομένει, κάτι βγαίνει,»
Στις 25 Οκτωβρίου του 1943, η ατμομηχανή C5631 θα εγκαινιάσει το ολοκληρωμένο τμήμα του Σιδηρόδρομου του Θανάτου, σέρνοντας πίσω της τρία βαγόνια με Ιάπωνες και Ταϊλανδούς αξιωματούχους και θα περάσει μπροστά από ατέλειωτους σωρούς ανθρώπινων οστών. Και η Γραμμή με το όνειρο μιας παγκόσμιας Ιαπωνικής Αυτοκρατορίας χαμένο στη ραδιενεργό σκόνη, ο σιδηρόδρομος δεν είχε πια ούτε λόγο ούτε έρεισμα. Με το τέλος του πολέμου η Γραμμή άρχισε να καλωσορίζει το ίδιο της το τέλος. Εγκαταλείφθηκε. Η εγκατάλειψη έδωσε τη θέση της στη μεταμόρφωση. Εκεί όπου κάποτε ενέδρευε ο θάνατος, επέστρεψε η ζωή…
Ο κόσμος δεν άλλαζε, η βία θα υπήρχε πάντα, δεν θα ξεριζωνόταν ποτέ, άνθρωποι θα πέθαιναν κάτω από τις μπότες και τις γροθιές και τη φρίκη άλλων ανθρώπων μέχρι το τέλος του. Η ανθρώπινη ιστορία ήταν μια ιστορία βίας. Τίποτα δε διαρκεί. Όλα ξεχνιούνται στο τέλος. Ούτε αυτοκρατορίες ούτε αναμνήσεις. Κανείς δεν θα θυμάται την Γραμμή και τον Σιδηρόδρομο του Θανάτου. Όπως τα μεγαλύτερα εγκλήματα. Θα είναι σαν να μην συνέβη ποτέ. Τα δεινά, οι θάνατοι, η θλίψη, η εξαθλίωση, η αξιοθρήνητα άσκοπη τεράστια δοκιμασία τόσων ανθρώπων. Ο κόσμος είναι. Απλώς είναι.
Σφιχτός λόγος, σπειροειδή αφήγηση, με εμβόλιμες ποιητικές παρεκβάσεις, που δεν διασαλεύουν τη συνοχή της. Ο Ρίτσαρντ Φλάναγκαν κατέχει την τέχνη να ενδοσκοπεί τους ήρωές του (Κιθ Μάλβενι, Έιμι Μάλβενι, Έλλα Λάνσμπερι, Ντάρι Γκάρντιωερ, Τζίμι Μπίγκελόου, Ράμπιτ Χέντρικς, Μαγκνίς ο Κοκορίκος, Καλλίπολη φον Κέσλερ, Τάινι, Ταγματάρχης Νακαμούρα, υπολοχαγός Φουκουχάρα, λοχίας Τομοκάβα, Κότα, Κορεάτης λοχίας Γκοάνα κ.α.), να τους διαβάζει και να αποτυπώνει με ενάργεια τις σκέψεις, τις αισθήσεις και τα συναισθήματά τους, δίνοντας κυρίαρχο ρόλο στη μνήμη και τη χρονική αλληλουχία.
Ο θάνατος, η φρίκη, ο έρωτας, το ατελεύτητο της ανθρώπινης ύπαρξης, ο θάνατος της μνήμης και το σύμβολο του Ζεν, ο κύκλος (αντίθεση της Γραμμής), λέει τελικά ο συγγραφέας Ρίτσαρντ Φλάναγκαν, είναι μια απέραντη, αινιγματική θάλασσα. Η φρίκη μπορεί να οριστεί σε ένα βιβλίο, αν της δοθεί μορφή και νόημα. Στη ζωή όμως η φρίκη δεν έχει ούτε μορφή ούτε νόημα. Η φρίκη απλώς είναι.
Χωρίς αγάπη τι είναι ο κόσμος; ρωτάει ο συγγραφέας. Απλώς αντικείμενα, πράγματα, φως, σκοτάδι. Ο έρωτας είναι δυο κορμιά με μια ψυχή. Οι ερωτικές μας σχέσεις είναι ταυτόχρονα η κόλαση και ο παράδεισος και η ανθρώπινη επαφή, ακόμα κι όταν φαντάζει επώδυνη, μοιάζει η μοναδική λύση. Χωρίς ελπίδα και όνειρα πεθαίνουμε. Η πίστη μας σε ψευδαισθήσεις και στη φαντασία κάνει τη ζωή δυνατή. Η πίστη στην πραγματικότητα μας αποτελειώνει. Το όνειρο και η ελπίδα βρίσκονται στη μαγεία της φαντασίας και συγκεκριμένα στην ποίηση. Με την ποίηση του Κ. Ίσσα, του Γ. Μπουσόν, του Σισούι, του Κίπλινγκ, του Ρ. Μπράουνιγκ, του Χ. Λόζον, του Π. Τσέλαν και του Άλφρεντ Τένισον («Οδυσσέας») ακόμα και οι αμμόλοφοι έκαναν πίσω…
Εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο. Ένα βιβλίο που θέλεις να το ξαναδιαβάσεις. Ένα βιβλίο που δικαιώνει τη μνήμη όλων εκείνων που λησμονήθηκαν. Μια αναγκαία πράξη αποκατάστασης της Αλήθειας. Διαβάστε το.
Ο ΡΙΤΣΑΡΝΤ ΦΛΑΝΑΓΚΑΝ γεννήθηκε το 1961. Έχει γράψει έξι μυθιστορήματα, τα οποία έχουν βραβευτεί και εκδοθεί σε 26 χώρες. Ζει στη γενέτειρά του, την Τασμανία. Το μυθιστόρημα ΤΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΓΙΑ ΤΑ ΒΑΘΗ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ τιμήθηκε με το βραβείο Man Booker 2014.