Θεσσαλονίκη 1926
Ένα βράδυ του Οκτώβρη εκείνης της χρονιάς, έξω από τη παράγκα του Κώστα και της Ελένης, στα Προσφυγικά, ξεψύχησε μια νεαρή κοπέλα με ένα χρονιάρικο μωρό -ένα αγοράκι- στην αγκαλιά της…
…
«Παπα-Γιάννη, σε σένα θα το πω πρώτα. Μόνο αν βοηθήσεις εσύ, μπορεί να γίνει αυτό που σκέφτομαι». Πήρε βαθιά ανάσα και το ξεστόμισε πια καθαρά: «Το θέλω τούτο το παιδί, παπά μου! Μου το χρωστάει ο Θεός, δεν το βλέπεις; Είναι το παιδί που δεν αξιώθηκα να αποκτήσω. Μονάχα πόνο και βάσανα μου χάρισε η ζωή, κυνηγητό και ξεριζωμό. Κι ήρθε απόψε αυτό το πλασματάκι να μου δώσει μια ελπίδα. Αν δεν το γυρέψει κανείς, ας μην το πάμε στο ορφανοτροφείο, παπά… Θα το κρατήσουμε εμείς, θα το μεγαλώσουμε εμείς…»
Ο παπάς στάθηκε αμίλητος, αιφνιδιασμένος από το αίτημά της. Αντικρουόμενα συναισθήματα πάλεψαν μέσα του και τον έκαναν στοχαστικό. Ήξερε πως το σωστό ήταν να καλέσει την χωροφυλακή, να παραδώσει εκεί το παιδί, μαζί και την πεθαμένη μάνα· να φύγει η ευθύνη από πάνω του. Μα ήταν τάχα αυτό το καλύτερο για το άμοιρο αγοράκι που στέναζε στα όνειρά του ξαπλωμένο στο ντιβάνι, λες και ψυχανεμιζόταν την ορφάνια που του επιφύλασσε η μοίρα; Κοίταξε τον Κώστα· παρατηρούσε τη γυναίκα του με ύφος ανεξιχνίαστο.
…
Ζήτησε συχώρεση ο παπάς απ’ τον Θεό για το ψέμα του και ύστερα το έκανε. Λίγες μέρες μετά, όταν πια έγινε ολοφάνερο πως δεν υπήρχε ψυχή να ενδιαφερθεί για το ορφανό, πήγε και μαρτύρησε πως το μωρό ήταν παιδί της Ελπινίκης της πεθαμένης ανύπαντρης ανιψιάς του ζευγαριού, και πως εκείνοι θα αναλάμβαναν το μεγάλωμά του. Κουντουράς Θεμιστοκλής δήλωσαν το όνομα που θα το ακολουθούσε πια σ’ όλη του τη ζωή.
…
Μια υπέρτατη χαρά αποδείχθηκε ο Θέμης -όπως αποκαλούσαν όλοι τον Θεμιστοκλή- για το σπιτικό της Ελένης και του Κώστα. Όταν έφτασε στα δεκαπέντε, του είπαν όλη την αλήθεια σχετικά με την πραγματική του μητέρα και την υιοθεσία. Αυτά τα ελάχιστα δηλαδή που ήξεραν και εκείνοι. Τα χρόνια της κατοχής στα καντηλάκια του Κώστα και της Ελένης σώθηκε το λάδι και έτσι ο Θεμιστοκλής, παλικαράκι τότε, ένιωσε για πρώτη φορά τι θα πει ορφάνια.
Στα 1946, του ήρθε το χαρτί να παρουσιαστεί στο στρατό. Είχε φτάσει η στιγμή να υπηρετήσει την μητέρα πατρίδα σε καιρούς μάλιστα δύσκολους, όταν τα μαύρα σύννεφα του εμφυλίου συγκεντρώνονταν πάνω από την καμένη από τα γερμανικά στρατεύματα γη. Εκεί στο κέντρο εκπαίδευσης γνωρίστηκε με τον Άγη -προσφυγόπουλο από την Αθήνα- και αμέσως έσμιξαν και έγιναν καρδιακοί φίλοι. Όταν πια βρίσκονταν στη μονάδα τους, θέλοντας να κάνει πλάτες στον Άγη για να μιλήσει με μια κοπέλα που του άρεσε, απασχόλησε τη μητέρα της ζητώντας να του πει το φλυτζάνι· κάτι που θεωρούσε πολύ αστείο έως γελοίο, αφού δεν πίστευε καθόλου σε κάτι τέτοια.
Τα λόγια όμως της κυρά-Στέλλας του καρφώθηκαν στο μυαλό μαζί με τον φόβο που ρίζωσε στην καρδιά του. Η μεσόκοπη γυναίκα του μίλησε για μεγάλο κακό, για αίμα και καταστροφή! Και να, πριν ξημερώσει η νέα μέρα, ο ντελβές βγήκε αληθινός… και χάρη σε αυτόν εκείνος και ο Άγης γλύτωσαν μόνο από όλο το στρατόπεδο που δέχτηκε επίθεση από τους αντάρτες. Ο εμφύλιος είχε πλέον ξεκινήσει.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο Θέμης ταξίδεψε μέχρι την Τήνο για να ανάψει ένα κερί στην Παναγιά που τον έβγαλε ζωντανό απ’ την κόλαση του εμφυλίου σπαραγμού. Εκεί, στο όμορφο νησί των Κυκλάδων γνώρισε την εικοσάχρονη Αλκινόη. Την ερωτεύτηκε βαθιά και μη έχοντας και τίποτα να τον περιμένει στην Θεσσαλονίκη -ξυπόλητος και άφραγκος- έμεινε στο νησί και την παντρεύτηκε. Το νεαρό ζευγάρι μπορεί να ήταν φτωχό αλλά πλημμύριζε από αγάπη και αισιοδοξία για το μέλλον. Ειδικά όταν η Αλκινόη έμεινε έγκυος, ένας ολόλαμπρος ήλιος εμφανίστηκε στον συννεφιασμένο ουρανό των δύο ζωών.
Μια επιπλοκή στη γέννα -η μη αποκόλληση του πλακούντα- σε συνδυασμό με το ότι η Αλκινόη γέννησε μονάχη της, χωρίς καμιά βοήθεια στη φτωχική παράγκα που είχαν για σπιτικό, ήταν η αιτία του θανάτου της νεαρής κοπέλας. Ο Θέμης βάφτισε Αλκίνοο το παιδί, δίνοντάς του το όνομα της μητέρας του. Μετά από λίγο καιρό πέθανε και η γιαγιά της Αλκινόης, η γυναίκα που τη μεγάλωσε, αφού οι γονείς της έφυγαν νωρίς. Τότε ο Θέμης, ελεύθερος από την υποχρέωση της φροντίδας της, αποφάσισε να φύγει από το νησί, μαζί με τον γιό του φυσικά.
Από εκείνη τη στιγμή άρχισε η οδύσσεια πατέρα και γιου. Το γεμάτο φουρτούνες ταξίδι της ζωής τους. Ένα ταξίδι που τους έφερε στην Αθήνα -στη Νέα Σμύρνη- και σε ένα ορεινό κεφαλοχώρι την Επίκληρο. Ένα ταξίδι που στο πέρασμά του συνάντησαν φίλους αλλά και εχθρούς, και πάνω από όλα τη Λένα τη Σμυρνιά, την Ελένη και την Θάλεια. Φτωχοί πάντοτε, αλλά έχοντας συνείδηση η οποία καθόριζε τις πράξεις τους, πολλές φορές ακολούθησαν το δύσκολο μονοπάτι ξεχωρίζοντας έτσι όχι μόνο για το ήθος αλλά και για το θάρρος τους.
Το έπος αυτών των δύο ζωών του Θέμη και του γιου του Άλκη είναι η ιστορία που ξεδιπλώνεται στις 557 σελίδες του τρίτου μυθιστορήματος της Σόφης Θεοδωρίδου που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ψυχογιός τον Μάρτιο του 2012. Ένα εξαιρετικό ανάγνωσμα -όπως και τα δύο προηγούμενά της- που έχει από αυτά όμως μια ειδοποιό διαφορά. Στο «Τ’ αχνάρια των ξυπόλυτων ποδιών» ο μύθος είναι πλεγμένος με πλήθος από ιστορικά γεγονότα που έλαβαν χώρα την εποχή που εξελίσσεται η μυθιστορία. Αυτό απ’ τη μια σε εντάσσει καλύτερα στο κλίμα της εποχής, απ’ την άλλη αποτελεί σε ορισμένα σημεία τροχοπέδη στην εξέλιξη της ιστορίας. Με την αγωνία να με έχει αδράξει από τις πρώτες κιόλας σελίδες του βιβλίου, οφείλω να ομολογήσω ότι δυο τρεις φορές με ψιλοενόχλησε. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι το έργο αυτό της κυρίας Θεοδωρίδου δεν είναι ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα που κυκλοφορούν αυτή την εποχή στα βιβλιοπωλεία, γραμμένο από μία εκ των αρτιοτέρων σύγχρονων λογοτεχνών. Σε κάθε περίπτωση όποιος το διαβάσει, έχει μόνο να κερδίσει και αξίζει πραγματικά η κάθε στιγμή που θα αφιερώσει στην ανάγνωσή του.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου μεταφέρουμε:
Προσφυγικά Σαλονίκης· την ορφάνια του μικρού Θεμιστοκλή απαλύνουν ξένα, ευλογημένα χέρια, όμως αγκάθι απομένει μέσα του η άγνωστη καταγωγή του. Εμφύλιος, Σκρα· τα μελλούμενα απ’ τα χείλη μιας γυναίκας τον οδηγούν στην Τήνο, στον μεγάλο έρωτα και στον μεγάλο πόνο.
Ο Θεμιστοκλής, με τον νεογέννητο γιο του, Άλκη, ψάχνει τρόπο και τόπο να στεγάσει τη δυστυχία τους. Θα τους υποδεχτεί η ταραγμένη Αθήνα του ’50 κι αργότερα μια παράξενη επαρχιακή κωμόπολη, η Επίκληρος. Από το σπίτι της φιλόξενης Μικρασιάτισσας Λένας θα βρεθούν σ’ εκείνο της μελαγχολικής Ελένης, και από την άδολη προσφορά θα οδηγηθούν στον τόπο όπου ένας ιδιότυπος ρατσισμός θα τους πληγώσει, δημιουργώντας δυνατές φιλίες και αβυσσαλέα μίση.
Καθώς τα χρόνια κυλούν, ο Θεμιστοκλής και ο συγκλονιστικός Άλκης, η Ελένη, η Ερατώ και η Θάλεια θα βρεθούν μπλεγμένοι στο γαϊτανάκι του πόνου, του έρωτα και του μίσους, και θα βιώσουν τα όρια της προσφοράς και της θυσίας.
Άνθρωποι χτυπημένοι από τη μοίρα και τη ζωή αφήνουν τ’ αχνάρια τους σε μια Ελλάδα που πληγώνεται και πληγώνει, αναζητώντας ταυτότητα και ευτυχία.