Εκδόσεις Κέδρος, 2020
Σελ. 223
1939. Οι εφημερίδες: «…σε θανατηφόρο δυστύχημα στο χωριό Τζουμαγιά του νομού Σερρών, έχασε τη ζωή του ο νεώτατος γεωπόνος Ραγκαβής Γεώργιος. O αποθανών ήτο νυμφευμένος και η σύζυγός του ευρίσκεται σε κατάσταση εγκυμοσύνης».
1932. Κοντά στις όχθες του Ευρώτα βρέθηκε σκοτωμένος ο δάσκαλος Γεώργιος Κωνσταντάκος. Τι σχέση μπορεί να έχουν αυτά τα δύο γεγονότα;
Δεκαετία του ‘80. Ο Άλκης Κωνσταντάκος, ένα μοναχικός και στοχαστικός τύπος, απολύεται από την εργασία του (ήταν δημοσιογράφος σε εφημερίδα) και χωρίζει με την γυναίκα του Ελένη. Προσπαθεί να βάλει μία τάξη στη ζωή του και αποφασίζει να κάνει ένα ταξίδι στο χωριό του παππού του, από την πλευρά του πατέρα του, Λεωνίδα. Κάνει μια επιστροφή στη γενέθλια γη. Επιστροφή νοσταλγική. Το πιο βαθύ τιμαλφές της μνήμης μακριά από τη πατρική γη, είναι τα ακούσματα, τα τοπία, τα νεκροταφεία, τα παλιά, πέτρινα, εγκαταλελειμμένα και στοιχειωμένα σπίτια, τα ποτάμια, τα βουνά, τα αγγίγματα, οι ευχές, οι απώλειες που έχουν καταγραφεί στη μνήμη και σε δύσκολες στιγμές, σε αδιέξοδα του βίου, σε ταπεινώσεις, τότε που, ως χείμαρροι αρτεσιανοί, ορμούν και σε κατακλύζουν. Μακριά από τα λίκνα της ζωής του, οι μνήμες, οι αισθήσεις ζητούν να καταλάβουν κυρίαρχο ρόλο ή διεκδικούν να αναδείξουν και να φέρουν στην επιφάνεια μυστικά, συμπεριφορές, σιωπές, ψέματα, νεκρούς, απώλειες, καημούς, τραύματα.
Επιστρέφοντας στον τόπο του ο Άλκης και στον απόηχο και στη δυναμική της ιστορίας ισορροπεί ως πρόσωπο, σκάβει και καταφέρνει να χτυπήσει καινούργιες φλέβες, από όπου και αναβλύζουν χώματα και πράγματα ολότελα δικά του, γνήσια και αγαπητά. Ταριχεύοντας τη μνήμη και παρέχοντας χώρο στην απουσία, ώστε να αναπτυχθεί με δικά της φορτία, και τα σύνθετα -δύσκολα παιχνιδίσματα και τις ανταποκρίσεις της, αποσύρεται στη μοναξιά και στη διακριτικότητα του.
Ο Άλκης επιστρέφει στο σπίτι του δάσκαλου παππού του στη Σπάρτη και γίνεται καταλύτης για να αποκαλυφθούν κρυμμένα μυστικά. Προσπαθεί μετά από τόσα χρόνια να ανακαλύψει πώς σκοτώθηκε ο παππούς του, ο Αλκιβιάδης, γιατί δεν του μίλησε ποτέ ο πατέρας του, για αυτό το γεγονός, γιατί δεν υπάρχει καμία φωτογραφία του παππού του και γιατί δεν υπάρχει τάφος του παππού του στο νεκροταφείο του χωριού του, λες και δεν υπήρξε ποτέ; Γιατί κανείς από την οικογένειά του δεν του μίλησε ποτέ για τον παππού του; Γιατί αυτό το ασαφές και αόρατο πλανιόταν για τον παππού του; Μήπως δεν συνέβη τίποτα και όλα αυτά για τον θάνατό του παππού του, ήταν ένας οικογενειακός μύθος; Θα μπορούσε να σήμερα να βρει την αλήθεια; Υπάρχει κάποιος να του λύσει αυτό το μυστικό;
Στις επισκέψεις του νεκροταφείου του χωριού του, που ήταν θαμμένοι ο πατέρας του, η μητέρα του και οι υπόλοιποι συγγενείς δεν τον έκανε να νιώθει εκείνη την θλίψη που έχει σχέση με τον θάνατο, αλλά εκείνο το είδος της θλίψης που έχει σχέση με την νοσταλγία, όχι μόνο για τα αγαπημένα πρόσωπα, αλλά και για τα χρόνια εκείνα του παρελθόντος.
Το παρελθόν πάντα έπαιζε κυρίαρχο ρόλο στο σπίτι τους: ο παππούς που δεν γνώρισε, η γιαγιά, οι συγγενείς από την Πόλη. Όσο μεγάλωνε υπήρχε ένα πέπλο. Υπήρχε ένας ανεπαίσθητος αλλά διάχυτος φόβος στο σπίτι, κάτι μαγικό, παλιό και υφέρπον, ελάχιστο αλλά υπαρκτό και παρόν. Τα μέρη που έζησαν οι συγγενείς από την μεριά της μητέρας του τα έφερνε στο μυαλό του σαν να βρισκόταν σε ένα παράλληλο φανταστικό σύμπαν. Αντίθετα, στο πραγματικό σύμπαν βρίσκονταν οι συγγενείς του πατέρα του. Εκεί υπήρχε ένα χωριό, ένα σπίτι, συγγενείς που τους έβλεπε, αλλά καθόλου μαγικοί και παραμυθένιοι. Ήταν η πραγματική γιαγιά, τα ξαδέλφια, οι θείοι, λουσμένοι στο άπλετο φως του Ταΰγετου της Σπάρτης. Τελικά, μεγάλωσε με το ομιχλώδες παρελθόν της Πόλης και με το οριοθετημένο και ζωντανό παρόν της παλιάς Ελλάδας. Σε αυτό το μυθικό, ασαφές και απροσανατόλιστο παρελθόν έζησε.
Μυστικά στην οικογένεια πολλά, μυστικά σαν παραμύθια, σαν όνειρα, σαν ψέματα. Δυσλειτουργικές οικογένειες, αυτή η μάστιγα που διαλύει παιδικές ψυχές. Σε όλες τις οικογένειες υπάρχουν μυστικά. Στη δική τους υπήρχε αυτό το μυστικό. Ο παππούς. Ένα πρόσωπο αόρατο. Ένα πρόσωπο του μύθου. Προσπάθησε ο Άλκης στην αρχή ασυνείδητα, μετά συνειδητά, να πλάσει το παρελθόν ενός ανθρώπου άγνωστου και να γνωρίσει μέσα από αυτόν και τον πατέρα του. Άρχισε να μαθαίνει τόσα πράγματα που δεν ήξερε για δύο ανθρώπους που αγαπούσε. Βέβαια στον παππού δεν χρειάστηκε ποτέ να πει ότι τον αγαπούσε. Άλλη απώλεια κι αυτή, έχασε την αγάπη που θα ένιωθε για έναν παππού. Του έλειψε πολύ μια φωτογραφία του. Όσες περιγραφές και αν κάνανε οι γεροντότεροι δεν σταθήκαν ικανές να τον αναπαραστήσουν. Του έλειψε ακόμη το ότι δεν υπήρχε τάφος, έστω και χωρίς φωτογραφία. Τι μεγάλη απώλεια!
Άλλωστε, απώλεια δεν είναι μόνο το κενό που αφήνουν οι άνθρωποί σου όταν φεύγουν, αλλά είναι και αυτό το κομμάτι του εαυτού σου που σταματά. Απώλεια, το βάρος της, που με τα χρόνια έγινε πέτρα…
Η απώλεια, το χάσιμο, το ξόδεμα, λέξεις βαριές, που ωστόσο κρύβονται σαν πούπουλα, σαν να μην έχουν βάρος. Η απώλεια κληρονομιέται κι αυτή έχει βαριά σκιά…
Ο Άλκης ένιωθε θυμό και πίκρα για τους γονείς του, για την αλαζονεία της μητέρας του. Για την αδυναμία και τον φόβο του πατέρα του. Για τα ψέματα, τα μυστικά, τις μισοειπωμένες κουβέντες, τους απαράβατους άγραφους νόμους της οικογένειας. Την απώλεια που και εκείνη καταλάβαινε. Το ότι ποτέ δεν θα μάθαινε την αλήθεια…
Οι αναμνήσεις δεν έρχονταν ξεθωριασμένες, αλλά ζωντανές.
Εντέλει οι αναμνήσεις δηλώνουν την ευχαρίστηση ή την πίκρα που αποπνέουν εκείνα τα χρόνια στα οποία αναφέρονται ή μήπως η θλίψη για την απώλεια του χρόνου που πέρασε και έφυγε ανεπιστρεπτί; Θα μπορούσε να βρει το κρυμμένο μυστικό για τον παππού του στον Ευρώτα, εκείνους τους μαύρους και πέτρινους καιρούς; Ήταν ο θάνατος από βεντέτα και γινάτι ή ήταν πολιτικό έγκλημα; Τι κρύβει το σεντούκι της γιαγιάς του; Τι σχέση μπορεί να έχει ο Άλκης με την κόρη και την μάνα του νεκρού γεωπόνου Γιώργου Ραγκαβή;
Ένας άνθρωπος μονάχος σε ένα εγκαταλελειμμένο ορεινό χωριό της Σπάρτης συνδιαλέγεται με τον φυσικό κόσμο, ενώ εισβάλλει το απείκασμα ενός παράλληλου σύμπαντος ή ίσως ο κόσμος των νεκρών (ο σκοτωμένος παππούς) και οι οικογενειακές ρίζες. Το αλλόκοτο και το προφανές συμπλέκονται με απόλυτη αληθοφάνεια. Η πραγματικότητα εφιάλτης, το όνειρο πραγματικότητα. Η μελαγχολία μετασχηματίζεται σε λυτρωτική παρηγορία. Ο θάνατος ξορκίζεται γιατί εντάσσεται στη ζωή. Ο θάνατος δημιουργεί το πάθος για τη ζωή. Η τρυφεράδα πηγάζει από την επίγνωση της σκληρότητας των πραγμάτων.
Πατρίδα μας είναι ο γενέθλιος τόπος και οι οικογενειακές μας ρίζες. Είμαστε μέσα στον τόπο και ο τόπος βρίσκεται μέσα μας. Μας γεννάει και τον γεννάμε, μας ονειρεύεται και τον ονειρευόμαστε…
Διαβάζοντας αυτό το βιβλίο συνειδητοποιούμε πόση δύναμη έχει η τέχνη να ενώνει τους ανθρώπους. Είναι σαν μια μυστική ταυτότητα, ένας κώδικας επικοινωνίας που δεν χρειάζεται πολλά λόγια ούτε περιττές κινήσεις. Μερικές φορές αρκεί μόνο μια ματιά.
Μέσα από την απώλεια, τη μνήμη, το ανοίκειο και το παραμυθικό στοιχείο η Βίλλη Στελλάκου ανιχνεύει τις ρίζες της σύγχρονων βιοτικών συνθηκών και αναζητά όρους ενηλικίωσης και μύησης στη ζωή.
Διαβάστε το. Πρόκειται για ένα πολύ συγκινητικό και στοχαστικό μυθιστόρημα.
Η Βίλλη Στελλάκου γεννήθηκε το 1951 στην Καβάλα. Σπούδασε αρχιτεκτονική στη Φλωρεντία και είναι διδάκτωρ της Σχολής Κοινωνικών και Περιβαλλοντικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Εργάστηκε ως αρχιτέκτονας, καθηγήτρια στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και ερευνήτρια στο Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας στην Αθήνα. Έχει εκδώσει τις νουβέλες Το ξύπνημα (Νησίδες, 2012) και Σηκώθηκε και άναψε όλα τα φώτα (Γαβριηλίδης, 2013) και το μυθιστόρημα Τα μυστικά του Ευρώτα (Κέδρος, 2020). Διηγήματά της έχουν εκδοθεί στους συλλογικούς τόμους Έλα στη θέση μου. 20 ιστορίες για την αλληλεγγύη (Ταξιδευτής, 2015) και 9 ήρωες, 8 ιστορίες (Εύμαρος, 2018).
Τραχανάς Κώστας