Εκδόσεις Ψυχογιός, 2016
Σελ. 556
Τρία κορίτσια γεννήθηκαν την ίδια ημέρα. Τρία κορίτσια που γίνανε μεγαλώνοντας, αδέλφια της καρδιάς. Ένας γιατρός που ξεγέννησε τόσες γυναίκες, έφερε στον κόσμο τόσα παιδιά, μα εκείνη την φορά, που γεννήθηκαν τα κορίτσια, ζορίστηκε πολύ. Πήρε μια απόφαση δύσκολη. Όρισε την μοίρα δυο νεαρών ψυχών…
Καθώς τα χρόνια διάβαιναν, τα νήπια μεταμορφώθηκαν σε δεκάχρονα κορίτσια κι ύστερα σε νεαρές κοπέλες. Φαίνονταν ξέγνοιαστες και χαρούμενες. Στα δεκαοχτώ τους χρόνια χώρισαν οι δρόμοι τους. Θα σκόρπιζαν στους πέντε ανέμους. Η Μέλι και η Λόλα θα κυνηγούσαν τα όνειρά τους (η μία να γίνει μεγάλη γιατρός και η άλλη ηθοποιός, που λαχταρούσε πλούτη, προβολή και κοινωνική αποδοχή), ενώ η Κλέα ήταν καταδικασμένη να αναλωθεί σε ανιαρές δεξιώσεις και συλλόγους, λόγω της περιουσίας του γονιού της. Δεκαοχτάχρονα κορίτσια έχουν φύγει από την γενέθλια πόλη τους και επιστρέφουν μεστές γυναίκες στα σαράντα τους. Οι αλλαγές είναι καταλυτικές. Οι ψευδαισθήσεις της νιότης χάνονται. Τα όνειρά τους έμειναν ανεκπλήρωτα. Χίμαιρα τα όνειρά τους. Δεν είχαν εύκολη ζωή. και οι τρείς. Η ζωή τις αδίκησε.
Ο Σαββίκος και η Λισάβ σαν κόρες τις είχαν και τις τρείς. Ο Γεράσιμος και η Ισμήνη Παπαστεργίου. Ο Γεράσιμος ότι αγγίζει καταστρέφεται. Είχε σκορπίσει τόσο πόνο σε τόσους πολλούς. Στη Κλέα και στη Μελισσάνθη (Μέλι), στη Μυρσίνη και στον Σοφρώνιο, στην Κλέα και στον Άρι. Η Κλέα προαισθάνεται το μέλλον. Ο Γεράσιμος, ο πατέρας της, την αποκλήρωσε. Η Μέλι εξαφανίστηκε. Την «σκότωσαν» και έπρεπε να ξαναγεννηθεί. Και για να το πετύχει, όφειλε να αφήσει τα πάντα πίσω της και να χαθεί. Η Μέλι, τώρα, διηύθυνε μια αντικερί στην Αθήνα.
Ένας παλιός δεσμός διέλυσε τις ζωές κάποιων άλλων. Η Κλέα και ο Άρις, η Μέλι με τον Τσε, η Λόλα με τον Πύρρο και τον Τάτη. Είχαν δώσει όρκο η Μέλι, η Κλέα και η Λόλα, να μην χαθούνε στο μέλλον και να ανταμώσουν στη Πλατεία Συντάγματος μετά από 10 ολόκληρα χρόνια. Να ξανασμίξουν οι παλιές αδελφικές φίλες. Να αφήσουν πίσω όσα τις πλήγωσαν. Να θυμηθούν την άδολη φιλία τους, που ανδρώθηκε στα χρόνια της αθωότητας… Θα ξανανταμωθούνε;
Η ΣΟΦΗ ΘΕΟΔΩΡΙΔΟΥ κατάγεται από την Αλμωπία, μια μικρή επαρχία του Νομού Πέλλας. Σπούδασε νηπιαγωγός στη Θεσσαλονίκη κι εγκαταστάθηκε κατόπιν στην περιοχή καταγωγής της, όπου διαμένει μέχρι σήμερα με την οικογένειά της. Λατρεύει τη ζωγραφική και τη λογοτεχνία, και πιστεύει πως η αγάπη της για την τελευταία την οδήγησε τελικά στη συγγραφή. Άλλα έργα της είναι: Η ΝΥΦΗ ΦΟΡΟΥΣΕ ΜΑΥΡΑ, ΠΕΣ ΜΟΥ ΑΝ ΜΕ ΘΥΜΑΣΑΙ, Τ’ ΑΧΝΑΡΙΑ ΤΩΝ ΞΥΠΟΛΥΤΩΝ ΠΟΔΙΩΝ, Η ΑΜΑΡΤΙΑ ΤΗΣ ΟΜΟΡΦΙΑΣ, ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΑΠ’ ΤΗ ΣΑΜΨΟΥΝΤΑ, ΣΤΕΦΑΝΙ ΑΠΟ ΑΣΠΑΛΑΘΟ και ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΧΑΜΕΝΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
Απρίλης 1961. Τη μέρα που ο πρώτος Ρώσος κοσμοναύτης ταξιδεύει στο Διάστημα, σε μια μικρή ελληνική πόλη ένας άντρας μπαίνει για λίγο στη θέση του Θεού, ορίζοντας τη μοίρα τριών νεαρών πλασμάτων.
Την Κλέα θα υποδεχθεί ένα αρχοντόσπιτο, όπου ο στρατηγός παππούς της αναπολεί παρελθοντικές δόξες, ενώ ο πατέρας της έχει εγκαταλείψει τον μεγάλο του έρωτα για να κατακτήσει πλούτη και κάστες εξουσίας· τη Μελισσάνθη ένα μεσοαστικό σπιτικό πάνω από μια ταβέρνα, στο οποίο η μάνα της, η ωραία Μυρσίνη, ενοχοποιείται για νεανικά σφάλματα από τον σύζυγό της· τη Λόλα, τέλος, θα καλοδεχτεί ένα φτωχόσπιτο, μες στο οποίο στοιβάζονται μεταξύ άλλων μια ιδιόρρυθμη γιαγιά κι ένας ρομαντικός πραματευτής, που αγωνίζεται να συμπορευθεί με τα δεδομένα των καιρών, καθώς η χώρα αλλάζει.
Παρά τις ταξικές διαφορές τους, οι τρεις κοπέλες μεγαλώνοντας θα δεθούν με δεσμά αδελφικής φιλίας, ανακαλύπτοντας όλες στο φτωχόσπιτο του συνοικισμού την οικογενειακή θαλπωρή που απουσιάζει από τα άλλα δύο. Ώσπου, στο κατώφλι της ενήλικης ζωής τους πια, μυστικά και ψέματα κι αμαρτωλά πάθη του παρελθόντος θ’ αρχίσουν ν’ αποκαλύπτονται, βαφτίζοντας μια δυνατή αγάπη ανόσια και ξεκινώντας τον χορό των αποχωρισμών.
Αποκομμένες πλέον μεταξύ τους αλλά κι απ’ τη γενέθλια πόλη, ρίχνονται στη χοάνη της πρωτεύουσας και στο κυνήγι χιμαιρικών ονείρων. Μα, καθώς ο καιρός κυλά κι οι ψευδαισθήσεις της νιότης χάνονται, θα διαπιστώσουν πως ελάχιστα μοιάζουν τελικά με ό,τι είχαν ονειρευτεί στα χρόνια της αθωότητάς τους…