Τρεις ζωές, τρεις γυναίκες, τρία ονόματα. Η Μήτση, η Μάρα και η Σάρα. Τρεις δρόμοι με εντελώς διαφορετική αφετηρία που κάποια στιγμή συναντήθηκαν και αποφάσισαν να κινηθούν πλέον σε μια κοινή πορεία, παράλληλα, ο ένας δίπλα στον άλλο, ο ένας στηρίζοντας τον άλλο.
Η Μήτση, η δυναμική: γεννήθηκε στην Ξάνθη. Όταν συναντήθηκε με την Μάρα και τη Σάρα ήταν γύρω στα είκοσι πέντε της χρόνια. Έμεινε νωρίς ορφανή από πατέρα, μιας και τον έχασε σε εργατικό ατύχημα σε ηλικία μόλις ενός έτους. Στα έξι της απέκτησε πατριό, ο οποίος είχε ένα γιο από τον πρώτο του γάμο. Από αυτόν τον “αδελφό”, μικρό κορίτσι ακόμα, ένοιωσε πρώτη φορά την αντρική βία στο πετσί της. Έξι χρόνια αργότερα, στα δώδεκα της, έχασε και την μητέρα της, την ημέρα ακριβώς που πήρε το απολυτήριο του δημοτικού. Με την αρωγή του πατριού της -προς μεγάλη δυσαρέσκεια του γιου του- συνέχισε το σχολείο κρατώντας ταυτόχρονα και το νοικοκυριό του σπιτιού! Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τα χρόνια πέρασαν μέχρι που κάποια ημέρα -η Μήτση ήταν στην δευτέρα λυκείου- το κάθαρμα ο “αδελφός” της, την βίασε μαζί με δύο φίλους του. Όταν δύο κοντινοί της άνθρωποι, την συμβούλεψαν να το κρατήσει κρυφό και να συνεχίσει τη ζωή της γιατί αλλιώς θα έβγαινε χαμένη, εκείνη το έσκασε από το σπίτι και βρέθηκε με χίλιες προφυλάξεις στην Θεσσαλονίκη, όπου άρχισε να χτίζει με πόνο, δάκρυ και θυσίες την νέα της ζωή…
Η Μάρα, η Barbie: γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη καμιά δεκαριά χρόνια πριν γεννηθεί η Μήτση και περίπου μια πενταετία μετά την γέννηση της Σάρας. Μοναχοκόρη, όχι όμως και μοναχοπαίδι, μιας ιδιαιτέρως ευκατάστατης οικογένειας, μεγάλωσε από μικρή έτσι ώστε να φέρνει εις πέρας τον διακοσμητικό ρόλο για τον οποίον την προόριζαν. Στην αρχή ζωντανό μπιμπελό στο σπίτι των γονέων της και κατόπιν σε εκείνο του συζύγου της. Οι δικοί της, υπερόπτες, κρύοι, χωρίς πραγματικά αισθήματα, κανονικοί υπηρέτες της βιτρίνας τους, επέτρεψαν στην κόρη τους να σπουδάσει στο εξωτερικό μόνο και μόνο επειδή έτσι έκαναν όλες οι κόρες των “καλών” οικογενειών! Εκεί, στην Αγγλία, εμφανίστηκε ο Χριστόφορος, ο μελλοντικός σύζυγος της. Ένας κοινός προικοθήρας τον οποίο κατάφερε να παντρευτεί παρόλες τις αντιρρήσεις του πατέρα της. Τα μαύρα σύννεφα όμως δεν άργησαν να καλύψουν την πλαστή ευτυχία που στηρίχτηκε στην επιπολαιότητα από την μία μεριά και στο συμφέρον από την άλλη…
Η Σάρα, η ήρεμη: Εβραία στην καταγωγή, με τους παππούδες και τα αδέρφια του πατέρα της να έχουν αφήσει την τελευταία τους πνοή στο Άουσβιτς. Εκεί ήταν και το μόνο μέρος που είχε ταξιδέψει ποτέ η Σάρα. Δεν είχε κάνει ποτέ κάποιο άλλο ταξίδι, δεν είχε πάει ποτέ διακοπές! Μεγαλωμένη στο συντηρητικό περιβάλλον μιας οικογένειας κολλημένης στις παραδόσεις, θεωρούσε ως διακοπές από την καθημερινότητα, τις ευκαιρίες που της δίνονταν να συντρέξει έναν συνάνθρωπο της· να τον βοηθήσει ή τουλάχιστον να απαλύνει τον πόνο ή την στενοχώρια του. Με αυτό τον αλτρουιστικό τρόπο ζωής γέμιζε η Σάρα ενέργεια και δύναμη.
Οι δρόμοι των τριών συναντήθηκαν, όταν ένα βράδυ κάποιοι τσαντάκηδες έκλεψαν την τσάντα της Μάρας. Μπροστά στο συμβάν έτυχε να βρίσκεται η Μήτση, που τους ανάγκασε να πέσουν από την μηχανή τους. Αυτό δυστυχώς είχε σαν αποτέλεσμα τα αποβράσματα αυτά, να ξυλοκοπήσουν άγρια τις δύο γυναίκες και να τις παρατήσουν αιμόφυρτες στην τύχη τους. Στο νοσοκομείο που τις μετέφεραν εργαζόταν η Σάρα ως νοσοκόμα, η οποία και ανέλαβε την φροντίδα τους από την πρώτη στιγμή. Έτσι οι τρεις ζωές ήρθαν η μια κοντά στην άλλη, την στιγμή ακριβώς που η κάθε μια από αυτές ξεχωριστά είχε για πολλούς και διάφορους λόγους απόλυτη ανάγκη ένα στήριγμα.
…
Έτσι, σταδιακά, συχνά επώδυνα, με μερικά κομμάτια που συμπλήρωναν το παζλ, οι τρεις μας, οι τόσο διαφορετικές μεταξύ μας, χτίζαμε τη φιλία μας. Ζεσταίναμε το χειμώνα με τα γέλια και τα δάκρυα, με τους καπνούς των τσιγάρων και τα ποτήρια με το αλκοόλ σε συναντήσεις όσο συχνές επέτρεπαν τα διαφορετικά μας ωράρια και η διαφορετική μας ζωή. Και θεωρήσαμε πως είχαμε βρει η καθεμιά το αποκούμπι που θα της έκανε τη ζωή λίγο πιο εύκολη, τα προβλήματα λίγο πιο υποφερτά. Όχι, λύσεις δραστικές δεν υπήρχαν. Ελπίδα περισσότερο διαφαινόταν, κι αυτό γιατί νιώθαμε πως παίρναμε δύναμη η μια από τις άλλες.
…
Με την κάθε μια από τις τρεις ηρωίδες της Λιάνας Τσιρίδου να παίρνει διαδοχικά τον λόγο, δημιουργείται μια νοητή σπειροειδής πορεία στην εξέλιξη της ιστορίας -που κυλά γοργά και αβίαστα- με αρκετές αναδρομές που καλύπτουν τα γεγονότα -τις ζωές τους- πριν την μεταξύ τους γνωριμία. Πως θα μπορέσει η κάθε μια τους να επηρεάσει την πορεία της ζωής των δύο άλλων φιλενάδων της θα το μάθετε όταν βρεθείτε με το «Τέλος παρτίδας» ανά χείρας. Οι τρεις αυτές ηρωίδες έχουν πολλές ενδιαφέρουσες πτυχές στον χαρακτήρα τους που δίνουν στην μυθιστορία εκτός από την ψυχαγωγική πλευρά και μία διδακτική. Κινούμενες στην εποχή μας, φανερώνουν σε διάφορες περιπτώσεις την πιο πιθανή κατάληξη μιας πορείας που έχει χαραχτεί από συγκεκριμένες ενέργειες και αποφάσεις.
Ο ανάλαφρος τρόπος γραφής, οι καλά σκιαγραφημένοι ήρωες και η ενδιαφέρουσα πλοκή είναι τα τρία πιο δυνατά σημεία του βιβλίου. Αν σε αυτά προσθέσεις και το διόλου αναμενόμενο τέλος, τότε καταλαβαίνεις ότι έχεις στα χέρια σου ένα βιβλίο που αξίζει να του αφιερώσεις κομμάτι του ελεύθερου χρόνου σου. Το «Τέλος παρτίδας», της Λιάνας Τσιρίδου, κυκλοφόρησε το 2013 από τις εκδόσεις Ιβίσκος και σας περιμένει στα βιβλιοπωλεία για να αφήσει το δικό του χνάρι στον αναγνωστικό σας περίπατο στην σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία. Καλή ανάγνωση!
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
Στο γύρισμα του αιώνα και της χιλιετίας. Στην πόλη που χάνει πια τους μύθους της και μετατρέπεται σε θαμπό σκηνικό για καθημερινές ιστορίες. Στο αστραπιαίο πέρασμα μιας στιγμής, στην ανάσα μιας σύμπτωσης έρχεται η συνάντηση τριών γυναικών.
Σε όλα είναι διαφορετικές. Η νεαρότερη, η Μήτση, από νωρίς ορφανή και πρόωρα μεγαλωμένη μέσα από τις δυσκολίες της. Η δεύτερη, η Μάρα, αστικής καταγωγής και αναθρεμμένη μέσα στο ροζ συννεφάκι του πλούτου και της ομορφιάς της. Η τρίτη, η Σάρα, η ανιδιοτελής και δοτική Εβραία, παγιδευμένη σε κανόνες ζωής που δεν επέλεξε.
Το μόνο τους κοινό στοιχείο: η εμπειρία της αντρικής βίας, σωματικής ή ψυχολογικής, ομολογημένης ή ανομολόγητης, από εχθρούς ή από αγαπημένους, που λεκιάζει τον καμβά της ζωής τους και βαραίνει το επόμενο βήμα τους.
Η φιλία που αναπτύσσεται μεταξύ τους δεν είναι ανέφελη, δεν είναι αναίμακτη, δεν είναι ευθύγραμμη. Μα είναι επίμονη. Καταφέρνει να γίνει φωλιά και στήριγμα για την καθεμιά…Σ’ αυτήν προσπαθούν να βρουν τη δύναμη που χρειάζονται για τις μικρές ή μεγάλες αλλαγές στη ζωή τους. Οι Δευτέρες τους, οι μέρες που πιο πολύ συναντιούνται, σύντομα γίνονται ανάσα, αντίδοτο σε ό,τι τις πνίγει.
Πώς θα τελειώσει η παρτίδα της ζωής τους; Ποιος θα καθορίσει το τέλος; Οι λογικές αποφάσεις, η πραγματικότητα γύρω τους ή τα σκοτεινά τους κομμάτια; Το παρελθόν που ζητάει να επιβεβαιωθεί ή τα θαμμένα συναισθήματα που ψάχνουν τρόπο να βγουν στο φως της μέρας;