1935, Βαγία, Αίγινα
…
Το 1935 η Βαγία είχε έξι σπίτια όλα κι όλα. Ήτανε το πιο μικρό χωριό της Αίγινας, ίσως και του κόσμου. Στο βοριά, η θάλασσα έφτανε ίσαμε το λιμάνι του Πειραιά, δύο ώρες με τη βενζίνα, με καλό καιρό φυσικά. Στο νοτιά στέκανε τα βουνά μας, ασάλευτοι φρουροί, ο γελαστός Προφήτης Ηλίας κοντά στο φαλακρό αδέλφι του το βουνό του Ραπανά. Στο βάθος, φόντο, ο Κοταρίνος, καταπράσινος χειμώνα καλοκαίρι, και στην κορυφή του άσπρος ο ναός της Αφαίας.
Ένας φοίνικας, μόνος του στην όχθη της Λήμνου, μιας λίμνης με πολλά βούρλα, είχε γίνει αιτία να ονομαστεί το χωριό μας Βαγία, μια και βάγια τα κλαριά του.
…
Ένα από αυτά τα έξι σπίτια είναι και αυτό της οικογένειας του δωδεκάχρονου Παναγιώτη. Ενός μικρού διαβολάκου που κάνει μεγάλα όνειρα για το μέλλον του. Κυρίαρχο είναι αυτό, του να φύγει από το μικρό χωριό -δεν τον χωρά ο τόπος- και να γίνει δάσκαλος.
Την προηγούμενη χρονιά, στο χωριό τους ήρθε και πέρασε τις διακοπές της -νοικιάζοντας το σπίτι των Χαλδαίων, της οικογένειας του Παναγιώτη- η οικογένεια του καθηγητή Αϊβαλιώτη. Η μικρή κόρη, η Ζωή, είχε γίνει η καλύτερη φίλη του Παναγιώτη. Φέτος επρόκειτο να ξαναέρθουν.
Οι Αϊβαλιώτηδες είχαν τρεις κόρες, ενώ τα μέλη της φαμίλιας των Χαλδαίων ήταν οκτώ· η μάνα και επτά παιδιά, τρία κορίτσια και τέσσερα αγόρια. Ο πατέρας είχε πεθάνει και από τότε προστάτης όλων ήταν ο Νίκος, ο μεγάλος τους αδερφός.
Και να, έφτασε η μέρα, που οι νοικάρηδες από την Αθήνα έφτασαν για να παραθερίσουν. Ιούλιος, Αύγουστος και Σεπτέμβριος. Τρεις ολόκληρους μήνες είχαν μπροστά τους τα δύο παιδιά -ο Παναγιώτης και η Ζωή- για να χαρούν ο ένας τη συντροφιά του άλλου, να παίξουν και φυσικά να κάνουν τις σκανταλιές τους. Όχι βέβαια ότι θα είναι μόνοι. Η παρέα τους μεγάλη και καλή!
…
Έχωσα τα δύο μου δάχτυλα μέσα στο στόμα μου και σφύριξα πολύ δυνατά. Ήταν το περσινό μας σύνθημα: Ελάτε. Σε λίγο μαζεύτηκε η παρέα στο μαγκανοπήγαδο. Όλοι κι όλοι ήμασταν έντεκα. Τα μεγάλα μας τ’ αδέρφια δεν έρχονταν μαζί μας και τα μικρά, σαν τη Βαγγελιώ μας, δε μας τα εμπιστεύονταν οι γονείς.
Ήταν ο Τζούβας, ο γιος του Κολοκούβαρου, δύο χρόνια μεγαλύτερος μου. Κι αυτόν Παναγιώτη τον είχανε βαφτίσει. Μικρός, έπιασε το αναμμένο μαγκάλι και κάηκε κι όλοι του έλεγαν, για να μην πλησιάζει τις φωτιές, μη τζουβ τζουβ… και του ‘μεινε το παρανόμι Τζούβας. Η αδελφή του η Λέλα ήταν η καλύτερη μου φίλη, μετά τη Ζωή φυσικά. Μαζί πηγαίναμε σχολείο, στην ίδια τάξη, τη βοηθούσα στα μαθήματα. Ήταν κι οι δυο Θοδωρήδες, παιδιά των αδελφών Σολωμών, δηλαδή πρώτα ξαδέλφια, κι έμοιαζαν σαν αδέλφια, σαν να ‘τανε μπινιάρηδες. Κι ο Νίκος ο χοντρός, δέκα χρονώ και χοντρός, αδελφός του Θοδωρή του μπαρμπα-Σπύρου, κι η Σταματίνα, δέκα χρονώ κι αυτή, αδελφή του άλλου Θοδωρή. Η Πόπη του Τομάρα, η «κολλιτσίδα», όλο μας μάνιζε κι έλεγε πως δε θα μας ξανακάνει παρέα κι όλο έτρεχε από πίσω μας. Καμιά φορά παίρναμε μαζί μας τις δυο μικρές της Σημέλας, την Ελένη και τη Σοφία, και τις προσέχαμε να μην πνιγούνε.
…
Η Ζωή και ο Παναγιώτης, δεν θέλει ρώτημα, ήταν αυτοκόλλητοι. Η αγάπη του ενός προς τον άλλον περίσσευε. Εκείνος για να της δείξει τα αισθήματά του μέχρι και σπίτι της έχτισε… πάνω στον Προφήτη Ηλία. Μην φανταστείτε τίποτα ψεύτικο… όχι βέβαια… και τοίχους είχε, και σκεπή, πόρτα, όχι όμως και παράθυρα, αλλά είχε και μια σημαία στο πιο ψηλό σημείο του!
Για το όνειρο του Παναγιώτη σας έχω ήδη πει. Η νεαρή δωδεκάχρονη κυρία, όταν μεγαλώσει, θέλει να γίνει ηθοποιός και να παίζει στο θέατρο. Προς το παρόν ξεδιπλώνει το ταλέντο της στις σχολικές παραστάσεις, το χειμώνα. Το δε καλοκαίρι, έχει εντάξει το θέατρο στα παιχνίδια της παρέας. Εκείνη γράφει το έργο, το σκηνοθετεί, αναλαμβάνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο, ενώ τα υπόλοιπα παιδιά αποτελούν τον θίασο που πλαισιώνει την θαυμαστή ερμηνεία της.
Όλα τα όμορφα όμως περνούν γρήγορα, χωρίς να τα καταλάβεις, χωρίς να τα χορτάσεις. Κι όταν άρχισε να πλησιάζει η μέρα του αποχωρισμού, εκεί να δείτε πόνο και δάκρυα…
…
Αχ, Παναγιώτη, κι εγώ δε θέλω να φύγω. Δε θέλω να χωρίσουμε, είσαι ο καλύτερός μου φίλος, το ξέρεις. Το ‘πα και στην Ειρήνη, ρώτησέ την, και στη μαμά, κι όταν θα πάω στην Αθήνα, δε θα σε ξεχάσω ποτέ, κι εγώ δε θα τρώω και θ’ αδυνατίσω, μπορεί και να πεθάνω. Αχ, Παναγιώτη, θέλεις να πεθάνουμε μαζί;
…
Αντί να πεθάνουν, βρήκαν μια καλύτερη λύση. Θα έκαναν υπομονή, κι όταν μεγάλωναν λίγο ακόμη, θα παντρευόντουσαν. Καλού κακού βέβαια, έριξαν ένα πρόχειρο γάμο που ενορχήστρωσε όλη η παρέα, χωρίς φυσικά να το γνωρίζουν οι μεγάλοι. Όχι ότι άργησαν να το μάθουν… και τότε…
Το τι έγινε τότε, αλλά και σε όλη την διάρκεια εκείνου του καλοκαιριού, θα το μάθετε στις 164 σελίδες του βιβλίου «Τα στενά παπούτσια», της Ζωρζ Σαρή. Του θαυμάσιου αυτού προεφηβικού μυθιστορήματος που κυκλοφόρησαν το 1979 οι εκδόσεις Κέδρος, ενώ από το 1992 και μετά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.
Το εξαιρετικό αυτό ανάγνωσμα είναι ένα βιβλίο που η καθαρότητα του λόγου, η απλότητα της ιστορίας, και η μεγαλοσύνη των εικόνων της ελληνικής υπαίθρου -και των ανθρώπων της- της τότε εποχής, απαντάται σε κάθε του γραμμή. Ένα λογοτεχνικό έργο που γεμίζει τον αναγνώστη με το φως και τη δροσιά του.
Πιστεύοντας ότι θα το λατρέψουν τόσο τα μικρά όσο και τα μεγάλα -ως πολύ μεγάλα- παιδιά, σας προτείνω ανεπιφύλακτα να το αγοράσετε με την πρώτη ευκαιρία. Διαβάστε το και αφήστε τη αγαπημένη συγγραφέα -μέσα από τους ήρωες της- να αγγίξει το νου και την ψυχή σας. Δωρίστε το σε όσους μικρούς -αλλά και μεγάλους- θέλετε να προσφέρετε ένα άρτιο έργο της νεοελληνικής λογοτεχνίας που θα τους μαγέψει.
Το «Τα στενά παπούτσια», της Ζωρζ Σαρή, είναι κατά την άποψη μου όχι το συγκλονιστικότερο, αλλά το καλύτερο στο σύνολό του έργο της μεγάλης κυρίας των ελληνικών γραμμάτων. Κόσμημα για μια βιβλιοθήκη, υπέροχη ανάμνηση για τον αναγνώστη που το έχει διαβάσει και ωφέλιμη επήρεια για μικρούς και μεγάλους!
[grbk https://www.greekbooks.gr/zorz-sari.person%5DΑπό το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
Στη Βαγία, ένα γραφικό χωριουδάκι της Αίγινας. Η Ζωή, δώδεκα χρόνων κοριτσάκι, θα γνωρίσει τον Παναγιώτη, που είναι και αυτός δώδεκα χρόνων. Θα ταιριάξουν, θα γίνουν φίλοι, θα αγαπηθούν. Παίζουν μαζί, ονειρεύονται τα ίδια όνειρα -τα όνειρα όλων των παιδιών είναι ίδια. Όταν μεγαλώσουν, θα παντρευτούν, το πιο όμορφο όνειρο… 1936, μια χρονιά που οι άνθρωποι ζουν ανέμελα, μικροί και μεγάλοι. Η Ζωή και ο Παναγιώτης βιάζονται να μεγαλώσουν. Πιστεύουν πως και οι μεγάλοι είναι το ίδιο ευτυχισμένοι σαν τα παιδιά. Βιάζονται. Α, δεν έχει. Πρέπει να παντρευτούν φέτος, τώρα. Σκαρώνουν ένα γάμο… Παιδιά δεν είναι; Η Ζωή νύφη. Μα τα πράγματα θα εξελιχθούν κάπως αλλιώς…