Πολλές φορές γνωρίζεις ένα συγγραφέα από ένα βιβλίο του και σου αρέσει τόσο που θέλεις να διαβάσεις και τα υπόλοιπα που έχει γράψει. Έχοντας, λοιπόν, διαβάσει το δεύτερο βιβλίο του Δημήτρη Μπατσιούλα «Ο διστιχηζμένος κομονιστής» ήθελα πάρα πολύ να διαβάσω και το πρώτο του, μιας και οι εντυπώσεις που είχα από το δεύτερο ήταν άριστες. Έτσι πριν λίγες μέρες ξεκίνησα την ανάγνωση του: «Τα ντουρντουβάκια» και όπως αποδείχτηκε, ήταν εξίσου συνταρακτικό και αξιόλογο όπως και το «Ο διστιχηζμένος κομονιστής».
Τα Ντουρντουβάκια είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα που έχει βασιστεί σε αληθινά πρόσωπα και γεγονότα. Χρονικά αναφέρεται στην περίοδο λίγο πριν τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο και κυρίως κατά την διάρκεια του πολέμου αυτού. Κεντρικός ήρωας είναι ο Στέργιος Αλεξανδρής. Ο Στέργιος ένας έφηβος από το χωριό Χρυσό -που απέχει δέκα χιλιόμετρα από τις Σέρρες- ξεκινά τη φοίτησή του στο Γυμνάσιο Σερρών, μένοντας σε ένα δωματιάκι που νοικιάζει, ενώ κάθε Σαββατοκύριακο επιστρέφει στο χωριό του. Μαζί του στο Γυμνάσιο φοιτά και ο Γιώργος Ακρίτας. Οι πατεράδες των δύο παιδιών ήταν φίλοι από την Μικρασιατική εκστρατεία. Όπως και αυτοί, έτσι και οι γιοί τους, έγιναν στενοί φίλοι και σφυρηλάτησαν τη φιλία τους σε καταστάσεις που δεν μπορούσαν ούτε κατά διάνοια να φανταστούν, πριν τις βιώσουν.
Όταν ο Στέργιος ήταν στην τετάρτη Γυμνασίου, ο πατέρας του αρρώστησε από φυματίωση και κλείστηκε σε σανατόριο. Έτσι ο Στέργιος αναγκάστηκε να αφήσει το σχολείο και να γίνει αγρότης στη θέση του πατέρα του τον Φλεβάρη του 1936. Τον Μάρτιο του 1940 παρουσιάζεται στο Μεσολόγγι για να υπηρετήσει την θητεία του. Η 28η Οκτωβρίου 1940 τον βρίσκει να υπηρετεί στο οχυρό Παληουριώνες, σε ένα από τα Οχυρά της γραμμής Μεταξά. Ακολουθεί η παράδοση του οχυρού στους Γερμανούς, η επιστροφή του Στέργιου στο πατρικό του σπίτι και ο γάμος του με την Ελένη, που αγαπούσε από παιδί.
Πάνω που τα πράγματα για τον Στέργιο άρχισαν να στρώνουν -όσο μπορούσαν αφού το Χρυσό Σερρών όπως και όλη η Θράκη και η Ανατολική Μακεδονία είναι υπό Βουλγαρική κατοχή- τον καλούν, τον Μάιο του 1942, να υπηρετήσει στα τάγματα εργασίας του Βουλγαρικού στρατού, τα λεγόμενα και Ντουρντουβάκια. Μαζί με άλλους, οδηγήθηκε στη Βουλγαρία και κατόπιν στην Σερβία όπου για κάποιους μήνες εργάστηκαν για την διάνοιξη ενός δρόμου στα Σερβικά βουνά από τον οποίον θα περνούσε σιδηροδρομική γραμμή. Οι συνθήκες εκεί ήταν άθλιες. Έμεναν σε σκηνές, κοιμόντουσαν στο χώμα, τα ρούχα τους ήταν γεμάτα ψείρες, ενώ η πείνα και η δίψα ήταν στην ημερησία διάταξη. Τον χειμώνα τους επέτρεπαν να επιστρέφουν στα χωριά τους και την άνοιξη τους ξαναπροωθούσαν στα ξένα εδάφη για να συνεχίσουν την αναγκαστική και εξαντλητική εργασία χωρίς να ξέρουν εάν και πότε αυτή θα τελειώσει αλλά κυρίως εάν θα γυρίσουν ζωντανοί στα σπίτια τους…
Όπως είχε συμβεί και κατά την ανάγνωση του «Ο διστιχηζμένος κομονιστής», υπήρξαν στιγμές που οργίστηκα, στιγμές που συγκινήθηκα, και στιγμές που ένιωσα τον φόβο και την αγωνία των ηρώων του βιβλίου. Ο ταλαντούχος συγγραφέας Δημήτρης Μπατσιούλας καταφέρνει να σε μεταφέρει στα δύσκολα εκείνα χρόνια και να σε κάνει να «ζήσεις» καταστάσεις που στην σημερινή εποχή φαντάζουν εξωπραγματικές. Τα ιστορικά στοιχεία είναι δεξιοτεχνικά πλεγμένα με την αφήγηση καταφέρνοντας έτσι να σου μαθαίνουν τα γεγονότα της εποχής εκείνης χωρίς να σε κουράζουν με την μονοτονία της ανάγνωσης ενός καθαρά ιστορικού βιβλίου. Σας προτείνω ανεπιφύλακτα να διαβάσετε το συνταρακτικό αυτό βιβλίο του Δημήτρη Μπατσιούλα -που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λογοσοφία– και, γιατί όχι, να το προτείνετε, σε όλους τους λάτρεις της Ιστορίας και των ιστορικών μυθιστορημάτων. Καλή ανάγνωση!
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
1941-1944. Βουλγαρική κατοχή στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη από το Στρυμώνα μέχρι τον Έβρο. Οι Έλληνες υπομένουν πείνα, βασανιστήρια, ξυλοδαρμούς και προπαγάνδα για τη Μεγάλη Βουλγαρία του Αιγαίου… Τα γεγονότα και οι σφαγές του άμαχου πληθυσμού στις 29 Σεπτεμβρίου του 1941 στη Δράμα και τα περίχωρά της, το Δοξάτο καθώς και στο Νέο Σκοπό Σερρών. Η ομηρία όλων των παλικαριών από τις κατεχόμενες περιοχές, για να μην υπάρξει αντίσταση κατά των κατοχικών δυνάμεων και η κατάταξή τους στα τάγματα εργασίας του Βουλγαρικού στρατού, στα ΝΤΟΥΡΝΤΟΥΒΑΚΙΑ. Η καταναγκαστική εργασία μεσ’ το λιοπύρι, στα βουνά και στους κάμπους της Βουλγαρίας για να περάσουν δρόμοι και σιδηροδρομικές γραμμές, με πενήντα δράμια νερό κάθε δυο ώρες, με ελάχιστο κακοφτιαγμένο φαγητό και άγριους ξυλοδαρμούς. Όλα αυτά βέβαια μπορούσαν να τα γλυτώσουν, έφτανε να απαρνιόνταν την Ελληνική τους υπηκοότητα και να γραφόταν Βούλγαροι…
Η ζωή στο χωριό για το Στέργιο Αλεξανδρή, λοχία στους Παληουριώνες, ένα από τα οχυρά της γραμμής Μεταξά κατά την εισβολή των χιτλερικών στρατευμάτων στην Ελλάδα, επιφυλάσσει οδυνηρές εμπειρίες. Η πάλη ανάμεσα στο χρέος για την πατρίδα και την αγάπη για την οικογένεια και τους φίλους, ο έρωτας και η αβεβαιότητα για το μέλλον, η πνιγμένη υπερηφάνεια μπροστά στον αγώνα για προσωπική επιβίωση και το φόβο για αντίποινα στην οικογένεια, η δοκιμασία των προσωπικών σχέσεων μέσα σε ένα περιβάλλον προπαγάνδας και καχυποψίας και η συγκλονιστική αλληλεγγύη των κατατρεγμένων…
Μια δυνατή ιστορία βασισμένη πάνω σε πραγματικές μαρτυρίες και ιστορικά γεγονότα, μια κατάθεση ψυχής και ένας φόρος τιμής για μια από τις σκοτεινότερες περιόδους της Γης των Μακεδόνων.