Ο εξαίσιος αγιογράφος – ζωγράφος και προικισμένος συγγραφέας, Φώτης Κόντογλου, γεννήθηκε στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας το 1895. Εκεί έζησε μέχρι το 1922, όπου σε ηλικία 27 ετών -λόγω των γεγονότων- πέρασε στην Μυτιλήνη, και κατόπιν στην Αθήνα, ξεκινώντας έτσι την ζωή του στην Ελλάδα. Ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες που προσέφερε τα μάλα στην τέχνη και τα γράμματα παραμένοντας ως το τέλος του -το 1965- απλός, σεμνός και ταπεινός.
Την ιδιαίτερη πατρίδα του -το λατρεμένο του Αϊβαλί- δεν την ξέχασε ποτέ. Και πως να την ξεχάσει, άλλωστε, αφού εκεί έζησε το πρώτο μισό -σχεδόν- της ζωής του. Σε αυτόν τον ευλογημένο τόπο με τις 40.000 ψυχές απλών, καλόκαρδων και ευγενικών ανθρώπων είναι αφιερωμένο το βιβλίο του: «Το Αϊβαλί η πατρίδα μου». Πρώτη χρονολογία έκδοσης του, ήταν το 1962 και από τότε έχουν ακολουθήσει πολλές απαράλλακτες εκδόσεις του έως το 2001. Το 2009 ανέλαβε την επανακυκλοφορία του ο εκδοτικός οίκος Άγκυρα, σε μια έκδοση στην οποία έχουν γίνει μόνο ορισμένες επιβεβλημένες ορθογραφικές διορθώσεις διατηρώντας όμως τον πολυτονικό τονισμό των λέξεων, προς τέρψη των εραστών της παράδοσης.
Πρόκειται για μια εξαίσια συλλογή 46 λαμπρών διηγημάτων με πρώτο και καλύτερο εκείνο για τον Άγιο Γεώργιο τον Χιοπολίτη, πολιούχο των Κυδωνιών. Κέντρο όλων αυτών των μικρών ταξιδιών στις θύμησες του Κόντογλου, τι άλλο, το Αϊβαλί…
…
Η πολιτεία είναι χτισμένη απάνου στην ακρογιαλιά της Ανατολής, ίσια-ίσια αντίκρυα στο Ταλιάνι, μ’ άλλα λόγια βλέπει κατά το μέρος που βασιλεύει ο ήλιος το καλοκαίρι. Ελληνικά τη λένε Κυδωνίαι και τούρκικα Αϊβαλίκ, που θα πει Κυδωνότοπος, επειδή τότες που ήτανε ακόμα άγριο ρουμάνι, πριν να χτιστούνε τα σπίτια, αυτό το μέρος ήτανε γεμάτο αγριοκυδωνιές.
…
Έτσι όπως παρέλαυναν από την καρδιά του, που τα νοσταλγούσε, έτσι τα πέρναγε στο χαρτί. Απλά, χωρίς φιοριτούρες και στολίδια. Αχρείαστα τα στολίδια αφού όπως έλεγαν, όσοι είχαν ζήσει εκεί, ο τόπος θύμιζε παράδεισο! Από την ψυχή του Κόντογλου και μέσω του βιβλίου φτάνουν σε εμάς τόποι όπως: Τα Μοσκονήσια, η αρχαία Ποροσελήνη, η Νησοπούλα, η Γλώσσα. Αλλά και μοναστήρια όπως της Αγίας Παρασκευής, εκκλησίες και εξωκλήσια σαν του Αγίου Γεωργίου του Χιοπολίτη και της Αγίας Κυριακής, γεμίζοντας τις σελίδες και την ατμόσφαιρα με την ευωδιά της Ορθοδοξίας όπως γέμιζαν και τον τόπο του.
Η θάλασσα; Σημαντικό κομμάτι στην καρδιά του μαζί με τα διαφόρου είδους ιστιοφόρα πλεούμενα -μικρά και μεγάλα- που την όργωναν τα χρόνια που ζούσε εκείνος στο Αϊβαλί. Ξέχειλες οι σελίδες από τα ψηφία -όπως έλεγε τα γράμματα- που περιγράφουν πράγματα που έζησε ή που άκουσε να διηγούνται άλλοι, και τα πέρασε στο χαρτί για να τα σώσει από την λήθη. Συντοπίτες του που για κάποιο λόγο του είχαν μείνει στο μυαλό και θέλησε να τους χαρίσει την αθανασία μέσα από τα γραπτά του…
…
μάζεψα κάμποσους ανθρώπους όπου είχανε κάποια έμορφη ιδιοτροπία στη ζωή τους, και που ζήσανε χωρίς να ‘χουνε καμιά αισθητική συνταγή στο κεφάλι τους, δηλαδή δίχως να σκηνοθετήσουνε τη ζωή τους. Ότι κάνανε, το κάνανε απροσποίητα, φυσικά, και γι’ αυτό ήτανε αληθινό και ζωντανό.
…
…όπως: Ο καπετάν Στέλιος, ο Βασίφ-εφέντης, ο Παναγής ο Στρίγκαρος, ο Αλέξης ο τσομπάνης, ο καπετάν Ράγκος και τόσοι τόσοι άλλοι.
Γιορτές γεμάτες χαρά: τα Χριστούγεννα, η Πρωτοχρονιά, τα Φώτα, οι Απόκριες…
…
Δεν πέρασε πολύ ώρα, κι ο Ζευς έπιασε και χόρευε τον Κιόρογλου με δυό μαχαίρες να φοβάσαι. Η Αθηνά χόρευε το ζεϊμπέκικο με τον Απόλλωνα, ο Ποσειδών χόρευε καρσιλαμά με την Αφροδίτη, κ’ η Ήρα, πριν σηκωθεί να χορέψει με τον Ήφαιστο, απίθωσε το μπαλσαμωμένο το παγώνι, που είχε κοντά της, απάνω στο κεφάλι του Τούρκου που χτυπούσε το νταβούλι. Ο Ερμής μάλωσε με τον Έρωντα, κ’ έσπασε το κηρύκιο απάνω στο κεφάλι του!
…
…αλλά και η Πρωτομαγιά!
Συνηθισμένοι οι αναγνώστες να βρίσκουν στα βιβλία, τα σχετικά με την Μικρά Ασία, μόνο πόλεμο, ξεσηκωμό, πόνο και θλίψη θα παραξενευτούν από το «Το Αϊβαλί η πατρίδα μου», του Φώτη Κόντογλου. Θα ακούσουν – διαβάσουν για ένα όμορφο τόπο, με όλα τα καλά του θεού, και πάνω απ’ όλα γεμάτο ηρεμία και πρόσχαρους ανθρώπους. Αυτός, εξάλλου, είναι και ο σκοπός του συγγραφέα. Να μας γνωρίσει την πατρίδα του όπως ήταν πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή. Μοναδικό παραπάτημα του το διήγημα Μοιρολόι, όπου ξεσπά ο πόνος του για τον ξενιτεμό από τα χώματα της…
…
Τι να σημειώσω στο χαρτί χωρίς να κατρακυλήσει κ’ ένα ζεματιστό δάκρυ, να λιώσει τα ψηφία; Τ’ όνομα σου; Ή κατά που έπεφτε η αγιασμένη μεριά, που βρισκόσουν μια φορά, απάνου στην απέραντη επιφάνεια της γης. Σα βάζω με το νου τις χρυσές μέρες σου που χαθήκανε, πιάνεται η καρδιά μου. Ήτανε όνειρο μαθές; Ήτανε πλάνεμα μαγικό; Τι είναι λοιπόν αυτός ο κόσμος; Ρωτώ ύστερ’ από τόσους και τόσους που το ρωτήξανε. Αγαπημένη γωνιά!
…
Μαζί με όλα τα προηγούμενα, ο Φώτης Κόντογλου, πρόσφερε την αφθαρσία -που παρέχει ένα βιβλίο- και στην γλώσσα της περιοχής που μιλούσαν εκείνη την εποχή. Μια γλώσσα που περιείχε τόσο τούρκικες όσο και αρχαιοελληνικές λέξεις κολλημένες σαν πολύτιμους λίθους πάνω στο περιδέραιο της νεοελληνικής γλώσσας. Η ανάγνωση των γραπτών του είναι μοναδική απόλαυση και εμπειρία.
Στις γραμμές, όμως, αυτών των διηγημάτων θα βρείτε και πάμπολλες δόσεις σοφίας άλλοτε δοσμένης απευθείας και άλλοτε μέσω μικρών ιστοριών – παραδειγμάτων. Κάτι που θυμίζει τον τρόπο γραφής του Καζαντζάκη και δίνει στο ανάγνωσμα ακόμα μεγαλύτερη αξία.
Για όσους θέλουν να γνωρίσουν τον ευλογημένο τόπο της Μικράς Ασίας όπως ήταν πριν την Καταστροφή, ο Φώτης Κόντογλου θα σταθεί πρόθυμος και μοναδικός ξεναγός. Μέσα από τα μάτια του θα ανακαλύψετε έναν επίγειο παράδεισο, πλήθος αξιολάτρευτων ανθρώπων και κομμάτια σοφίας που θα σας βοηθήσουν να αναλύσετε την ζωή μέσα από ένα διαφορετικό -πιο καθάριο και αληθινό- πρίσμα. Καλή ανάγνωση!
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
Σε τούτη τη συλλογή διηγημάτων του, ο κυρ Φώτης Κόντογλου αναπολεί και καταγράφει γεγονότα και ιστορίες της λατρεμένης πατρίδας του, τ’ Αϊβαλιού. Της μικρής πολιτείας, όπου έζησε τα νεανικά του χρόνια, που είναι κρυμμένη κάπου εκεί μες στα μπουγάζια και τις ακρογιαλιές της βλογημένης Ανατολής.
Θρηνώντας την απώλειά της, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και τον ερχομό του στην Ελλάδα, μας μιλάει νοσταλγικά για τους «αρχαίους ανθρώπους» της, μας διηγείται με αυθόρμητη ειλικρίνεια τις προσωπικές ιστορίες τους, πότε για αγίους, πότε για απλοϊκούς ξωμάχους, μα κάποτε και για κακούργους και ληστές.
Ως γνήσια ανατολίτικη ψυχή, γίνεται συχνά κήρυκας της απλότητας, της φυσικότητας. Με το πλούσιο εσωτερικό του θησαύρισμα μας μεταγγίζει ανεπαίσθητα τη γλυκιά ειρήνη της φύσης. Μας μιλά για μια γαλήνη μυστική, που ο ίδιος βίωσε, επιζητώντας άλλοτε τη μοναξιά μέσα σε όμορφα τοπία της πατρίδας του και άλλοτε παρατηρώντας ακόμα και τις πιο απλές και ασήμαντες παρουσίες της φύσης και ιδιαίτερα της αγαπημένης του θάλασσας.
Συνδυάζει με επιτυχία μέσα του την ανατολίτικη μακαριότητα απέναντι στο φαινόμενο της ζωής με τη δική του στοχαστική ιδιοσυγκρασία, η οποία τον οδηγεί συχνά σε θρησκευτική κατάνυξη, όταν αποκαλύπτεται μπροστά του «η άβυσσος της θεϊκής αρμονίας του κόσμου». Ενυπάρχει έτσι μέσα στο λόγο του και η εκστατική φωνή του καλλιτέχνη, του αγιογράφου, που αποκαλύπτεται ταπεινά και αβίαστα μπροστά στην ομορφιά και το μυστήριο της φύσης.