Ελάτε να πεταχτούμε λίγο μέχρι τη Λαμία. Εκεί σε ένα σπίτι, που τα παράθυρά του κοιτούν στην πλατεία Αθανασίου Διάκου, μένει η οικογένεια Κλάρα. Ο Βλάσης ο πατέρας, η Σταματίνα -Μάτα την φωνάζουν όλοι- η κόρη και η Καλλιόπη η αδερφή του Βλάση. Μητέρα δεν υπάρχει. Ούτε στο σπίτι, ούτε στις αναμνήσεις της Μάτας· εκτός από μια θολή εικόνα -μια αίσθηση περισσότερο- όπου μια γυναίκα σκύβει επάνω της και της σταυρώνει το μέτωπο με το δάκτυλο της. Είναι άραγε μια αληθινή ανάμνηση από τη μητέρα της ή ένα δημιούργημα, ένα παιχνίδι, του μυαλού της;
Η δεκαεπτάχρονη κοπέλα έχει εδώ και χρόνια ερωτηματικά σχετικά με την μητέρα της. Όμως τόσο ο πατέρας, όσο και η θεία της, αρνούνται πεισματικά ακόμα και το όνομα της να αναφέρουν. Με εξαίρεση μια μέρα, που η Μάτα αποφάσισε να ρωτήσει επίμονα την Καλλιόπη για το φλέγον ζήτημα. Τότε, εκείνη της είπε…
…
Η δύστυχη η μάνα σου, αυτό το ξέρεις, πέθανε στη γέννα σου. Ο πατέρας σου την αγαπούσε πολύ. Νιόπαντροι, καταλαβαίνεις… Λέγαμε θα τρελαθεί. Δε μιλούσε, δεν έτρωγε. Μια μέρα τον έπιασε κρίση. Έσκισε τα γράμματα της, τις φωτογραφίες της, σκόρπισε τα ρούχα της. Φέραμε γιατρό. Είπε να μην του εναντιωθούμε, πως έτσι θα λυτρωνόταν από τη θύμησή της, που τον πλήγωνε. Ψυχαναγκαστική εμμονή. Ύστερα από μήνες, θα ‘σουν δε θα ‘σουν έξι μηνών, με φώναξε να μείνω μαζί σας, να σ’ αναθρέψω. Δέχτηκα. Μήπως κι έχω άλλους στο κόσμο από σας; Από τη πρώτη μέρα που πάτησα το πόδι μου στο σπίτι, μ’ έβαλε να του ορκιστώ: δε θ’ ανάφερα ποτέ το όνομα της μακαρίτισσας. Ποτέ!
…
Σωστά. Η μητέρα της πέθανε στη γέννα. Αυτό το ήξερε, της το είχαν πει. Άρα αυτή η ανάμνηση που έχει, είτε δεν είναι αληθινή, είτε αυτή η γυναίκα είναι κάποιος άλλος άνθρωπος. Η αντίδραση όμως της θείας της, όταν της εκμυστηρεύτηκε αυτή την ανάμνηση, ήταν πολύ περίεργη: προσπάθησε να δημιουργήσει στο πόδι μια -καθόλου πειστική- ιστορία περί μιας νταντάς και άρχισε να γελάει χωρίς λόγο… προφανώς από την μεγάλη αμηχανία που ένοιωθε. Άραγε πράγματι η μητέρα της απεβίωσε όταν την γέννησε, ή μήπως δεν είναι έτσι τα πράγματα;
Τις ίδιες μέρες έγινε και κάτι άλλο περίεργο. Σε παράβαση της συνήθειας να πηγαίνουν στο χωριό τους το Δαδί μόνο κάθε Πάσχα, φέτος ο πατέρας αποφάσισε να πάνε και στις απόκριες. Για να γνωρίσει η Μάτα, τα Χέγια, είπε…
…
– Και τι πάει να πει Χέγια, πατέρα;
– Πολλές οι ερμηνείες. Ο γέρο-δάσκαλός μου μου έλεγε πως ίσως να ‘ρχεται από τη λέξη χοές -βλέπεις, αρχαίο το έθιμο. Τα Χέγια είναι καρναβάλι, γλέντι, έχει ατμόσφαιρα διονυσιακή. Γι’ αυτό πιο πολύ συμφωνώ μ’ όσους λένε πως είναι από τα «χάι» και τα «χέι» που φωνάζουν όσοι χορεύουν γύρω από τις φωτιές. Άλλωστε πολλοί τα Χέγια τα προφέρουν Χέια…
– Αχ, πόσο βιάζομαι, πατέρα!
– Φρόντισε στα γρήγορα να βρεις αποκριάτικο κουστούμι.
…
Στα Χέγια στο πανηγύρι, γνώρισε τον Γιάννη· τον γιο του δημάρχου και σπουδαστή του δευτέρου έτους στη Φιλοσοφική Αθηνών. Αυτή είναι και η σχολή που θέλει να περάσει η Μάτα. Οι σαϊτιές του φτερωτού θεού ήταν άμεσες και απολύτως εύστοχες. Το ευτύχημα είναι ότι “λαβώθηκαν θανάσιμα” και οι δύο νέοι. Να γραφεί παρακαλώ με έντονα γράμματα στο ημερολόγιο: 1η Μαρτίου του 1987!
Πίσω στην Λαμία, λίγες μέρες αργότερα, ένα ανώνυμο τηλεφώνημα άνοιξε στη Μάτα μια διάπλατη πόρτα. Μια πόρτα που οδήγησε σε έναν τόπο γεμάτο με ερωτηματικά και απορίες. Το παρελθόν της οικογένειας -και ιδιαίτερα αυτό του πατέρα της- δεν ταυτίζεται καθόλου με αυτό που εκείνη γνωρίζει. Άραγε εκτός από το θέμα με τη μητέρα της, πόσα άλλα ψέματα της έχουν πει; Έφτασε η στιγμή να αναλάβει ο καθένας τις ευθύνες του…
…
Γιατί σαν παιδί δεν τον ρωτούσε: «Που ζούσαμε στην Αθήνα; Πώς ήταν το σπίτι μας; Τι έγινε ο καθρέφτης με τη μεγάλη χρυσή κορνίζα; Γιατί φύγαμε από την Αθήνα; Και η γυναίκα σου; Ζει; Πέθανε; Είχε γονείς η μάνα μου;» Γιατί δε ρωτούσε; Μήπως φοβόταν και σώπαινε κι εκείνη; Τι φοβόταν;
Μια ψευτιά της θείας για τη μάνα της κι ένα ανώνυμο τηλεφώνημα την έφεραν αντιμέτωπη με τη σιωπή του πατέρα.
Τώρα μεγάλωσε και δεν μπορεί να κάνει πίσω. Δε θέλει. Πρέπει να ξεδιαλύνει την αλήθεια.
Πρέπει να μάθει την αλήθεια.
…
…η στιγμή που η αλήθεια είτε θα καταδικάσει είτε θα συγχωρέσει. Η στιγμή που, σε κάθε περίπτωση όμως, θα λυτρώσει!
Ενδιαφέρον και σε κάποια σημεία συνταρακτικό το «Τα Χέγια», της Ζωρζ Σαρή, που κυκλοφόρησε το Νοέμβριο του 1987, από τις εκδόσεις Πατάκη.
Μέσα από τα μάτια μιας νεαρής κοπέλας και από την ιστορία ενός πατέρα, ξεδιπλώνονται οι χιλιάδες ιστορίες όλων εκείνων που μετά την Χούντα, είχαν λαβωματιές να θεραπεύσουν. Όχι πληγές μεγάλες και αγιάτρευτες… αυτές ήταν για όσους όρθωσαν ανάστημα, για όσους τα θυσίασαν όλα στο βωμό της ελευθερίας. Λαβωματιές από αυτές που παθαίνουν όσοι προσπαθούν με σκυφτό το κεφάλι να επιβιώσουν μέσα στη μπόρα… μην αντέχοντας ούτε να αντισταθούν, ούτε να συμπλεύσουν με τους δυνάστες.
Για εκείνους που πάντα είναι γκρίζο… πότε άσπρο, ποτέ μαύρο! Έχουν κι εκείνοι οι άνθρωποι -η πλειοψηφία είναι συνήθως- μια θέση στην ιστορία. Μπορούμε να τους κρίνουμε, να τους κατακρίνουμε, αλλά οφείλουμε να δεχθούμε την θέση τους στον κοινωνικό ιστό και να κατανοήσουμε την δύναμη της αδυναμίας τους, που είναι και η αιτία της μη ενεργής συμμετοχής στην αντάρα των καιρών, στα γυρίσματα της ιστορίας. Διαβάστε το!
[grbk https://www.greekbooks.gr/zorz-sari.person%5DΑπό το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
Η Μάτα τελειώνει το λύκειο στη Λαμία, ξέγνοιαστη, με τον πατέρα της και την ανύπαντρη θεία της. Ωστόσο, της κρύβουν κάποιο μυστικό. H μητέρα της ποια ήτανε; Ζει ή στα αλήθεια έχει πεθάνει; Πρέπει, θέλει να το μάθει. Και τελικά, άθελά της μαθαίνει ποιος ήτανε ο πατέρας της· θα σκοντάψει βίαια πάνω στο παρελθόν του. Θα συγκρουστεί μαζί του. H Mάτα θα εγκαταλείψει τον πατέρα της;
Με την απαράμιλλη τέχνη της η Zωρζ Σαρή μάς παίρνει μαζί της μέχρι το τέλος της ιστορίας αυτής. Aνιχνεύουμε μαζί της τα εφηβικά προβλήματα…