Ήταν ένα χειμωνιάτικο βράδυ, που ο Θεός είχε ανοίξει τους κρουνούς του ουρανού, όταν έφτασε σε ένα μικρό χωριό της Αιτωλοακαρνανίας, λίγα χιλιόμετρα μακριά από το Αιτωλικό, ο Δημήτρης Καλοβερνάς.
…
Άτομο είκοσι επτά περίπου ετών -τόσο τον υπολόγιζε- ψηλός, αδύνατος αλλά μυώδης, με κοντοκουρεμένα μαύρα μαλλιά και καλοσχηματισμένο, αν και λίγο αγριωπό πρόσωπο, που η αξυρισιά των πεντέξι ημερών που κουβαλούσε πάνω του το έκανε να φαίνεται ακόμη πιο τραχύ.
…
Το γεγονός δε ότι με τέτοιο χαλασμό εκείνος κυκλοφορούσε με ποδήλατο -κατά τα λεγόμενά του είχε ξεκινήσει πριν λίγες μέρες από την Αθήνα- έκανε τη φιγούρα του ακόμα πιο αινιγματική, ακόμα πιο μυστηριώδη. Λόγω της δυνατής βροχής ο Δημήτρης αναγκάστηκε, ενάντια στα σχέδιά του που ήταν να συνεχίσει τον δρόμο του μέχρι την Πρέβεζα, να περάσει το βράδυ του στο μικρό εκκλησάκι του Αγίου Λαζάρου, στο νεκροταφείο του χωριού.
Η επόμενη μέρα που ξημέρωσε ήταν χαρά Θεού, ως προς τις καιρικές συνθήκες όμως μόνο! Όλο το χωριό ήταν ανάστατο. Η έκρηξη μιας φιάλης υγραερίου, η πυρκαγιά που ακολούθησε, η καταστροφή ενός αρχοντικού και κυρίως ο τραγικός θάνατος του ιδιοκτήτη του, διατάραξαν την ήσυχη, νωχελική ζωή των κατοίκων του χωριού. Τα θύματα θα ήταν τρία αν η γυναίκα και η κόρη του άρχοντα, η Αγγελική, δεν έλειπαν στην Αθήνα.
Το συμβάν θεωρήθηκε στην αρχή ατύχημα, όμως ο Καλοβερνάς είχε κάποια στοιχεία στην διάθεσή του που ανέτρεπαν αυτή την πρώτη εκτίμηση… Δυο φιγούρες μπροστά στο εκκλησάκι που πέρασε το βράδυ του, κάποιοι ψίθυροι που μιλούσαν για εγκληματική ενέργεια. Θέλοντας να βοηθήσει το έργο της αστυνομίας και της δικαιοσύνης ανέφερε στον μοναδικό αστυνομικό του τμήματος όσα είχε ακούσει αλλά για κακή του τύχη βρέθηκε ο ίδιος μπλεγμένος. Μια απροσεξία πριν μερικά χρόνια είχε προκαλέσει φωτιά στην εξοχή όπου κάηκαν μερικοί θάμνοι, ξερόχορτα και δυό πεύκα. Τότε είχε αθωωθεί, όμως τώρα το μάτι του νόμου τον κοιτούσε σκοτεινιασμένο σκεπτικά… Μέχρι να διαλευκανθεί η υπόθεση θεωρούνταν ύποπτος και έπρεπε να παραμείνει στην περιοχή. Η Πρέβεζα αναγκαστικά θα περίμενε και για λίγες μέρες κατάλυμά του θα ήταν η σκηνή του δίπλα στην ακροποταμιά.
Ο νόμος μεν ακόμα δεν είχε αποφανθεί, η κοινή όμως γνώμη τον θεωρούσε υπεύθυνο του εμπρησμού και του θανάτου του άρχοντα πιστεύοντας ότι έβαλε φωτιά προσπαθώντας να καλύψει τα ίχνη της κλοπής που είχε υποτίθεται διαπράξει στο πλούσιο σπίτι. Λίγες μέρες αργότερα οι κατηγορίες αποσύρθηκαν και το ελεύθερο να αποχωρήσει από το χωριό, δόθηκε στον ήρωά μας. Όμως ο Δημήτρης είχε βρει ήδη εκεί αυτό που αναζητούσε. Μια δουλειά απλή, χωρίς να χρειάζεται να σπάει το μυαλό του κάθε ώρα και στιγμή, ακριβώς το αντίθετο από την προηγούμενη εργασία του ως υψηλόβαθμο στέλεχος σε πολυεθνική εταιρία. Η οικονομική κρίση τον είχε αναγκάσει να αλλάξει στάση ζωής, αναζητώντας στην επαρχία ένα λιτό και πιο ανθρώπινο τρόπο να ζει από αυτόν στην πρωτεύουσα και στις μεγάλες επιχειρήσεις.
Η Αγγελική, ο έτερος πρωταγωνιστικός πόλος της ιστορίας μας, μετά τον θάνατο του πατέρα της έχασε σε σύντομο χρονικό διάστημα και την μητέρα της από οξεία λευχαιμία, ή τουλάχιστον έτσι ελέχθη. Έτσι από τον ρόλο της μοσχαναθρεμμένης μοναχοκόρης που δεν χρειαζόταν να αγωνιά και να αγωνίζεται για τίποτα, βρέθηκε μόνη της, απελπισμένη, βλέποντας για πρώτη φορά μπροστά της τον καθημερινό ανήφορο της επιβίωσης στο βουνό της ζωής.
Οι δυο πορείες αυτών των νέων είχαν μοναδικό κοινό σημείο ένα θάνατο, μια δολοφονική ενέργεια. Όμως να που άρχισαν σιγά σιγά να συγκλίνουν μέχρι που πλησίασαν η μία την άλλη αποκτώντας κοινό ορίζοντα, κοινή κατεύθυνση, και κοινά όνειρα! Πως θα εξελιχθούν όμως τα πράγματα όταν η μοίρα δεν έχει πει την τελευταία της λέξη; Ποιόν ρόλο θα παίξει ο δάσκαλος Χριστόφορος Φώντακας στην εξέλιξη της ιστορίας; Όλα αυτά θα τα μάθετε όταν διαβάσετε «Το χαμόγελο του φεγγαριού» του Γεράσιμου Καρέλα που κυκλοφόρησε το 2013 από τις εκδόσεις Ιβίσκος.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
Ο Δημήτρης απολύεται λόγω κρίσης από την επιχείρηση όπου εργαζόταν και, στην προσπάθειά του να επιβιώσει, εγκαταλείπει τα πάντα πίσω του και περιοδεύει στην επαρχία με το ποδήλατό του για να βρει δουλειά.
Όμως, η μοίρα τον κυνηγά και εκεί. Ένα βράδυ, θα βρεθεί στο λάθος σημείο, τη λάθος ώρα, όπου μια αδυσώπητη πυρκαγιά ξεσπά και αφανίζει το σπίτι και τον πατέρα της Αγγελικής.
Η πυρκαγιά θεωρείται εμπρησμός και ο Δημήτρης είναι ο Νο1 ύποπτος. Αλλά και η Αγγελική, ράκος από την καταστροφή, γυρνά στα γνώριμα μονοπάτια των ναρκωτικών και ο κατήφορός της δεν έχει τέλος.
Ο αμοιβαίος πόνος θα φέρει κοντά τους δύο νέους. Ο Δημήτρης, από ύποπτος για τη φωτιά στο σπίτι της Αγγελικής, γίνεται το απαραίτητο στήριγμα και ο ιδανικός σύντροφος στον αγώνα της να ξεπεράσει τα αδιέξοδά της.
Όμως η ζωή δεν θα διστάσει να δοκιμάσει ξανά και ξανά την εύθραυστη ευτυχία τους.
Ένα ψυχογραφικό μυθιστόρημα γεμάτο κοινωνικές αλλά και υπαρξιακές ανατροπές που ξεδιπλώνεται στην ταραγμένη Ελλάδα του σήμερα.