Είναι προπαραμονή του Λαζάρου και η μικρή Άννα -όπως όλα τα άλλα τα κορίτσια- έχει βγει στην γειτονιά προς αναζήτηση λουλουδιών. Φρεσκοκομμένων ανθέων τα οποία θα χρησιμοποιήσει για το στολισμό του καλαθιού που θα κουβαλά μαζί της αύριο, όταν θα γυρνά τα σπίτια και τα καταστήματα της μικρής πόλης της για να πει τα κάλαντα του Λαζάρου.
Είναι η πρώτη χρονιά που η Άννα θα πει το Λάζαρο! Το πρώτο λουλούδι, ένα κάτασπρο κρίνο, της το έδωσε η καλή γειτόνισσά της, η αδερφή του οδοντογιατρού. Μετά το σπίτι της γιατρίνας ακολούθησαν τα άλλα -κοντινά στο δικό της- σπίτια με κήπο, σε καθένα από τα οποία οι νοικοκυρές της πρόσφεραν κι από ένα λουλούδι. Πιο σωστά βέβαια, είναι να πούμε ότι «τους πρόσφεραν», μιας και μαζί της -στην αναζήτηση λουλουδιών- η Άννα έχει και την Μαρούλα, την κόρη της νέας τους γειτόνισσας, της γυναίκας του Αξιωματικού.
Και να τα και τα δυο, την άλλη μέρα, καλοντυμένα και δροσάτα, παίρνουν το καλαθάκι τους και βγαίνουν στη γύρα για να ψάλουν τα κάλαντα του Λαζάρου…
…
– Έλα, πιάσε και σύ απ’ το χερούλι, της λέει μεγαλόψυχα η Άννα, και τραβούν για τη Γιατρίνα.
– Να τα πούμε;
– Πέστε τα.
Εμάθατε τι γίνη
σήμερα στην Παλαιστίνη
και στην πόλη Βηθανία…
– Και του χρόνου! Και του χρόνου! τις κόβει καλοσυνάτα η Γιατρίνα, και πηγαίνει να φέρει φιλέματα.
Τα δυο κορίτσια κοιτάζονται με σημασία. «Δε σ’ το ‘πα εγώ;» λέει το ύφος της Άννας.
Η μία πόρτα μετά την άλλη δέχεται πρόθυμα τα δυο κορίτσια. Ίσα που τραγουδούν την αρχή και μετά έρχονται τα φιλέματα: αυγά και κουλούρια.
…
…και μέχρι να φτάσει το μεσημέρι, τόσο το καλάθι όσο και η κοιλιά τους είναι γεμάτα λιχουδιές.
Ο χρόνος όμως κυλά γοργά και τα παιδιά μεγαλώνουν το ίδιο γρήγορα. Ο ερχομός του καλοκαιριού βρήκε το νεαρό πληθυσμό της Ανηφοριάς -έτσι λέγεται η γειτονιά που ζει η Άννα και η Μαρούλα- χωρισμένο σε δύο στρατόπεδα. Από την μία τα κορίτσια και από την άλλη τα αγόρια. Διάγουν την περίοδο της ζωής που ο κάθε άνθρωπος αρέσκεται στην παρέα αποκλειστικά του δικού του φύλου, μην έχοντας ακόμα ανακαλύψει την έλξη που θα αισθάνεται στο μέλλον για το αντίθετο!
Η μικρή μας φίλη, η Άννα, είναι αρχηγός του στρατοπέδου των κοριτσιών. Για να πούμε όμως την πάσα αλήθεια, η «Αρχηγός» ζηλεύει πολύ τα παιχνίδια των αγοριών, μιας και ταιριάζουν περισσότερο στην ιδιοσυγκρασία της. Εκείνα όμως αρνούνται πεισματικά να της επιτρέψουν να παίξει μαζί τους.
Έτσι μην έχοντας άλλη λύση… αποφασίζει και διατάσσει. Τα κορίτσια θα σταματήσουν να παίζουν κοριτσίστικα παιχνίδια και θα δοκιμάσουν να διασκεδάζουν με εκείνα των αγοριών. Πρώτο και καλύτερο η πάλη… πρέπει οπωσδήποτε όλες οι μικρές δεσποινίδες να μάθουν να παλεύουν!
…
Κάθε μέρα όλο και κάποιο νέο κόλπο από τον αδερφό της φέρνει η Άννα στα κορίτσια.
Οι γυναίκες όμως στην Ανηφοριά ανησυχούν.
– Είδες το μελανιασμένο μάτι της κόρης μου;
– Αμ τη μαυρίλα στο μπράτσο της δικής μου;
– Και που να δείτε τη γρατσουνιά στο μάγουλο της δικής μου εγγόνας!
– Μπα! Πάει, μουρλάθηκαν τα κορίτσια μας!
– Καλά ήταν τότε που έπαιζαν με τα κουκλιά τους.
– Εγώ της τα ‘πα χθες της Ψάλταινας. Αυτή η μικρή της τα ‘κανε όλα. Αυτή τις βάζει στα αίματα. Την είδα και να τις ορμηνεύει -«Κι έτσι το χέρι σας… κι έτσι την μπουνιά σας…»- κι αυτές την άκουγαν σαν ζουλάπια! λέει η Χήρα.
…
Δεν χρειάζεται βέβαια καμία διευκρίνηση. Κόρη της Ψάλταινας, είναι η Άννα. Η πάλη φυσικά ήταν το πρώτο στάδιο του οργανωμένου σχεδίου. Κατόπιν άρχισαν οι κατασκευές… έπρεπε να φτιαχτούν σπαθιά και πιστόλια! Τα αγόρια παρακολουθούσαν βέβαια την παράξενη συμπεριφορά των κοριτσιών, αλλά δεν είχαν καταλάβει ακόμα τι μαγειρευόταν κάτω από τη μύτη τους. Η καυτή ανάσα του πολέμου τους πλησιάζει, και εκείνοι αγρόν ηγόραζαν!
Τα αγόρια όμως είναι… αγόρια! Πριν καλά καλά η πολεμική σύρραξη τους αδράξει στα θανάσιμα μπράτσα της, εκείνοι ως γεννημένοι μαχητές, εξαπολύουν την πρώτη -και μοναδική όπως αποδείχτηκε- επίθεση εναντίων του εχθρού! Μοναδική, γιατί ο πόλεμος έληξε γρήγορα και άδοξα. Έμπηξαν τα κορίτσια της φωνές, κατά την διάρκεια της εφόδου των αγοριών, και πλάκωσαν οι μανάδες! Και… αρχηγού παρόντος, πάσα αρχή παυσάτω!
Μοναδική εξαίρεση -της κοριτσίστικης αντίδρασης- αποτέλεσε η Άννα. Ούτε τις τσιρίδες έμπηξε, ούτε κάρφωσε κανέναν στις μαινόμενες μητέρες. Το γεγονός αυτό την ανέβασε πολύ ψηλά στα μάτια των αγοριών. Τόσο ψηλά που αποφάσισαν να την συμπεριλάβουν στην ομάδα τους. Έτσι το ατίθασο αγοροκόριτσο έπαιζε πλέον τα παιχνίδια των αγοριών, μαζί με τα αγόρια. Ήταν πλέον μία από αυτούς!
Το πως θα εξελιχθούν τα πράγματα στο λιλιπούτειο βασίλειο της Ανηφοριάς, θα το μάθετε όταν διαβάσετε το «Τ’ αυγουστιάτικο φεγγάρι», της Βούλας Μάστορη. Κυκλοφόρησε το Μάρτιο του 1994 από τις εκδόσεις Πατάκη και περιμένει κάθε έφηβο αναγνώστη στα βιβλιοπωλεία για να τον μαγέψει και να τον ταξιδέψει στον μυθιστορηματικό κόσμο της Άννας.
Η ταλαντούχα συγγραφέας, με μια ρέουσα δροσερή γλώσσα και μια όμορφη ιστορία ψυχαγωγεί και ταυτόχρονα μεταφέρει σκέψεις και προβληματισμούς. Μέσα από τις απολαυστικές περιπέτειες της Άννας και των φίλων της μιλά για πράγματα που σίγουρα θα συναντήσουν τα παιδιά μας και κατά πάσα πιθανότητα θα τα προβληματίσουν.
Αναφέρεται βέβαια σε μια εποχή που δεν ασχολούνταν τα παιδιά με internet, tablet και smart phones. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι όσα έχει να ψιθυρίσει στα αυτιά των μικρών της αναγνωστών, δεν έχουν χρησιμότητα στην σημερινή ηλεκτρονική εποχή της αποξένωσης και του ωχαδερφισμού. Ίσως ακριβώς επειδή έτσι είναι η εποχή μας, τα μηνύματα που μας μεταφέρει «Τ’ αυγουστιάτικο φεγγάρι» να είναι όχι απλά ωφέλημα, αλλά απαραίτητα!
Αναζητήστε το, αγοράστε το και χαρίστε το στους εφήβους του κοινωνικού σας περίγυρου. Θα αγγίξει το μυαλό και την ψυχή τους! Ξέρει η Βούλα Μάστορη! 🙂
[grbk https://www.greekbooks.gr/vula-mastori.person%5DΑπό το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
Η Άννα είναι μαθήτρια Δημοτικού και σκέτος πονοκέφαλος για τη μαμά της. «Αλλ’ έτσι είναι η μαμά της». Όλο φωνάζει. Και τα θηλυκά, ακόμα λέει, δεν πρέπει να έχουν μεγάλο πόδι ούτε μεγάλο στόμα ούτε μεγάλο μπόι ούτε μεγάλη ιδέα. Η Άννα όμως δεν λογαριάζει, έτσι κι αλλιώς, τον εαυτό της για θηλυκό. Τι συμβαίνει όμως στην Άννα, όταν η γυναικεία της φύση αρχίζει να παίρνει το επάνω χέρι;