Αν βάλεις στην αναζήτηση του Google -κατά το κοινώς λεγόμενο γκουγκλάρεις- το όνομα του συγγραφέα Λένου Χρηστίδη, θα βρεθείς μπροστά σε μια πλημμύρα από αντιμαχόμενες απόψεις. Άλλοι -οι περισσότεροι- δηλώνουν και είναι φανατικοί αναγνώστες του, ενώ άλλοι τάσσουν τον εαυτό τους στους πολέμιους του. Συμπέρασμα; Ο συγγραφέας και κυρίως τα βιβλία του δεν περνούν σε καμία περίπτωση απαρατήρητα στους Έλληνες βιβλιόφιλους.
Σε αυτό το κείμενο θα σας εκμυστηρευτώ τις σκέψεις μου για ένα από τα βιβλία του Λένου Χρηστίδη -αποτελεί την δεύτερη συγγραφική του απόπειρα- με τίτλο «Τα χαστουκόψαρα», που κυκλοφόρησε τον Απρίλη του 1997 από τις εκδόσεις Καστανιώτη, έχοντας ως εξώφυλλο ένα πίνακα της Έλλης Παγκάλου.
«Τα χαστουκόψαρα» του Λένου Χρηστίδη. Υπόθεση
Ο Μάνος, βασικός χαρακτήρας του βιβλίου και αφηγητής, ζει μια πενιχρή κοινωνική ζωή, χωρίς να λαμβάνει καμία ευχαρίστηση από το επάγγελμα που ασκεί, ενώ ταυτόχρονα αναλώνει τον ελεύθερο χρόνο του στην τηλεόραση…
…
Κάθε μεσημέρι που γυρίζω απ’ το γραφείο νυστάζω πολύ. Οκτώ ώρες δουλειά όχι μόνο δε με ξυπνάνε αλλά και το αντίθετο. Σαν να διακόπτω τον ύπνο μου μ’ ένα οχτάωρο κακό όνειρο και επανέρχομαι. Το αποτέλεσμα είναι να κοιμάμαι δύο, τρεις ή πέντε ώρες το απόγευμα και το βράδυ να μη με παίρνει ο ύπνος. Ξενυχτάω βλέποντας βλακείες στην τηλεόραση, μέχρι που ξανακοιμάμαι και με ξυπνάει το ξυπνητήρι για τη δουλειά. Καμιά φορά βλέπω κάνα φίλο. Σπάνια.
Ήμουν στον καναπέ τελείως κουκουλωμένος. Η τηλεόραση με νανούριζε με βιβλικές καταστροφές και διαστροφές. Σεισμοί, κατακλυσμοί, παιδεραστές, πόλεμοι, κτηνοβάτες. Είναι πολύ καλό να χουχουλιάζεις ανέμελα στο πάπλωμα σου ξέροντας ότι κάτω απ’ αυτό δεν κυκλοφορούν ούτε Σιχ μουσουλμάνοι, ούτε επιδειξίες κοπρολάγνοι. Σαν ν’ ακούς παραμυθάκια από μια ηλεκτρονική γιαγιά. Κακός λύκος! Μαλακίες. Καλός ύπνος!
…
Την ρουτινίαρικη αυτή καρικατούρα ζωής, έρχεται να αλλάξει μια εξαφάνιση ενός προσφιλούς του προσώπου από το παρελθόν. Ο κυρ Σπύρος, ο πατέρας του φίλου του Σωτήρη -με τον οποίο έχουν χαθεί τα τελευταία χρόνια-, έφυγε ξαφνικά από το σπίτι του χωρίς να δώσει εξηγήσεις ή στην συνέχεια κάποιο σημάδι ζωής. Οι δύο φίλοι, ο Μάνος και ο Σώτος, ξανασυναντιόνται και ξεκινούν μια αναζήτηση η οποία αποτελεί και την κεντρική πλοκή του μυθιστορήματος.
«Τα χαστουκόψαρα» του Λένου Χρηστίδη. Κριτική και Εντυπώσεις
Μια πλοκή που είναι απλή, χωρίς ανατροπές και σε αρκετά σημεία προβλέψιμη. Αλλά αυτό δεν ενοχλεί καθόλου. Γιατί; Επειδή, βιβλία σαν “Τα Χαστουκόψαρα” Λένου Χρηστίδη δεν τα διαβάζεις για να περάσεις ευχάριστα κάποιες ώρες κάτω από τον μεσογειακό ήλιο, δίπλα σε μια δαντελωτή παραλία, καθώς το δέρμα σου αποκτά ένα trendy τροπικό μαύρισμα. Τα διαβάζεις για να πάνε την σκέψη σου κάποια βήματα παρακάτω, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι δεν τα απολαμβάνεις. Το καυστικό χιούμορ του συγγραφέα σε κάνει πολλές φορές να γελάσεις με την καρδιά σου και άλλες τόσες να πικρογελάσεις…
…
Έτσι, κάτι μαλάκες που θα μπορούσαν να περνάνε μια χαρά με το πως είναι και το τι είναι και να ζουν δημιουργικά και ευτυχισμένα, τσουπ, κάνουν το ξεπέταγμα, σηκώνουν το μέτωπο ψηλά, βρίσκουν το Πάτημα: Στολή, Ιστορία, Φυλή, Πιστόλι. Και ξαφνικά ο βλάκας, ο περίγελος του σχολείου, αποκτά εξουσία πάνω σου, πάνω μου, πάνω μας, έτοιμος να χυμήξει, να πάρει το αίμα του πίσω. Απ’ όλους. Από τις γκόμενες που δεν του κάθισαν, από τους τύπους που δεν τον έκαναν παρέα, από τους συναδέλφους που τον δούλευαν. Τώρα μπορεί να τους δείρει, να τους μπουζουριάσει, να τους ξεφτιλίσει, χωρίς να δώσει λογαριασμό σε κανέναν, ασύδοτα, ελεύθερα, απόλυτα.
…
Ο λόγος του αιχμηρός και χειμαρώδης, κάνει τις σελίδες να εξαφανίζονται η μία πίσω από την άλλη. Ο δε τρόπος, που σου μεταδίδει εικόνες και σκέψεις, σε κάνει να αγωνιάς για το τι θα συναντήσεις στην επόμενη στροφή – παράγραφο. Δεν είναι λίγες οι φορές που μένεις συγκλονισμένος από αυτά που διαβάζεις. Πιο πολύ η γραφή θυμίζει προφορικό παρά γραπτό λόγο, ενώ η ανάγνωση σε καθιστά θιασώτη μιας συζήτησης μεταξύ δύο κολλητών φίλων ή ενός εσωτερικού διαλόγου.
Τη γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Λένος Χρηστίδης στο «Τα χαστουκόψαρα», σε καμία περίπτωση δεν μπορεί κάποιος να την πει λογοτεχνική με την κλασσική έννοια του όρου. Η πένα του είναι αθυρόστομη, αγοραία, και παρ’ όλα αυτά απίστευτα γοητευτική όχι γιατί σου προκαλεί ρηχή ευθυμία αλλά γιατί κρύβει μεγάλες αλήθειες και ενδιαφέροντες προβληματισμούς. Αιχμηρή ως ξίφος ξεφεύγει από τα ακίνδυνα μονοπάτια του μυθιστορήματος και κινείται ανάμεσα μας καταγράφοντας με γλαφυρό τρόπο την Ελληνική κουλτούρα της εποχής μας.
Μπροστά από τα μάτια σου, σαν αποτυπωμένες σε σελιλόιντ, περνούν τραγελαφικές εικόνες της σύγχρονης πραγματικότητας δοσμένες ωμά και αφιλτράριστα… τόσο ωμά που σε κάνουν να συνειδητοποιήσεις -ίσως τώρα που τις βλέπεις γραμμένες στο χαρτί- ότι η υποκουλτούρα, το κιτς, το δήθεν, το ψέμα έχουν καταλάβει ένα μεγάλο μέρος της ζωής του σύγχρονου Έλληνα με αιχμή του δόρατος τις τηλεοπτικές εκπομπές και ακολούθως τις ανθρώπινες σχέσεις.
Κάπου στο Internet διάβασα να αποκαλούν τον Λένο Χρηστίδη «Αφηγητή της νεοελληνικής χαζομάρας», και πιστεύω ότι είναι ένας πολύ δόκιμος χαρακτηρισμός. Το «Τα χαστουκόψαρα» πιστεύω ότι πρέπει να το ακουμπήσουμε κάτω -βλ. διαβάσουμε- και πατώντας σε αυτό -βλ. προβληματιστούμε- να ανεβούμε λιγάκι ψηλότερα. Καλό είναι να παραδώσουμε στα παιδιά μας μια Ελλάδα πιο αντάξια της ιστορίας και των πνευματικών επιτευγμάτων των προγόνων μας. Καλή ανάγνωση!
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου “Τα Χαστουκόψαρα” μεταφέρουμε:
Γιατί ένας τακτοποιημένος, σοβαρός κύριος εξαφανίζεται; Γιατί η τηλεόραση είναι πάντα ανοιχτή; Γιατί φοράει αδιάβροχο; Γιατί δε θα ‘ρθουν φέτος οι χρυσοί σκαραβαίοι; Πότε θα γυρίσει ο τσάρος; Πότε θα ‘ρθει το τρόλεϊ; Γιατί ξεράθηκε η ελιά; Ποια ευχαρίστηση βρίσκει η Λάουρα στην πορνεία; Πόσες σταγόνες λεμόνι παίρνει ένας σκέτος ελληνικός καφές; Τι χρώμα ματιών είχε; Ποιος κρέμασε τους κρεμαστούς κήπους; Γιατί τρυπάνε τ’ αγκάθια; Γιατί παντρεύεται ο κόσμος;
Ποια είναι η Mήτσος; Ποια είναι η Πάολα; Ποιος είναι ο Συμεών; Πού πάνε όλα τα χαμένα καπάκια του σύμπαντος; Γιατί ανάβουν τσιγάρα στα Xάιλαντς; Γιατί σωπαίνει ο Πυλάδης; Τι είναι μεταλλείο; Γιατί ο Καναδάς συνορεύει με τη Σουηδία, τη Βραζιλία και την Αίγυπτο; Γιατί δεν κουράζονται στο ένα πόδι οι πελαργοί; Γιατί εξαφανίστηκε το πιάτο μου; Τι τα ‘θελε τα καφεδάκια ο ηγούμενος; Γιατί οι Dead Kennedys άφησαν ανοιχτό τον ενισχυτή μετά τη συναυλία; Γιατί περπάτησε ο παραπληγικός πλωτάρχης; Γιατί κατέρρευσε ο κομουνισμός;
Τι χρειάζονται τα βιβλία; Τι θέλετε από μας; Αυτές κι άλλες απορίες δε λύνονται με αυτό το μυθιστόρημα. Διατυπώνονται όμως και αυτό είναι κάτι. Δεν είναι;