Νοέμβρης του 1943. Νήσος Σάμος.
Μετά από δύο μήνες πλασματικής ελευθερίας -τον Σεπτέμβρη συνθηκολόγησαν οι Ιταλοί που είχαν το νησί υπό την κατοχή τους- λαμβάνει χώρα ένας ανελέητος βομβαρδισμός από τις Γερμανικές εναέριες δυνάμεις. Πολλοί αθώοι σκοτώνονται ενώ το Βαθύ, η πρωτεύουσα του νησιού, μετατρέπεται σε ένα σωρό ερειπίων. Τότε είναι που ξεκινά το μεγάλο κύμα φυγής των πανικόβλητων κατοίκων προς τα μικρασιατικά παράλια. Ο δρόμος της προσφυγιάς έχει ανοίξει.
Εκείνη την αποφράδα ημέρα του μεγάλου βομβαρδισμού, μαζί με πολλούς άλλους, και μια τετραμελής οικογένεια ξεσπιτώθηκε, φορτώθηκε όσα πράγματα μπορούσε να μεταφέρει σε μπόγους στα χέρια, και…
…
– Που είναι ο Λουκιανός;
Ο θείος Ορέστης κόμπιασε.
– Έμεινε έξω… Δεν πρόφτασε να μπει.
– Τι! έξαλλη η μητέρα πετάχτηκε από τα χέρια του. Έτρεξε στην καμπίνα του καπετάνιου.
– Γύρνα πίσω! άρχισε να βαράει τα χέρια της πάνω στην πόρτα. Γύρνα πίσω!
Ο καπετάνιος ούτε που άνοιξε την πόρτα. Ο θόρυβος από τις μηχανές δυνάμωνε και το καΐκι βάλθηκε να σκίζει με γρηγοράδα τα νερά.
Η μητέρα συνέχισε να βαράει με τα χέρια της στην πόρτα. Οι άλλοι μέσα στο καΐκι δεν έβγαζαν μιλιά. Η θεία Μαρκέλλα την τράβηξε κοντά της.
– Έλα, Φωτεινή, έκανε μαλακά. Μην κάνεις έτσι μπροστά στα παιδιά. Θα βρει άλλο τρόπο να ‘ρθει.
…
…τα παιδιά… Τα δύο βλαστάρια που είχαν με τον Λουκιανό. Η Μάνια (Μανουέλα) και ο Αλέξανδρος. Και ο πατέρας; Αυτός έπρεπε να φύγει πρώτος μιας και είχε συνεργαστεί με τους αντάρτες και τους Εγγλέζους. Τώρα που έρχονταν οι Γερμανοί, τι θα γίνει ο πατέρας;… που θα βρει άλλο καΐκι για να τους ακολουθήσει;… κι αν τον προλάβουν οι φασίστες πάνω στο νησί;
Πικρή η στράτα της προσφυγιάς, στρωμένη με αγκάθια και δάκρυα, και η οικογένεια του Λουκιανού γεύτηκε την πίκρα της από τα πρώτα κιόλας βήματα. Ο ίδιος εγκλωβισμένος στη Σάμο, ενώ η Φωτεινή με τα δύο παιδιά στο Κουσάντασι, στις ακτές της Μικρασίας… Εκεί, στον ξένο τόπο, τα παιδιά έμαθαν τι σημαίνει πρόσφυγας… ο άνθρωπος του «μπορώ», η ψυχή και το κορμί που αναγκάζονται να κάνουν πράγματα που πριν τα θεωρούσαν αδύνατα, και ταυτόχρονα ο άνθρωπος του «δεν μπορώ», για τα όσα πριν θεωρούνταν αυτονόητα και τώρα είναι πλέον απαγορευμένα ή αδιανόητα!
Αυτά που μπόρεσαν ήταν το μπουντρούμι που τους έκλεισαν με το που έφτασαν στην Τουρκία, η ολιγοήμερη παραμονή στη Σμύρνη -τόπος καταγωγής της Φωτεινής, από την οποία έφυγε τον καιρό της Καταστροφής-, το ταξίδι με το τρένο που μέσω του Αφιόν Καραχισάρ τους μετέφερε στο Χαλέπι της Συρίας, η Παλαιστίνη και το προσφυγικό στρατόπεδο του Νιουζεΐράτ στη Γάζα, ο Λίβανος και τόσα άλλα… Όσο γι’ αυτά που δεν μπόρεσαν, τι να πεις… όταν πρώτο πρώτο στην λίστα ήταν η μορφή του Λουκιανού, βλέπεις δεν μπορούσαν για μεγάλο διάστημα να γνωρίζουν που βρίσκεται και αν είναι ζωντανός…
Στο «Το γεφύρι της ανατολής» η Ηρώ Παπαμόσχου, μας μεταφέρει τόσο γεγονότα από την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όσο και -περισσότερο ίσως αυτό- τα όσα βιώνει ένας πρόσφυγας όταν εγκαταλείπει με την βία την πατρίδα του, τον τόπο του, το σπίτι του. Αν και είναι γραμμένο για εφήβους, καταφέρνει από τις πρώτες κιόλας γραμμές να συναρπάσει και έναν ενήλικο αναγνώστη, κάνοντας τον να το διαβάσει κυριολεκτικά απνευστί. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που από τον Φλεβάρη του 1995 που πρωτοκυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη, έχουν ακολουθήσει συνεχείς ανατυπώσεις, ενώ έχει λάβει βραβείο από τον Κύκλο του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου!
Οι χαρακτήρες, τα γεγονότα, οι εικόνες και τα συναισθήματα των ηρώων της Ηρώς Παπαμόσχου είναι τόσο γλαφυρά δοσμένα που πολλές φορές σε συγκινούν ή σε κάνουν να αγωνιάς αυξάνοντας τους χτύπους της καρδιάς σου. Η, δε, παράλληλη πορεία της ιστορίας του «τότε» με μια μικρή ιστορία του «τώρα», μας θυμίζει ότι πρόσφυγες υπάρχουν και στις μέρες μας, ίσως ακόμα και στην διπλανή μας πόρτα.
Άλλωστε και οι οικονομικοί μετανάστες ένα είδος προσφύγων δεν είναι; Τι κι αν, στον δύσβατο δρόμο που διαβαίνουν, τους οδήγησε η οικονομική ανέχεια και όχι ένας πόλεμος; Και αυτοί κουβαλούν στο δισάκι τους, τα ίδια τρία βαριά φορτία: τις αναμνήσεις από το παρελθόν, την στενοχώρια για το παρόν και την αγωνία για το μέλλον…
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
Η Μανουέλα, ένα κορίτσι από τη Σάμο, παίρνει το δρόμο της προσφυγιάς την εποχή του Β’ Παγκόσμιου πολέμου. Κάτω από τραγικές συνθήκες καταφεύγει στη Μικρά Ασία όπου, έκπληκτη, ανακαλύπτει τις ρίζες της και τη «χαμένη» ζωή της μάνας της.
Ποια, λοιπόν, είναι η μητέρα της και ποια πατρίδα έχει; Ποιο σκοτεινό πέπλο σκεπάζει τη ζωή της και γιατί σωπαίνει; Παγιδευμένη από το παρελθόν, η Μανουέλα ψάχνει να βρει μιαν άκρη, ενώ, ακολουθώντας το δρόμο των προσφύγων, ζει μια αδιάκοπη περιπέτεια γεμάτη από συγκινήσεις, εμπειρίες, απρόοπτα και μικρές ανθρώπινες ιστορίες.
Μια συγκλονιστική προσφυγική διαδρομή, δοσμένη με τρυφερότητα και ρεαλισμό, όπου το τώρα, το χθες και το μακρινό παρελθόν πόρε μπερδεύονται και πότε περπατάνε παράλληλα. Πάντα όμως στον ίδιο χώρο, στο χώρο όπου το άυλο Γεφύρι της Ανατολής γράφει την ιστορία.