Εκδόσεις Ψυχογιός, 2020
Σελ. 402
Το μυαλό πράγματι είναι ένα ισχυρό όπλο, ένα πάρα πολύ ισχυρό όπλο αν ξέρεις να το χρησιμοποιείς σωστά. Και μπορεί να σε βοηθήσει αρκετά αν “το στρέψεις” προς τη σωστή κατεύθυνση, το σωστό δρόμο. Τι γίνεται όμως στη περίπτωση που σημαδεύεις τον εαυτό σου; Αν στην άλλη άκρη της καπνισμένης κάννης του βρεθεί το είδωλό σου;
«Τα δεκαέξι γράμματα» του Μένιου Σακελλαρόπουλου μιλά για αυτό ακριβώς το ενδεχόμενο. Μιλάει για τα περίεργα παιχνίδια που αρκετές φορές το μυαλό μας μπορεί να παίζει εναντίον μας και για τις ολέθριες, συνήθως επιπτώσεις τους. Μιλάει για τα τραύματα που μπορεί, μεταφέροντας τα μέσα μας για πολύ καιρό, ακόμα και χρόνια, δηλητηριάζουμε χωρίς να το καταλαβαίνουμε το ίδιο μας το είναι. Δεν καταφέρνουμε να νικήσουμε το τέρας που έχουμε απέναντί μας και τελικά αυτό μας καταπίνει και μας κάνει όμοιούς του. Γινόμαστε σκληροί και αγνώμονες απέναντι των άλλων και κυρίως απέναντι στους γονείς μας. Όπως ακριβώς ο Άρης Φαρμάκης που είχε ροπή σε κάθε είδους μπλεξίματα και δεν άκουγε καθόλου τις συμβουλές και τις διδαχές του πατέρα του, Αργύρη.
Από την βιαιότητα και τον τερατώδη χαρακτήρα του, είχε κλείσει τον πατέρα του σε ένα γηροκομείο και δεν τον επισκεπτόταν ποτέ. Δεν του έδινε καμιά σημασία. Ο πατέρας του, του έστελνε γράμματα να μην τον ξεχνάει και να τον επισκέπτεται, για να γλυκάνει την μοναξιά του. Δεν είχε κανένα άλλο στη ζωή, μόνο αυτό τον γιο, η γυναίκα του είχε πεθάνει.
Μια αληθινή ιστορία με τη βαρύτητα της ζωής και του θανάτου των δύο αυτών μαζί, μια και το όριο ανάμεσά τους είναι τόσο ισχνό, σχεδόν αδιόρατο.
Το βιβλίο αυτό είναι η αποκάλυψη των πιο σκοτεινών πτυχών μέσα στα τρίσβαθα της ψυχής. Είναι η άβυσσος που αν χαθείς μέσα της δεν επιστρέφεις ο ίδιος άνθρωπος που ήσουν πριν. Η σάρκα είναι αναλώσιμη αλλά η σκέψη όχι. Ο συνταξιούχος πυροσβέστης Αργύρης Φαρμάκης, τσακισμένος από τη ζωή, πέθανε μόνος του και εγκαταλελειμμένος, δεν επιστρέφει πλέον πίσω.
Ο Άρης Φαρμάκης πήρε ένα μπουκάλι κρασί από μία κάβα στον δρόμο κι ένα ποτήρι και πήγε στην ακροθαλασσιά, εκεί όπου υπήρχαν μόνο γλαροπούλια κι αρμύκια. Κάθισε στην άκρη της παραλίας που δεν είχε κόσμο, για να πενθήσει ήσυχα τον πατέρα του, να του μιλήσει, να του πει πόσο τον αγαπάει και πόσο του λείπει, πόσα λάθη έκανε πριν τον αποχαιρετήσει, πόσο μικρός υπήρξε μπροστά του, πόσο δειλός, πόσο άψυχος, πόσο εγωιστής, πόσο άδειος μέσα του. Να του πει πόσο αγαπάει το σπίτι τους, την αυλή, την ταράτσα, τα κεραμίδια και το πλυσταριό, το ντιβάνι, την κουρτίνα με τα τρία άλφα, εκείνες τις κασέτες των 8-track, το μαγνητάκι του Αγίου Χριστοφόρου, το κράνος, τη στολή, τις αρβύλες του. Είχε στην τσέπη του και εκείνο το γράμμα που του έσφιξε την καρδιά περισσότερο από κάθε άλλο. Το ξεδίπλωσε και το ξαναδιάβασε προσεκτικά, ήταν ανακούφιση τα δάκρυά του, ήταν ένα μικρό φτερούγισμα προς τον πλάστη του, ένα μικρό άγγιγμα σ΄αυτόν που εξακολουθούσε να τον διδάσκει από μακριά, να του φωτίζει δρόμους που δεν είδε ποτέ. Κι ήταν χάδι στην ψυχή του ο γαλήνιος ήχος της θάλασσας που έπαιζε με τα χαλίκια, τα έπαιρνε κοντά της και τα ξαναγύριζε πίσω, ακουμπώντας τα ήρεμα στη θέση τους. Θυμήθηκε όλα του τα λάθη του, ένα προς ένα. Ξάνοιγε σιγά σιγά η μαυρίλα, άρχισαν να αχνοφαίνονται λίγα χρώματα στον ουρανό, όπως στα εσώψυχά του. Τον αγαλλίασε αυτό το κοκκινωπό φόντο, ένιωσε μια ζεστασιά. Πάλι είχε ξεκάθαρη εικόνα μέσα του, όλα πια ήταν τόσο ξεκάθαρα, τόσο στρογγυλά, βαλμένα στη σειρά, όπως τη διάλεξε εκείνος, ο πατέρας του.
«Συγχώρεσέ με, μπαμπά, σε πίκρανα… Δεν ήμουν αυτό που θα ήθελες, συγγνώμη… Καλό ταξίδι, μπαμπά… Να ανταμώσεις την μαμά, την Ασπασία, θα σε περιμένει…»
Βούρκωσε, γεμάτος θλίψη και ενοχές, για αυτόν τον υπέροχο άνθρωπο, τον Αργύρη Φαρμάκη, με τη μαλακή ψυχή από χρυσάφι, γεμάτος καλοσύνη, ταπεινότητα και γλυκύτητα. Ένιωθε ότι ήταν σε μια κόλαση, γιατί ήξερε ότι κόλαση υπάρχει μονάχα για τους ζωντανούς. Ήθελε να τιμωρήσει τον εαυτό του για τη σκληράδα του, την ασυνέπειά του, την πεποίθησή του ότι ήταν άτρωτος…
Άλλοι άνθρωποι θα λυτρώθηκαν με το φευγιό τους, σε άλλους θα μαύρισε η ζωή με τον θάνατο των δικών τους. Όπως και του Άρη η ψυχή ήταν μαύρη.
Μια αληθινή ιστορία πατέρα και γιου που τους χωρίζει άβυσσος και τους ενώνει όμως μια συγκλονιστική εξέλιξη, μέσα από δεκαέξι σπαρακτικά γράμματα.
Διαβάστε το.
Ο ΜΕΝΙΟΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΣ δεν ασχολήθηκε με αποτρόπαια εγκλήματα, μετά τις σπουδές του στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Θράκης, παρά μόνο πολύ αργότερα, στα μυθιστορήματά του. Τον είχε κερδίσει ήδη η δημοσιογραφία, την οποία ταλαιπωρεί επί σαράντα συναπτά έτη. Ξεκίνησε μαθητής λυκείου ακόμα από το Φως, μύρισε το μελάνι στις εφημερίδες Βραδυνή, Έθνος, Ελεύθερος Τύπος, Αθλητική, Sportime, Derby, στα περιοδικά Εικόνες, Nitro, Active, Επίκαιρα, βούτηξε στα ερτζιανά (ΕΡΑ, SportFM, SentraFM, SPORT 24) κι από το 1992 ως το 2017 ήταν στο Mega Channel. Έκανε τρεις φορές τον γύρο της Ευρώπης, φτάνοντας ως τη Νότια Αφρική, με εκατοντάδες ρεπορτάζ και χιλιάδες βίντεο, όλα με ένα δικό του χρώμα. Είναι μέλος της ΕΣΗΕΑ και του ΠΣΑΤ, από τον οποίο έχει βραβευτεί τέσσερις φορές για τηλεοπτικά θέματα. Παραμένει έφηβος και εκρηκτικός, συνεχίζει να ονειρεύεται, να χαμογελάει, να σαρκάζει και να αυτοσαρκάζεται, και πιστεύει στην… άσπρη μέρα.
Τραχανάς Κώστας