Κατοχή. Εμφύλιος. Πως είναι δυνατόν δύο λέξεις να κρύβουν μέσα τους τόσα πολλά; Τόσο πόνο, τόσο θάνατο, τόση δυστυχία, τόσο άδικο;
Καλαμάτα. Αρχές του Β’ παγκοσμίου πολέμου. Μια από τις οικογένειες που ζούσαν στην πόλη ήταν και αυτή του Γεώργιου Μαυράκου, ή μπαρμπα-Γιώργη όπως τον φώναζαν γνωστοί και φίλοι. Μια πολύτεκνη φαμίλια που πλήρωσε νωρίς -από τις πρώτες- τον φόρο αίματος που της αναλογούσε σε αυτό τον καταραμένο τον πόλεμο…
…
Τράβηξε μια ρουφηξιά από το τσιγάρο· τα χείλη του να τρέμουν. Στρίψανε τα σπλάχνα του από τον πόνο. Έλυσε το ζωνάρι του ν’ αλαφρώσει. Να θέλει να κλάψει, να φωνάξει και να μην μπορεί. Έπρεπε να βαστάξει· Εννιά ψυχές, οχτώ παιδιά και η γυναίκα του, έπρεπε να πάρουν κουράγιο από αυτόν.
– Βγενιώ, ο Κοσμάς… Ηρωικά πεσών, έτσι μου ‘πανε, ηρωικά πεσών…
Η κυρά Ευγενία άγαλμα. Μισόκλεισε τα μάτια της, σαν να μην πίστεψε αυτό που άκουσε. Μετά από κάποια δευτερόλεπτα εκατέρωθεν σιωπής πήγε πλάι του και ακούμπησε το χέρι της στον ώμο του.
– Κουράγιο, Γιώργη μου, κουράγιο.
Πέρασε από τις κάμαρες και είπε στις κόρες της να μαυροφορεθούνε. Πάει ο Κοσμάς… Παγωμένο ατσάλι η φωνή της, χείλι δεν λύγισε, τα μάτια της στεγνά. Βγήκε στην αυλή κι έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό της να κάνει κουράγιο.
Πήρε τον δρόμο για το εκκλησάκι της Παναγίτσας, να ανάψει ένα κερί για την ψυχούλα του.
…
Έφυγε ο Κοσμάς. Εκείνοι όμως δεν μπόρεσαν να τον θρηνήσουν κατά πως πρέπει. Το σώμα του θαμμένο κάπου στα βουνά της Βορείου Ηπείρου και οι φασίστες του Άξονα μέσα στην Καλαμάτα… τόσα στόματα δεν ήταν εύκολο να χορτάσουν εν μέσω κατοχής. Η καθημερινή αγωνία για τον επιούσιο εξαντλούσε όλες τις δυνάμεις του ανθρώπου… σωματικές και ψυχικές.
Στην αρχή η Πελοπόννησος ήταν στην δικαιοδοσία των Ιταλών. Κατόπιν την ανέλαβαν οι Γερμανοί και ο ουρανός συννέφιασε για τα καλά. Για την οικογένεια δε του μπαρμπα-Γιώργη, ο συννεφιασμένος αυτός ουρανός έγινε κατάμαυρος… ένα ακόμα μέλος της χάθηκε… ο Δαμιανός. Ο πόνος αβάσταχτος. Χέρι ελληνικό του αφαίρεσε την ζωή, ένα πρωτοπαλίκαρο των ταγμάτων ασφαλείας για τα μάτια μιας χήρας.
Οι επιλογές μηδαμινές… το μανιάτικο αίμα που κυλούσε στις φλέβες τους απαιτούσε εκδίκηση. Ο μπαρμπα-Γιώργης τα ζύγισε από δω, τα ζύγισε από κει και αποφάσισε να μην ανταποκριθεί στις προσταγές του αίματος για χάρη των παιδιών που του είχαν μείνει ζωντανά… οι ταγματασφαλίτες δεν ήταν άνθρωποι… σκυλιά ήταν και θα του εξαφάνιζαν την οικογένεια σε μια νύχτα.
Ένας από τους γιους του όμως, ο Μηνάς, δεν μπόρεσε να κωφεύσει στο κάλεσμα… αφού ανατίναξε με δυναμίτη τον φονιά του αδερφού του, έφυγε για το βουνό και εντάχθηκε στις τάξεις του ΕΛΑΣ… Και έτσι άρχισαν όλα… Όλα όσα θα διαβάσετε στο βιβλίο «Το δίκιο», του Νίκου Αραπάκη, που κυκλοφόρησε τον Μάη του 2010 από τις εκδόσεις Λιβάνη.
Έχοντας διαβάσει το πρώτο μυθιστόρημα του συγγραφέα («Και στη μέση θάλασσα») ήμουν σχεδόν βέβαιος ότι στα χέρια μου κρατούσα ένα αξιόλογο βιβλίο. Επειδή όμως ποτέ δεν ξέρεις -έχουμε δει διάττοντες αστέρες και στο χώρο της λογοτεχνίας- κρατούσα μια, κατά το κοινώς λεγόμενο, πισινή. Ευτυχώς δεν μου χρειάστηκε…
Ο Νίκος Αραπάκης έγραψε, για άλλη μια φορά, ένα εκπληκτικό διαμάντι. Κοινό γνώρισμα με το πρώτο του βήμα στην λογοτεχνία, η πολύπλευρη και ευφάνταστη πλοκή που περιλαμβάνει πολλούς ξεχωριστούς χαρακτήρες. Ο μπαρμπα-Γιώργης και η κυρά του η Ευγενία; Ο Μηνάς, ο Σωτήρης και ο Παναγιώτης από τα αγόρια τους; Ο παπα-Χαράλαμπος, η παπαδιά και η κόρη τους η Κρινιώ, με την οποία ήταν ερωτευμένος ο Μηνάς; Ο Διονύσης ο ταγματασφαλίτης και γιος του παπα-Χαράλαμπου; Ο Στέλιος, η Μάγδα; Και πόσοι άλλοι… Είναι απίστευτο το ταλέντο του συγγραφέα να χωρά σε ένα βιβλίο τόσους ανθρώπους, τόσες ζωές με ιδιαιτέρως καλοδουλεμένο τρόπο δεμένες μεταξύ τους!
Πολλά ξεπηδούν από τις γραμμές αυτού του μυθιστορήματος. Σε κάποιες από αυτές ακούγονται οι πενιές και η φωνή του Μάρκου… ήχοι και αρώματα από μια άλλη εποχή σκοτεινή και τόσο ανατριχιαστικά αληθινή, που πολλές φορές έχει ξεπεράσει και την πιο αχαλίνωτη φαντασία ενός συγγραφέα. Στιγμές στιγμές η πέννα αγγίζει την ζοφερή πραγματικότητα και τότε ένα σου μένει: να δακρύσεις… «Ο Κοσμάς, μωρή Βασίλω, ο Κοσμάς»… λες και ακούς την στριγκλιά, την πονεμένη κραυγή της μάνας που μόλις έμαθε για τον θάνατο του γιου της…
Από τα προηγούμενα και μόνο καταλαβαίνει κανείς ότι ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα -με πολλές ιστορικές αλήθειες μέσα του- βρίσκεται στα βιβλιοπωλεία. Θα ήταν όμως παράλειψη μου μεγάλη αν δεν αναφερόμουν και στην ικανότητα του Νίκου Αραπάκη να μας μεταφέρει ζωντανές εικόνες μέσα από έναν γοητευτικό λογοτεχνικό λόγο. Για παράδειγμα:
…
Ο ουρανός πήχτωσε απότομα, μαύρα σύννεφα, βαριά, γκαστρωμένα με βροχόνερο, που βιαζότανε να βγει, τον σκέπασαν απ’ άκρη σ’ άκρη. Σύνωρα με τη βροχή απλώθηκε και το σκοτάδι. Πηχτό κι αυτό· άπλωνες το χέρι κι έκοβες κομμάτι. Κι ένας αέρας σαν φίδι φτερωτό και παγωμένο χιμούσε από τις βουνοκορφές, σφύριζε απόκοσμα, τριβότανε στους κορμούς και στις φυλλωσιές από τα έλατα, μούγκριζε, πάσχιζε με λύσσα να ξεκολλήσει τα πέτρινα ντουβάρια.
…
Όταν ερωτεύομαι σε τέτοιο βαθμό ένα ανάγνωσμα δεν βρίσκω λόγια για να το περιγράψω και να παροτρύνω όσους διαβάσουν τις γραμμές που γράφω γι’ αυτό, να το αναζητήσουν και να απολαύσουν την μαγεία του. Έτσι και τώρα. Δεν ξέρω τι άλλο να σας πω. Απλά, αγοράστε το και αφήστε τον συγγραφέα του να σας μιλήσει για εκείνα τα χρόνια… αξίζει πολλαπλά κάθε λεπτό που θα του αφιερώσετε! Καλή ανάγνωση!
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
Κάθε που μετρούσε τα παιδιά του ο μπαρμπα-Γιώργης ο Μαυράκος τα έβρισκε εννιά· εφτά αγόρια, δυο κορίτσια. Μα ήρθε κάποτε ο πόλεμος και η γερμανική κατοχή· οι αριθμοί άλλαξαν, η φαμελιά του φυλλορροούσε σαν τα πλατάνια στην καρδιά του χειμώνα. Πολλά άλλαξαν… Ο ένας γιος του, ο Μηνάς, σήκωσε παντιέρα κι έβαλε στόχο να εκδικηθεί τους αδικοχαμένους αδερφούς. Μάνιασε ο γέρος και τον έδιωξε από το σπίτι. Κι ύστερα… Δίνη ο πόλεμος, λαίλαπα η ζωή, που τον παρέσυρε στο διάβα της. Βγήκε στο βουνό και έγινε αντάρτης με τον ΕΛΑΣ. Η καρδιά του στην πόλη, έξω από το σπίτι της Κρινιώς, να παραφυλάει μήπως και τη δει. Μα στεκότανε μακριά, πολύ μακριά, τόσο, ώστε να μην κινδυνεύει από τον Διονύση, τον ορκισμένο εχθρό του και αδερφό της.