Αποκαμωμένα από το πολύ παιχνίδι -μιας και το σχολείο έχει κλείσει για διακοπές- καθισμένα στο πεζούλι της εκκλησίας του χωριού τους, τα παιδιά αγναντεύουν το βουνό απέναντί τους.
…
Μια φωτιά σιγόκαιγε κάπου ψηλά. Ο Φάνης ήταν που την είδε -πάντα αυτός παρατηρούσε πρώτος όλες τις ομορφιές της φύσης.
– Βοσκοί θα την άναψαν, είπε.
Ξάφνου έγιναν τρεις οι φωτιές, χρυσές και μυστηριώδεις. Να, σημάδι πως ζούσαν άνθρωποι στην καρδιά του βουνού. Μα να ‘ταν άνθρωποι ή στοιχειά, όπως έλεγε η γιαγιά του Κωστάκη και τον τρόμαζε. Μαζί με τις φωτιές άναψε και η περιέργεια. Και μια μεγάλη λαχτάρα να βρεθούν όλοι οι φίλοι στο βουνό.
…
Αλήθεια, πόσο θα ήθελαν να βρισκόντουσαν εκεί πάνω στα ψηλά βουνά! Ο δάσκαλος τους το είχε πει καθαρά: θάρρος και πειθαρχία να είχαν και θα κατάφερναν ό,τι ήθελαν. Ακόμη και στο βουνό μόνοι τους θα μπορούσαν να πάνε κι εκεί θα μάθαιναν πράγματα που κανένα βιβλίο και κανένας άνθρωπος δεν θα τους μάθαιναν ποτέ!
Η πολυπόθητη στιγμή έφτασε. Εικοσιπέντε παιδιά με το ίδιο όνειρο ανυπομονούν να φτάσει η μέρα της αναχώρησης. Ο πατέρας του Αντρέα, ο κυρ Στέφανος ο μαραγκός, ήταν ο πρώτος που ξεκίνησε για τα βουνά. Ήθελε να προετοιμάσει το μέρος όπου θα έμεναν οι μικροί μαθητές. Θα έφτιαχνε οκτώ ξύλινες καλύβες. Οι υπόλοιποι γονείς και τα παιδιά θα ετοίμαζαν τα εφόδια που θα έπαιρναν μαζί τους. Όταν όλα θα ήταν έτοιμα, τρεις φωτιές θα φώτιζαν το βουνό. Αυτό θα ήταν το σύνθημα για την εκκίνηση.
Και η μεγάλη μέρα ξημέρωσε. Με τραγούδια και πειράγματα ξεκινούν, παρατηρούν, δε χορταίνουν να κοιτάζουν τις ομορφιές του τόπου τους. Ξαποσταίνουν σε βρύσες με γάργαρα νερά και όλες τους οι αισθήσεις πληρούν κι αγαλιάζουν. Με τον ερχομό του δειλινού φτάνουν στις καλύβες που τους έφτιαξε ο κυρ Στέφανος με τους υλοτόμους. Τα παιδιά ξεφορτώνουν τα μουλάρια και τρέχουν να διαλέξουν την καλύβα και τους συντρόφους που προτιμούν.
Γεμάτοι με πρωτόγνωρα συναισθήματα και εμπειρίες ξαπλώνουν να κοιμηθούν.
…
Παράξενη που ήταν η πρώτη τους νύχτα στο βουνό! Γεμάτη άστρα που μοιάζαν με κατάφορτα τσαμπιά στον ουρανό. Και είχε τη δική της μουσική να σπάζει τη σιγαλιά της σκοτεινιάς. Γρύλοι και κουδουνίσματα των κοπαδιών, αλλά μαζί και θόρυβοι παράξενοι, τριξίματα, πατήματα… Που να σε πιάσει εύκολα ο ύπνος όταν ξέρεις πως αυτοί είναι οι ήχοι της ερημιάς; Μες στο τόσο σκοτάδι τα παιδιά ανακάλυψαν πόσο χρειάζονταν το ένα το άλλο. Προς το χάραμα, οι ήχοι σαν να μαλάκωσαν κι ο ύπνος έγινε πιο γλυκός.
…
Την επόμενη μέρα τους περιμένουν πολλά. Όλοι θα πρέπει να εργαστούν για να καταφέρουν να ζήσουν στο βουνό. Την αρχή κάνει ο Αντρέας που θα τους μαγειρέψει πατάτες γιαχνί. Αναγνωριστικοί περίπατοι, κουβάλημα νερού, ζύμωμα ψωμιού, καθαριότητες, είναι κάποιες από τις δουλειές που ξεκινούν να κάνουν τα παιδιά. Κατά τη διάρκεια μιας εξερεύνησης, κάνουν και τους πρώτους τους φίλους. Το μικρό τσέλιγκα Τάσο και την μεγαλύτερη αδερφή του Αφρόδω, που τους μαθαίνουν πως από το γάλα να φτιάχνουν το τυρί, πως να γνέθουν το μαλλί και τόσα άλλα χρήσιμα! Επιστρέφοντας στην κοινότητά τους βλέπουν πως τα λαχανικά, που σαν παιχνίδι καθάριζαν πριν από λίγες ώρες, έχουν τώρα μεταμορφωθεί σε μυρωδάτο φαγητό. Ένα φαγητό, που σίγουρα θα είναι το πιο νόστιμο από όλα, μιας και το έφτιαξαν με τα ίδια τους τα χέρια.
…
Καθένας έκανε μια δουλειά από μόνος του, μα ήταν δουλειά για όλους. Αυτό είναι η κοινότητα. Ο ένας να εργάζεται για τους άλλους και οι άλλοι για τον ένα.
Έτσι, σιγά σιγά λοιπόν, άρχισαν να στήνουν σωστή πολιτεία. Φτιάξανε και πινακίδες για τις καλύβες κι αλλού έβρισκες το ΠΑΝΤΟΠΩΛΕΙΟΝ, αλλού το ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΕΙΟΝ και το ΛΑΧΑΝΟΠΩΛΕΙΟΝ… μέχρι και καφενείο και θέατρο σκαρφίστηκαν ν’ ανοίξουν.
…
Γεμάτοι με όρεξη για δουλειά και προσφορά τα παιδιά συνεχίζουν να ζουν στο δάσος και να συμβάλουν με κάθε τρόπο στο κοινό καλό. Με έργα και πράξεις και δουλειά βοηθούν να επιδιορθωθεί ο δρόμος που ενώνει τα δύο κοντινότερα χωριά, μια δουλειά που δεν αποφάσιζε κανείς να κάνει, μιας και όλοι πίστευαν πως το σωστό θα ήταν να τον επισκευάσει το άλλο χωριό.
Δίνουν τις πρώτες βοήθειες στον Κώστα που τον ξυλοφόρτωσαν δύο χωρικοί όταν τους έπιασε να κόβουν τα δέντρα του δάσους για να πουλήσουν τα ξύλα τους. Τα παιδιά μπαίνουν σε επιφυλακή και σταματούν την αποψίλωση του δάσους. Βουτούν στα γάργαρα νερά της Ρούμελης, ακολουθούν τα χνάρια του Φάνη για να τον βρουν, θαυμάζουν το ηλιοβασίλεμα από τον Αραπόβραχο. Η ζωή όμως στο βουνό δεν είναι μόνο ευχάριστες στιγμές. Θα πρέπει να αντιμετωπίσουν την αρρώστια του Φουντούλη που μέσα στη λαιμαργία του έφαγε όλα τα φρούτα μιας αγριαχλαδιάς!
Ξεχωριστή στιγμή είναι η επίσκεψη του δασάρχη. Ο ευγενικός φύλακας του δάσους θα τους προσφέρει το μετάλλιο δασικής προστασίας που πήρε η τάξη τους και θα τους μιλήσει για τους κινδύνους του δάσους…
…
Ο χείμαρρος που, άμα φουσκώσει νερό, δεν αφήνει τίποτα ζωντανό στο διάβα του, ούτε ανθρώπους ούτε χωράφια και σπαρτά. Μα ένας μόνο μπορεί να τα βάλει με τον χείμαρρο: το δέντρο που με τις ρίζες του κρατάει τα νερά και δεν τ’ αφήνει να λυσσάξουν.
– Τα δέντρα είναι που γλιτώνουν τους ανθρώπους από τις πλημμύρες, εξήγησε ο δασάρχης. Άμα όμως τα καίμε και τα ξεριζώνουμε, βρίσκει μονοπάτι ο χείμαρρος να ξαμολήσει τα νερά του και να καταστρέψει τα πάντα στον δρόμο του. Αυτό μόνο φτάνει να συλλογιστούμε κάθε που κόβουμε ένα δέντρο.
…
… και θα απαντήσει σε όλες τις απορίες τους.
Η ζωή των παιδιών συνεχίζεται στο δάσος γεμάτη με περιπέτειες και εμπειρίες που, όπως ακριβώς ο δάσκαλός τους είχε πει, δεν θα μάθαιναν από κανέναν άνθρωπο και σε κανένα βιβλίο. Πάνω από όλα έμαθαν ένα πολύ σημαντικό πράγμα. Να προσφέρουν όχι μόνο ο ένας στον άλλο αλλά και στο κοινωνικό σύνολο.
Το «Τα ψηλά βουνά» του Ζαχαρία Παπαντωνίου υπήρξε το πρώτο αναγνωστικό γραμμένο στην δημοτική γλώσσα και διδάχτηκε για σειρά ετών στα ελληνικά σχολεία. Οι εκδόσεις Μίνωας, μας το παρουσιάζουν στην πρώτη εικονογραφημένη έκδοσή του -τον Σεπτέμβριο του 2015- σε διασκευή της Χαράς Γιαννακοπούλου. Πρόκειται για ένα καταπληκτικό βιβλίο τόσο στο περιεχόμενο όσο και στην εικονογράφησή του. Η διασκευή έγινε ομολογουμένως με εξαιρετική προσοχή και σεβασμό, δίνοντας έτσι ένα άριστο αποτέλεσμα.
Το υπέροχο αυτό ανάγνωσμα είναι κάτι που έλειπε μιας και τόσο η θαυμάσια διασκευή όσο και η ωραία εικονογράφησή του, θα αποτελέσουν έναυσμα για να διαβάσουν τα ελληνόπουλα ξανά αυτό το εξαίσιο βιβλίο με τα τόσο σημαντικά, ουσιαστικά και πολύτιμα μηνύματα. «Τα ψηλά βουνά» του Ζαχαρία Παπαντωνίου με την εικονογράφηση των Θάνου Τσίλη και Ειρήνης Ζελέσκου και σε διασκευή της Χαράς Γιαννακοπούλου αποτελεί ένα πραγματικό θησαυρό που αξίζει να αποκτήσει το κάθε παιδί. Δωρίστε το με όλη σας την αγάπη!
[grbk https://www.greekbooks.gr/papantoniu-zaharias.person?filters=TotalSales&pageNo=1%5DΑπό το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
Τα Ψηλά βουνά κυκλοφόρησαν το 1918 και αποτελούσαν το πρώτο σχολικό αναγνωστικό στη δημοτική γλώσσα.
Η απλή αφήγηση και η ζωντανή γλώσσα του Ζαχαρία Παπαντωνίου καθιστούν το βιβλίο αυτό ένα από τα πιο πολυδιαβασμένα και αξεπέραστα έργα της ελληνικής λογοτεχνίας.
Μια παρέα παιδιών τελειώνουν το σχολείο και αποφασίζουν να κάνουν διακοπές στα ψηλά βουνά της Ευρυτανίας.
Εκεί έρχονται σε επαφή με τη ζωή του βουνού, τις ομορφιές της φύσης, δημιουργούν μια κοινότητα με ρόλους και αρμοδιότητες για τον καθένα.
Μαθαίνουν να λύνουν τα προβλήματά τους και να ξεπερνούν τις δυσκολίες της ζωής, ενώ γίνονται δάσκαλοι για τον Λάμπρο, το μικρό τσοπανόπουλο που διψάει για μάθηση.
Ολυμπία Κατσένη