Στο βόρειο βορειοδυτικό κομμάτι της πρωτεύουσας της Μαγνησίας, υπάρχει μια περιοχή που ονομάζεται Νέα Ιωνία. Εκεί εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες μετά την μικρασιατική καταστροφή και το 1947 της έδωσαν αυτό το όνομα για να θυμίζει την παλαιά Ιωνία, από την οποία κατάγονταν. Σε αυτό το όμορφο μέρος της Ελλάδας θέλω να σας ταξιδέψω αλλά πολύ πολύ αργότερα από τα προαναφερόμενα γεγονότα. Να ‘μαστε λοιπόν στην Νέα Ιωνία Βόλου, λίγο πριν την εκπνοή του 20ου αιώνα. Λίγο πριν το περιβόητο Millennium!
Σε μια από τις γειτονιές της συνοικίας, βρίσκεται το τριώροφο σπίτι της οικογένειας Αργυρίου. Ο παππούς και η γιαγιά στο μεσαίο όροφο, ο γιος τους με την οικογένεια του στο από πάνω και η κόρη με την δική της οικογένεια στον κάτω. Εγγόνια; Τρία! Ο Κωνσταντίνος και ο Θάνος, από τον γιό, και η Θεοδώρα από την κόρη. Ο Κωνσταντίνος και η Θεοδώρα στις αρχές της εφηβείας και ο Θάνος λίγο μικρότερος, μαθητής της 3ης Δημοτικού. Τρία παιδιά που μαζί με άλλα έξι αποτελούν την πρωταγωνιστική ομάδα στο εφηβικό μυθιστόρημα «Τα πουλιά στο χιόνι…», της Τούλας Τίγκα. Ένα εξαιρετικό βιβλίο που κυκλοφόρησε το Δεκέμβριο του 2006 από τις εκδόσεις Πατάκη.
Για να γνωρίσουμε όμως και τους υπόλοιπους κατεργάρηδες, αρχίζοντας από τα μέλη της ομάδας των «Γλάρων»… Μιας ευγενικής συμμορίας που εκτός από τον Κωνσταντίνο, συμπεριλαμβάνει τον Αντρέα, τον Άγγελο, τον Λευτέρη και τον Μπράνκο. Λόγω ηλικίας, δεν επιτράπηκε στον Θάνο να θεωρεί εαυτόν «Γλάρο» και έτσι εκείνος με τον κολλητό του φίλο τον Σωτηράκη, έφτιαξαν μια δική τους ομάδα που ονόμασαν «Σπουργίτια». Μέχρι στιγμής σας έχω παρουσιάσει οκτώ ονόματα. Δεν έχω κάνει λάθος πράξεις… μένει άλλο ένα παιδί -και πιο σωστά κορίτσι- για το οποίο θα σας μιλήσω λίγο πιο μετά.
Στην γειτονιά που μένουν τα παιδιά, ιδιαίτερα τον χειμώνα, η ζωή κυλά με αργούς επαρχιακούς ρυθμούς χωρίς να συμβαίνουν και πολλά συνταρακτικά γεγονότα. Έτσι βέβαια γίνεται συνήθως, γιατί μία Κυριακή, η ρουτίνα αποχαιρέτησε για τα καλά την γωνιά αυτή της Νέας Ιωνίας. Η αρχή έγινε με την μυστηριώδη εξαφάνιση των κουνελιών που είχε ο παππούς Αργυρίου. Συνεχίστηκε με την εγκατάσταση μιας οικογένειας -των “Γερμανών”- στο νέο τους σπίτι, και κορυφώθηκε με…
…
Ήταν πια μεσημέρι όταν άρχισε να χιονίζει πολύ. Ασταμάτητα και πάρα πολύ. Λες και το είχε πάρει απόφαση το χιόνι να μείνει πάνω από το Βόλο και να πέφτει από τον ουρανό μόνο για τη δική τους πόλη. Τα παιδιά δεν είχαν ξαναδεί τόσο πυκνό χιόνι ούτε και πόσο γρήγορα μπορεί να σκεπάσει μαι ολόκληρη γειτονιά.
…
Σε λίγο η βεράντα τους είχε γίνει κάτασπρη, τα κεραμίδια εξαφανίστηκαν και τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα έμοιαζαν σαν κουκουλωμένα κεφάλια ή σαν τους κουραμπιέδες τους πασπαλισμένους με μπόλικη ζάχαρη που έκανε πάντα η γιαγιά τα Χριστούγεννα. Όλα χάθηκαν κάτω από ένα άσπρο κολλαρισμένο σεντόνι.
…
Την επομένη το πρωί, το χιόνι είχε δημιουργήσει ένα λευκό παχύ παχύ χαλί με το οποίο κάλυψε όλη την πόλη. Τα σχολεία; Φυσικά κλειστά! Οι γονείς στις δουλειές τους, και οι ώρες του πρωινού διαθέσιμες για κάθε είδους περιπέτεια! Το μυστήριο των κουνελιών λύθηκε εύκολα. Ο παππούς είχε ξεχάσει ανοικτή την πόρτα του κλουβιού τους. Οι νεοαφιχθέντες “Γερμανοί” είναι μάλλον Έλληνες, τουλάχιστον κατά το ήμισι, και μάλιστα έχουν και μία πανέμορφη κόρη -συνομήλικη των παιδιών- την Μπριγκίτε!
Με το χιόνι όμως δεν θα ξεμπέρδευαν τόσο εύκολα. Βλέπετε ένα πουλί ήρθε και στάθηκε στο χιονισμένο μπαλκόνι του σπιτιού του Κωνσταντίνου και του Θάνου. Και όχι μόνο στάθηκε, αλλά με τα πόδια του άφησε κάτι περίεργα σχήματα-σύμβολα στον παγωμένο λευκό καμβά. Μήπως κάτι ήθελε να πει στα παιδιά και κατ επέκταση σε όλους τους ανθρώπους; Και σε ποια γλώσσα ανήκουν αυτά τα σύμβολα; Θα μπορέσουν να τα αποκρυπτογραφήσουν; Με εργαλείο την φαντασία, οι εννέα μικροί μας φίλοι θα κληθούν να φέρουν σε πέρας αυτή την σημαντική αποστολή. Και, όπως είναι γνωστό, όταν η φαντασία αναλαμβάνει πρωταγωνιστικό ρόλο, τότε βρίσκουν διέξοδο έκφρασης τα βιώματα, τα όνειρα, οι φόβοι, και όλα όσα κρύβονται μέσα στη ψυχή και στο νου των ανθρώπων.
Τρεις ημέρες -όσες έμειναν τα σχολεία κλειστά- οι ήρωες μας θα περιπλανηθούν στον λαβύρινθο της αποστολής τους. Η Τούλα Τίγκα μέσα από αυτή την περιπλάνηση των ηρώων της θα μας μιλήσει για τα πρώτα εφηβικά σκιρτήματα της καρδιάς, για τον πόλεμο, για την προσφυγιά, για τη μετανάστευση, για την φιλία καθώς και για τον σύγχρονο τρόπο ζωής που αναγκάζει τους γονείς να αφήνουν τα παιδιά τους να μεγαλώνουν μόνα τους, καθώς οι ίδιοι βρίσκονται υπερβολικά πολλές ώρες στη δουλειά.
Η ταλαντούχα συγγραφέας με τον υπέροχο τρόπο γραφής της θα αφυπνίσει μικρούς και μεγάλους μέσα από ένα ανάγνωσμα που ταυτόχρονα θα τους ψυχαγωγήσει. Χαρακτηριστικό όλων των μυθιστορημάτων της το έξυπνο χιούμορ, δεν θα ήταν δυνατόν να λείψει και από αυτό το βιβλίο της. Φέροντας δε και μια εκλεπτυσμένη πατίνα κλασσικής λογοτεχνίας, το «Τα πουλιά στο χιόνι…», της Τούλας Τίγκα, θαρρώ πως πρέπει οπωσδήποτε να διαβαστεί από όλους τους Έλληνες λάτρεις της λογοτεχνίας και να κοσμήσει την βιβλιοθήκη τους. Ιδιαίτερα αν στο σπίτι υπάρχουν μικροί βιβλιοφάγοι, μην το καθυστερήσετε καθόλου! Καλή ανάγνωση! 🙂
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
Το σκηνικό: η Νέα Ιωνία, μια γειτονιά του Βόλου, γειτονιά προσφύγων. Οι πρωταγωνιστές: οι “Γλάροι”, μια παρέα παιδιών, στην ευαίσθητη ηλικία, πριν από την εφηβεία, και τα “Σπουργίτια”, τα μικρότερα αδέρφια τους.
Η ιστορία ξεκινάει με χιόνι, κατάλευκο κι αστραφτερό, που σκεπάζει τα πάντα κι υποχρεώνει τα σχολεία να κλείσουν για τρεις μέρες. Κι εμείς αρχίζουμε να ακολουθούμε τα βήματα των παιδιών, καθώς αυτά ξετυλίγουν τις σκέψεις τους και τα συναισθήματά τους, ερμηνεύουν και μεταμορφώνουν, με το μαγικό τους βλέμμα, τον κόσμο γύρω τους.
Ένα πεινασμένο πουλί εμφανίζεται από το πουθενά. Ψάχνοντας να χορτάσει την πείνα του, αφήνει πατημασιές πάνω στο χιόνι, πατημασιές που θυμίζουν αρχαία γραφή. Η φαντασία των παιδιών παίρνει φωτιά. Να έχουν άραγε τα πουλιά δική τους γλώσσα; Και πώς θα καταφέρουν να διαβάσουν αυτά τα ίχνη; Κάθε παιδί θα μεταφράσει με το δικό του τρόπο τα μηνύματα, κάθε παιδί θα γράψει τη δική του ιστορία, κι αυτές οι ιστορίες, γεμάτες τρυφερότητα και χιούμορ, θα αγκαλιάσουν μικρούς και μεγάλους, Έλληνες και μετανάστες, όλους όσοι προσπαθούν να στεριώσουν σε μια γειτονιά και να περπατήσουν με σίγουρα βήματα το δρόμο της ζωής τους.