Προτού ανατείλει ο 20ος αιώνας, στο Σουφλί, ζούσε ένα ζευγάρι αγροτών, η Σταυρούλα και ο Πασχάλης. Παράπονα απ’ την ζωή δεν είχαν -παρόλο που ήταν σκληρή και κοπιαστική- παρά μονάχα ένα. Ήταν άτεκνοι. Παιδικές φωνές, κλάματα και γέλια, δεν είχαν ταράξει την ησυχία του σπιτικού τους. Ο Θεός δεν ευλόγησε να δώσουν καρπούς τα σπλάχνα της προκομμένης νοικοκυράς, αλλά παιδί τους έστειλε!
Μια μέρα, εκεί που δούλευαν στο χωράφι, εμφανίστηκε ένα δωδεκάχρονο κοριτσάκι που στην αγκαλιά του είχε ένα μωρό…
…
Η κυρα-Σταυρούλα έγειρε με στοργή και λύπη πάνω απ’ το μωρό αναστενάζοντας «Αχ, γκ’ζάνι μ’, γκ’ζάνι μ’». Κι ύστερα γυρνώντας στο παιδί ρώτησε συγκινημένη:
«Κουρτσούδ είνι, μαρή;»
«Αχά! Αχά!» επιβεβαίωνε η μικρή.
«Κι πού ‘νι η μάνα τ’; Πώς τ’ αφήκι μαθές ετσιδανάς συγκαμένου;»
«Απόθανι τσ’ άλλες η μάνα τσ’».
«Πατέρας τ’; Ζει πατέρας τ’;»
Η μικρή κούνησε αρνητικά το κεφάλι.
«Μπαα, δε ζει…»
«Άλλουν συγγινή δεν έχ’τι; Κανεί; Κανεί;»
«Δεν έχ’μι. Είμαστι πέντε ουρφανά. Πεινάμι, θεια. Πάμι στσι δ’λειές σιαδώ, σιακεί. Τούτου μπουδίζ’. Θα του φάνι τα γκ’ζούνια. Πάρτι του, καλέ. Παίζ’, γιλάει».
…
Έτσι μπήκε το μωρό στη ζωή τους. Ένα καλόβολο κοριτσάκι που το βάφτισαν Λαμπρινή. Το αγάπησαν, το ανάθρεψαν όσο καλύτερα μπορούσαν, το έστειλαν και στο σχολειό· μη μείνει το παιδί ξύλο απελέκητο σαν ελόγου τους. Και εκείνο; Για κάθε γραμμάριο αγάπης που της έδιναν, η Λαμπρινή επέστρεφε κιλά ολόκληρα στους θετούς γονείς της. Τυχεροί εκείνοι, τυχερό κι αυτό!
…
Όμορφη δεν ήταν, όχι. Λειψή στο μπόι, στεγνή, λιπόσαρκη. Μα στην εξυπνάδα και στη θέρμη της καρδιάς ταίρι δεν είχε. Άστραφτε το μάτι κι η σκέψη της. Έβαζε κάτω και δασκάλους και δημάρχους. Όποια πέτρα να σήκωνες από κάτω η Λαμπρινή.
«Ανάγκη που ‘χι Πασχάλ’ς. Η ψυχουκόρ’ τ’ κάν’ για τρεις γιους».
Σ’ όλα ήταν μέσα, ακόμα και στα πολιτικά. Για τούτο σαν ήρθε η ώρα για τα παντρολογήματα και οι γονείς της διάλεξαν να της δώσουν τον Ανέστη, πολλοί είπαν πως ήταν αταίριαστος αυτός ο γάμος. Καλοφτιαγμένος άντρας ο Ανέστης, ψηλός και γερός -είχε, σου λέει, δύναμη δέκα μουλαριών- και καλός χριστιανός. Μα στο μυαλό αργοκίνητος και βαρύς, αμίλητος, δεν ήξερε τι πάει να πει γέλιο. Τι ‘ταν μπροστά στη Λαμπρινή; Μονάχα ένα γερό σερνικό. Εκείνη ήταν η βούληση, το πνεύμα. Πνεύμα ανήσυχο, τη ρούφαγε τη γνώση σαν το σφουγγάρι.
…
Η Λαμπρινή και ο Ανέστης ξεκίνησαν την κοινή τους ζωή με όνειρα και ελπίδες. Άρχισαν να γεμίζουν το σπίτι και τις ζωές τους με παιδιά. Όλα θα κινούσαν πρίμα, όμως ήρθαν οι Βαλκανικοί. Οι δύο Πόλεμοι που ανακάτωσαν όλους τους ανθρώπους στη Θράκη, χωρίζοντάς τους ανάλογα με την εθνικότητα και τις συμμαχίες των κρατών στα οποία ανήκαν. Και να ταν μόνο οι Βαλκανικοί! Δύο Παγκόσμιοι, μια μικρασιατική καταστροφή, ένας εμφύλιος έπαιρναν σιγά σιγά σειρά για να λαβώσουν την Ελλάδα και τα παιδιά της.
Όσο για το ζευγάρι μας; Μαζί με τα παιδιά τους που όλο και πλήθαιναν, δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένα φυλλαράκι στον τυφώνα της ανθρώπινης Ιστορίας. Εκεί, στις αρχές του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, μπήκε και το πρώτο αρνητικό πρόσημο στην πράξη του αριθμού των μελών της οικογένειας τους. Η Λαμπρινή άφησε την φαμίλια της και τα εγκόσμια, για να ταξιδέψει εκεί που πάνε όσοι εγκαταλείπουν τον κόσμο ετούτο. Έφυγε αφήνοντας στα παιδιά της μια και μοναδική ορμήνια…
…
«Μην κλάψτι πιδιά μ’, αγουνιστείτι. Τότενις θα ζω κι εγώ μαζί σας. Να ‘χιτι την ευκή μ’…»
…
Και τα παιδιά της αγωνίστηκαν. Όχι για το δικό τους συμφέρον, για τη δική τους βολή, για την προσωπική τους προκοπή. Πάλεψαν, θυσίασαν τα νιάτα τους, μερικά ακόμα και την ζωή τους, για την Πατρίδα. Για τα ιδανικά που εκείνη η απλή αλλά πανέξυπνη χωριάτισσα, η μάνα τους, είχε προλάβει να τους μεταλαμπαδεύσει.
Η ζωή αυτών των παιδιών αλλά και πολλών άλλων χαρακτήρων -που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο συναντήθηκαν με εκείνα- ξεδιπλώνεται στις 261 σελίδες του «Τα παιδιά του Σπάρτακου» της Διδώς Σωτηρίου. Ένα βιβλίο που η συγγραφέας διαμόρφωνε από το 1961 έως το 1991(!!!) και τελικά δεν κατάφερε να το ολοκληρώσει και να το δει τυπωμένο. Στα χέρια μας φτάνει μέσα από την επιμέλεια της Έρης Σταυροπούλου και τις εκδόσεις Κέδρος.
Το «Τα παιδιά του Σπάρτακου» της Διδώς Σωτηρίου, είναι μια ιστορία με πολλές ιστορίες. Τόσες όσοι είναι και οι χαρακτήρες του έργου. Όλοι πρωταγωνιστές με ισοβαρείς ρόλους, έχουν κάτι να πουν, να καυτηριάσουν και να διδάξουν, τόσο με όσα λένε όσο και με όσα πράττουν. Διευρύνουν τους ορίζοντες του αναγνώστη με την στάση τους απέναντι στα πράγματα, με την ίδια τους την -έστω και λογοτεχνική- ζωή!
Αναζητήστε το και μελετήστε το… τέτοιου είδους βιβλία δεν διαβάζονται απλώς. Είναι η αυλαία της ταλαντούχας πέννας αυτής της μεγάλης κυρίας των ελληνικών γραμμάτων και αυτό του δίνει μια επιπλέον υπεραξία. Άξια η Διδώ Σωτηρίου από το πρώτο μέχρι το τελευταίο δημιούργημά της. Καλή ανάγνωση!
Ας μη θεωρηθεί, όμως, ότι έχουμε μόνο ένα μυθιστόρημα με θέση, για να προβληθεί μια συγκεκριμένη ιδεολογία. Τα παιδιά του Σπάρτακου είναι έργο που προβάλλει τα τραγικά υπαρκτά προβλήματα του τόπου το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Αν μάλιστα προσέξουμε το λόγο ορισμένων προσώπων, όπως του Νεόφυτου ή της Νίκης, αλλά και της Βασιλιώς, στο τέλος, όπου κάνει τον απολογισμό της ζωής της, βλέπουμε ότι συγκριτικά με τον αγωνιστικό παλμό των πρωταγωνιστών της Εντολής εδώ διαγράφεται η επιθυμία για μια ήρεμη καθημερινή ζωή με την υπέρβαση των πολιτικών αντιθέσεων.Παράλληλα είναι μια οικογενειακή τραγωδία και ένα έργο ζωντανών χαρακτήρων, στους οποίους αποτυπώνονται υπαρκτοί ανθρώπινοι τύποι. […]”
Από τον πρόλογο της Έρης Σταυροπούλου